Τουρκία: Συνεργασία με Ευρώπη, σύγκρουση με Αμερική;
Για να καταλάβει κανείς τις στρατηγικές σκέψεις των κυβερνώντων στην Άγκυρα οφείλει να προσέχει τα γραπτά του Μπoυρχαντεντίν Ντουράν. Σε πρόσφατο άρθρο του, ο επικεφαλής του think tank SETA έγραφε ότι οι Τούρκοι ωφελήθηκαν πολύ περισσότερο σε σχέση με άλλους από την χαώδη κατάσταση που δημιούργησε ο τέως πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών, Ντόναλντ Τραμπ. Τώρα, συνεχίζει ο στενός συνεργάτης του Ερντογάν, ήρθε η ώρα η Τουρκία να θωρακίσει τα στρατιωτικά κέρδη της προηγούμενης τετραετίας με διπλωματικά μέσα.
Ο Ντουράν αναφέρεται στη Συρία, τη Λιβύη και την Ανατολική Μεσόγειο, τις διεθνείς εστίες κρίσης στις οποίες η Άγκυρα κατάφερε να προωθήσει τα συμφέροντα της με δυναμικό τρόπο.
Οι επιθετικές επιλογές την έφεραν σε διπλωματική ρήξη με ουκ ολίγους γείτονές της. Σπάνια στην πρόσφατη ιστορία της η Τουρκία ήταν τόσο απομονωμένη όπως είναι σήμερα. Τελευταία, η Άγκυρα έχει ξεκινήσει μια προσπάθεια με στόχο να αλλάξει το αρνητικό αυτό κλίμα.
Πρώτος και προς στιγμή κύριος δέκτης της πρωτοβουλίας καλής θέλησης -τα διεθνή ΜΜΕ την αποκαλούν good will mission- είναι η Ευρώπη.
Τον περασμένο χρόνο οι σχέσεις της Τουρκίας με την Ευρωπαϊκή Ένωση έπεσαν σε πολύ χαμηλό επίπεδο και κόντεψαν να φτάσουν σε πολιτική ρήξη. Κύριος λόγος της κλιμάκωσης αυτής ήταν οι συνεχιζόμενες απειλές και προκλήσεις στην Ανατολική Μεσόγειο -και (αυτό πρέπει να υπογραμμιστεί) η πετυχημένη στρατηγική των Αθηνών να διεθνοποιήσει το θέμα κυρίως στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Με μια συντονισμένη προσπάθεια, που θυμίζει εκστρατεία δημοσίων σχέσεων, ο Ερντογάν και οι συνεργάτες του προσπαθούν να ωραιοποιήσουν την κακή εικόνα τους. «Το μέλλον μας είναι η Ευρώπη, θέλουμε να κτίσουμε το μέλλον μας στην Ευρώπη» είπε χαρακτηριστικά ο Τούρκος πρόεδρος στις αρχές του χρόνου.
Τα ασυνήθιστα γλυκά λόγια δεν έπεσαν στο κενό: Αυτές τις ημέρες παρατηρούμε μια νέα διπλωματική κινητικότητα στο τρίγωνο Άγκυρας, Βρυξελλών και Βερολίνου.
Η αποκλιμάκωση της ελληνο-τουρκικής κρίσης και η αποφυγή νέων επεισοδίων στα νερά της Ανατολικής Μεσογείου είναι ο πρωταρχικός στόχος της Γερμανίας. Για αυτό το Βερολίνο χαιρετίζει την επιστροφή των Τούρκων και Ελλήνων στο τραπέζι των συνομιλιών ως μεγάλο επίτευγμα. «Πρόκειται για θετικά σήματα τα οποία αναμέναμε για πολύ καιρό» δήλωσε χαρακτηριστικά ο Γερμανός υπουργός Εξωτερικών, Χάικο Μάας. Ως ανταμοιβή στους Τούρκους η ΕΕ ανέστειλε τις μικρό-κυρώσεις τις οποίες είχε αποφασίσει στην πρόσφατη Συνάντηση Κορυφής το Δεκέμβριο.
Προηγουμένως ο κ. Ερντογάν είχε κάνει μια σπάνια για τον ίδιο υποχώρηση: χωρίς τυμπανοκρουσίες απέσυρε τα ερευνητικά πλοία του και τα έδεσε σε λιμάνια της χώρας του. Στην ουσία η κίνηση αυτή δημιούργησε και εξακολουθεί να δημιουργεί ένα είδος μορατόριουμ που αφήνει τους Έλληνες να γυρίσουν στο τραπέζι των συνομιλιών.
Για μια ακόμα φορά, ο φάκελος Τουρκία θα ξαναβρεθεί στην ατζέντα των ηγετών της ΕΕ τον Μάρτιο. Εφόσον η Άγκυρα συνεχίζει την καλή συμπεριφορά της απέναντι στην Ελλάδα και την Κύπρο, οι Ευρωπαίοι δηλώνουν πρόθυμοι να ανοίξουν μια «θετική ατζέντα», δηλαδή να συζητήσουν θέματα, όπως είναι η αναβάθμιση της Τελωνειακής Ένωσης ή και μια νέα συμφωνία για το προσφυγικό.
Όπως φαίνεται, οι σχέσεις της Άγκυρας με την Ευρώπη διανύουν μία φάση ύφεσης - και κυρίως οι Γερμανοί κάνουν ό,τι μπορούν για να μείνει έτσι. Η ρητορική τους προς την Άγκυρα είναι εκπληκτικά φιλική και οι δημόσιες επικρίσεις είναι σπάνιες. Το Βερολίνο υπογραμμίζει με λόγια και πράξεις ότι έχει ανάγκη την συνεργασία της Άγκυρας για να βρει διέξοδα στα διαφορά ανοικτά μέτωπα.
Εντελώς διαφορετικό ύφος έχουν οι δηλώσεις που ακούγονται από την αμερικανική νέα κυβέρνηση. Είναι ήδη φανερό ότι η πολιτική των ΗΠΑ απέναντι στην Τουρκία βρίσκεται σε καθεστώς ριζικής αναθεώρησης. Με τον κολλητό του Τραμπ στον Λευκό Οίκο, ο Ερντογάν είχε ελεύθερα τα χέρια του να πράττει ό,τι θέλει εντός και εκτός των συνόρων της χώρας του.
Αυτή η άνεση δεν υπάρχει πια.
«Για τις Ηνωμένες Πολιτείες η προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων έχουν προτεραιότητα και βρισκόμαστε δίπλα σε όλους που μάχονται για τις δημοκρατικές ελευθερίες τους» είπε χαρακτηριστικά ο εκπρόσωπος του Στέιτ Ντιπάρτμεντ και εξέφρασε την έντονη δυσαρέσκεια του για την καταστολή από τις τουρκικές αρχές των εκδηλώσεων διαμαρτυρίας στο Πανεπιστήμιο του Βόσπορου.
Η Άγκυρα καλά θα έκανε να συνηθίσει στη νέα πολιτική των ΗΠΑ -και όχι μόνο στα θέματα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Η ριζοσπαστική αλλαγή πλεύσης αφορά και στην εξωτερική πολιτική. Ο πρόεδρος Μπάιντεν έχει τη φήμη του φιλέλληνα και του υποστηρικτή των Κούρδων. Αυτές οι αντιλήψεις αναμένεται αργά η γρήγορα να επηρεάσουν την πολιτική της Ουάσιγκτον στην Ανατολική Μεσόγειο, την Κύπρο και τη Συρία.
«Η κυβέρνηση της Τουρκίας θεωρεί τις ΗΠΑ στρατηγική απειλή και όχι σύμμαχο» σχολιάζει χαρακτηριστικά ο Νίκολας Ντάνφορντ σε πρόσφατη και άκρως ενδιαφέρουσα ανάλυσή του και προσθέτει: «Και στην Ουάσιγκτον επίσης αυξάνεται ο αριθμός των ανθρώπων που βλέπουν την Τουρκία με τον ίδια τρόπο».
Ενώ -για να συνοψίσουμε- η Τουρκία μπορεί να περιμένει πιο ήπιους χειρισμούς από τους Ευρωπαίους, οι σχέσεις της με τις Ηνωμένες Πολιτείες αναμένονται να είναι ταραγμένες. Ωστόσο, παραμένει ανοικτό εάν η αλλαγή αυτή θα οδηγήσει σε αλλαγή πλεύσης της Τουρκίας ή όχι. Τα χρόνια της διακυβέρνησης του προέδρου Ομπάμα διδάσκουν ότι ο Ερντογάν είναι σε θέση να αντέχει τις πιέσεις από τη Δύση.
Η αναμενόμενη κλιμάκωση των σχέσεων με τους Αμερικανούς έχει για τον κ. Ερντογάν και θετικές διαστάσεις. Από την μια φανερώνει και ενισχύει την εικόνα του διεθνώς ως ανεξάρτητο ηγέτη που ακολουθεί πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική. Ταυτόχρονα, ταιριάζει στην κοσμοθεωρία πολλών οπαδών του κυβερνώντος κόμματος, σύμφωνα με την οποία η Δύση είναι ο εχθρός.
Σύμφωνα με πρόσφατη σφυγμομέτρηση της κοινής γνώμης, πάνω από 60% των ερωτηθέντων δήλωσαν ότι θεωρούν τις Ηνωμένες Πολιτείες ως την πλέον επικίνδυνη απειλή για την Τουρκία. Για τον Ερντογάν λοιπόν μια κλιμάκωση με τον Μπάιντεν έχει και πλεονέκτημα.
Ο Δρ. Ρόναλντ Μαϊνάρντους είναι ο διευθυντής του Ιδρύματος Friedrich Naumann στην Τουρκία και πολιτικός αναλυτής για περιφερειακά και διεθνή θέματα.