Η συνεπιμέλεια και η γονεϊκή αποξένωση (Μέρος Β')
ΣΤ. Η εναλλασσόμενη διαμονή του τέκνου με τους δύο γονείς (βασική προϋπόθεση της από κοινού άσκησης της γονικής μέριμνας και συνεπιμέλειας) αποφασίζεται από το δικαστήριο κατά διακριτική ευχέρεια αυτού («μπορεί»), «όταν οι συνθήκες ζωής των γονέων και του τέκνου το επιτρέπουν και εφόσον είναι προς το συμφέρον του τέκνου» (Α.Κ. 1514 παρ. 3 β΄).
Τι συμβαίνει όμως όταν οι συνθήκες ζωής του τέκνου (διαμονή, σχολείο, δραστηριότητες, φιλικός κύκλος) ή / και ενός εκ των γονέων (τόπος κατοικίας και εργασίας) μεταβάλλονται υπαίτια από τον δεύτερο (παρά την απαγόρευση μονομερούς μεταβολής του τόπου διαμονής του τέκνου : Α.Κ. 1519 παρ. 2), με σκοπό την απομάκρυνση του τέκνου από τον άλλο γονέα και την αδυναμία άσκησης των δικαιωμάτων του τελευταίου για συνεπιμέλεια και επικοινωνία με το τέκνο ;
Η δικαστική απόφαση για το ζήτημα της εναλλασσόμενης κατοικίας είναι εξαιρετικά κρίσιμη : Διότι αν διαταχθεί η αποκλειστική διαμονή του τέκνου στην κατοικία του ενός γονέα (με επίκληση των «συνθηκών ζωής» και «δεσμών με τους γονείς» του τέκνου), παύει στην πράξη να υφίσταται συνεπιμέλεια, η δε γονική μέριμνα του άλλου γονέα συρρικνώνεται στο δικαίωμα επικοινωνίας της Α.Κ. 1520.
Είναι ορθότερο να υιοθετηθεί το υπ. αρ. 2079/2015 ψήφισμα του Συμβουλίου της Ευρώπης, που καλεί στην παρ. 5.5. αυτού τα κράτη – μέλη «να εισαγάγουν στη νομοθεσία τους την αρχή της εναλλασσόμενης κατοικίας των παιδιών μετά το χωρισμό, περιορίζοντας τις εξαιρέσεις στην περίπτωση της κακοποίησης ή της παραμέλησης του παιδιού ή της ενδοοικογενειακής βίας και ρυθμίζοντας τον χρόνο εναλλαγής με βάση τις ανάγκες και το συμφέρον των παιδιών».
Το βάρος απόδειξης τέτοιων αντιπαιδαγωγικών συμπεριφορών θα πρέπει να έχει ο γονέας, ο οποίος επικαλείται την συνδρομή αυτών.
Ζ. Είναι ασύμβατη με τις νέες ρυθμίσεις και χρήζει κατάργησης η διάταξη του άρθρου 47 εδ. α΄ Ν. 2447/1996, ότι δεν επιτρέπεται έφεση, κατά δικαστικής απόφασης επί αγωγής γονέα, με αίτημα τη συνάσκηση της γονικής μέριμνας τέκνου εκτός γάμου (Α.Κ. 1515)
Η. Η Α.Κ. 1519 παρ. 2 «Για την μεταβολή του τόπου διαμονής του τέκνου που επιδρά ουσιωδώς στο δικαίωμα επικοινωνίας του γονέα με τον οποίο δεν διαμένει το τέκνο, απαιτείται προηγούμενη έγγραφη συμφωνία των γονέων ή προηγούμενη δικαστική απόφαση που εκδίδεται μετά από αίτηση ενός από τους γονείς. Το δικαστήριο μπορεί να διατάξει κάθε πρόσφορο μέτρο.», θα ήταν σκόπιμο να συμπληρωθεί ως εξής :
α. πριν από κάθε μεταβολή με συμφωνία ή δικαστική απόφαση, τόπος διαμονής του τέκνου παραμένει εκείνος της τελευταίας κοινής κατοικίας των γονέων προ του χωρισμού τους
β. η μεταβολή τόπου διαμονής να γίνεται μόνον για σοβαρούς λόγους, που εξυπηρετούν το συμφέρον του τέκνου, με βάρος απόδειξης του αιτούντος τη μεταβολή γονέα
γ. ότι η μεταβολή τόπου διαμονής του τέκνου, από τον ένα γονέα μονομερώς (χωρίς συμφωνία ή δικαστική απόφαση), αποτελεί κακή άσκηση της γονικής μέριμνας και παράβαση του δικαιώματος επικοινωνίας του τέκνου με τον άλλο γονέα.
Θ. Έχει παγιωθεί η δικαστική πρακτική, να απονέμεται, στην πλειοψηφία των υποθέσεων, στον μη έχοντα την επιμέλεια γονέα (ο πατέρας στο 90 % των περιπτώσεων) επικοινωνία με το τέκνο για 2 Σαββατοκύριακα μηνιαίως, λίγες ώρες για 1 ή 2 καθημερινές κάθε εβδομάδα, 7 ημέρες κάθε Χριστούγεννα και Πάσχα και 15 ημέρες τα καλοκαίρια, δηλαδή ποσοστό περίπου 15 % του χρόνου ζωής του τέκνου (βλ. το υπ. αρ. 113/5-8-2020 έγγραφο του Συνηγόρου του Πολίτη προς τον Υπουργό Δικαιοσύνης).
Ήδη το ζήτημα επιλύεται με την Α.Κ. 1520, που προβλέπει δικαίωμα επικοινωνίας γονέα – τέκνου, με διαμονή του δεύτερου στην οικία του πρώτου, για χρονικό διάστημα τουλάχιστον ίσο με το 1/3 της ζωής του τέκνου.
Προβλέπονται όμως δύο εξαιρέσεις, που δύνανται, σε περίπτωση καταχρηστικής εφαρμογής τους, να ακυρώσουν στη πράξη το δικαίωμα επικοινωνίας : α) «αποκλεισμός ή περιορισμός της επικοινωνίας είναι δυνατός μόνο για εξαιρετικά σοβαρούς λόγους, ιδίως όταν ο γονέας με τον οποίο δεν διαμένει το τέκνο έχει καταδικαστεί για παράβαση του N. 3500/2006 και
β) «Όταν συντρέχει περίπτωση κακής άσκησης του δικαιώματος επικοινωνίας, ο άλλος γονέας ή καθένα από τους γονείς, αν πρόκειται για επικοινωνία με τρίτο, μπορεί να ζητήσει από το δικαστήριο την μεταρρύθμιση της επικοινωνίας.» Πρέπει να επισημανθούν τα εξής :
1. Υπάρχουν παραβάσεις του Ν. 3500/2006 (άρθρα 7 παρ. 2 : απειλή και 9 παρ. 1 : προσβολή με λόγο της γενετήσιας αξιοπρέπειας), οι οποίες είναι συνήθεις μεταξύ χωρισμένων και αντιδικούντων υπό έντονες συνθήκες γονέων, συχνά προκαλούμενες σκοπίμως για να πλήξουν αλλήλους, αλλά και δυσαπόδεικτες, μπορούν δε να στρέφονται ακόμη και κατά συγγενών του άλλου γονέα (βλ. άρθρο 1 : περιλαμβάνονται στην έννοια της «οικογένειας» και αποτελούν θύματα ενδοοικογενειακής βίας «συγγενείς πρώτου και δεύτερου βαθμού εξ αίματος ή εξ αγχιστείας» και «εφόσον συνοικούν, συγγενείς εξ αίματος ή εξ αγχιστείας μέχρι τετάρτου βαθμού» των γονέων).
Τιμωρητέες οι παραπάνω συμπεριφορές, πλην όμως είναι δυσανάλογο και ανεπιεικές να ανάγονται σε «εξαιρετικά σοβαρούς λόγους» ακόμη και για αποκλεισμό του δικαιώματος επικοινωνίας γονέα – τέκνου. Διότι, το εν λόγω δικαίωμα αφορά την μεταξύ τους γονεϊκή σχέση και (κατά πάγια νομολογία) η άσκησή του δεν πρέπει να επηρεάζεται από τις κακές σχέσεις των γονέων ή του ενός εξ’ αυτών με τους συγγενείς του έτερου.
Με τον περιορισμό ή αποκλεισμό της επικοινωνίας επιδιώκεται η προστασία των τέκνων από βίαιους γονείς. Και όχι η παροχή ερεισμάτων στον έχοντα την επιμέλεια γονέα, ώστε να επιδιώξει την αποξένωση του τέκνου από τον άλλο γονέα, εμπλέκοντας το δικαίωμα επικοινωνίας σε ποινικές αντιδικίες μεταξύ γονέων και συγγενών.
2. Απαιτείται εξειδίκευση των εννοιών «εξαιρετικά σοβαροί λόγοι» και «κακή άσκηση» του δικαιώματος επικοινωνίας, με τα κριτήρια – εξαιρέσεις του υπ. αρ. 2079/2015 ψηφίσματος του Συμβουλίου της Ευρώπης : της ενδοοικογενειακής βίας, κακοποίησης ή παραμέλησης του τέκνου. Επομένως «κακή» είναι η αντιπαιδαγωγική άσκηση του δικαιώματος επικοινωνίας, λ.χ. με επιβλαβή ή / και πλημμελή διατροφή, φροντίδα, φύλαξη, διαπαιδαγώγηση.
3. Το βάρος απόδειξης των εξαιρετικά σοβαρών λόγων και της κακής άσκησης του δικαιώματος επικοινωνίας, πρέπει να έχει ο γονέας που ζητεί τον αποκλεισμό ή περιορισμό ή μεταρρύθμιση αυτής.
Ι. Η Α.Κ. 1532 αναφέρει ενδεικτικά περιπτώσεις κακής άσκησης γονικής μέριμνας (παρ. 2), που συνεπάγονται την δικαστική αφαίρεση αυτής ή της επιμέλειας, ολικά ή μερικά, από τον υπαίτιο γονέα, με ανάθεσή της αποκλειστικά στον άλλο γονέα (παρ. 3).
Δυνατότητα που προβλέπει και η παλαιά Α.Κ. 1532, έστω χωρίς αναφορά περιπτώσεων κακής άσκησης. Πλην όμως, παρά το μεγάλο αριθμό παραβιάσεων στην πράξη του δικαιώματος επικοινωνίας (και των αντίστοιχων δικαστικών αποφάσεων), σε ελάχιστες περιπτώσεις αφαιρέθηκε δικαστικώς γονική μέριμνα ή επιμέλεια.
Είναι αβέβαιο κατά πόσον θα μεταστραφεί η νομολογιακή τάση, καθώς με τη νέα Α.Κ. 1532 το δικαστήριο έχει («μπορεί ιδίως») διακριτική – εκλεκτική ευχέρεια : «να αφαιρέσει από τον υπαίτιο γονέα την άσκηση της γονικής μέριμνας ή της επιμέλειας ολικά ή μερικά και να την αναθέσει αποκλειστικά στον άλλο, καθώς επίσης να διατάξει κάθε πρόσφορο μέτρο προς διασφάλιση του συμφέροντος του τέκνου».
ΙΑ. Είναι προφανές ότι, η εκ μέρους του ενός γονέα (σπανιότερα συγγενών του ή τρίτων υπό την ανοχή του) ψυχολογική χειραγώγηση του τέκνου, ώστε να αρνείται την επικοινωνία με τον άλλο γονέα, αποτελεί, κατά την έννοια της Α.Κ. 1532 παρ. 2, τόσο «διατάραξη της συναισθηματικής σχέσης του τέκνου με τον άλλο γονέα και την οικογένειά του και με κάθε τρόπο πρόκληση αποξένωσης του τέκνου από αυτούς» (περ. β’), όσο και «υπαίτια παράβαση της δικαστικής απόφασης για την επικοινωνία του τέκνου με τον γονέα με τον οποίο δεν διαμένει και με κάθε άλλο τρόπο παρεμπόδιση της επικοινωνίας» (περ. γ΄), δηλαδή μορφές κακής άσκησης της γονικής μέριμνας (και συνάμα λόγους ολικής ή μερικής αφαίρεσής της).
Εν τούτοις, δεν θα ήταν διόλου περιττό, προς εμπέδωση του αισθήματος ευθύνης εκάστου γονέα απέναντι στον άλλο γονέα και το τέκνο τους, αλλά και για αποφυγή οποιασδήποτε ερμηνευτικής αβεβαιότητας, να προβλεφθούν στην παραπάνω διάταξη νόμου :
α. ως διακριτή περίπτωση κακής άσκησης γονικής μέριμνας, η ψυχολογική χειραγώγηση του τέκνου από τον ένα γονέα (ή συγγενείς του ή τρίτα πρόσωπα υπό την ανοχή του) με σκοπό να αρνείται την επικοινωνία με τον άλλο γονέα και
β. μαχητό τεκμήριο ότι, η επανειλημμένη και για σημαντικό χρονικό διάστημα άρνηση του τέκνου να επικοινωνεί με τον ένα γονέα, οφείλεται σε υπαιτιότητα του άλλου γονέα, ο οποίος να έχει και το βάρος ανταπόδειξης άλλων αιτίων της αρνητικής συμπεριφοράς του τέκνου.
ΙΒ. Όσον αφορά την περίπτωση κακής άσκησης γονικής μέριμνας της Α.Κ. 1514 παρ. 3 στ’ («τέλεση υπό οποιαδήποτε μορφή ενδοοικογενειακής βίας του γονέα προς το τέκνο»), θα πρέπει να διευκρινισθεί ότι :
Ενδοοικογενειακή βία, έστω συγκαλυμμένη (αλλά όχι λιγότερο επικίνδυνη) αποτελεί και η άσκηση ψυχολογικού καταναγκασμού στο τέκνο, δια της χειραγώγησης από τον ένα γονέα, με παράλογους, ψευδείς ή υπερβολικούς ισχυρισμούς και κατηγορίες σε βάρος του άλλου γονέα, με την αποσιώπηση της εικόνας και ύπαρξής αυτού, ακόμη και δια της υποβολής ψεύτικων «αναμνήσεων» για εκείνον στο τέκνο, ώστε να αρνείται την επικοινωνία και να μην έχει σχέσεις με τον άλλο γονέα («σύνδρομο γονεϊκής αποξένωσης»).
Διαβάστε επίσης το Α' Μέρος του άρθρου του Παναγιώτη Κατσικερού:
Η συνεπιμέλεια και η γονεϊκή αποξένωση (Μέρος Α')
------------------
O Παναγιώτης Κατσικερός είναι Εφέτης Αθηνών