Υποδεχόμενοι το 2021 με φόβο και ελπίδα
Όταν το καλοκαίρι του 2019 το σημερινό κυβερνών κόμμα κέρδισε τις εκλογές και ανέλαβε την εξουσία δεν υπήρχαν εμφανείς απειλές στον ορίζοντα της χώρας. Τουλάχιστον έτσι νομίζαμε...
Η νέα κυβέρνηση είχε εξασφαλίσει άνετη αυτοδυναμία, η οικονομία είχε μόλις βγει από την πολυετή κρίση -τραυματισμένη και σε επιτήρηση μεν αλλά οι προοπτικές της ήταν ευοίωνες- και υπήρχε το περίφημο «μαξιλάρι» που έδινε δυνατότητες πολιτικών επιλογών.
Τα μοναδικά ενδεχόμενα απειλών κατά της νέας κυβέρνησης που αναφέρονταν τότε στα δημοσιογραφικά και πολιτικά πηγαδάκια -κυρίως από τους κατ’ επάγγελμα καχύποπτους- ήταν μία απρόβλεπτη εξέλιξη στην οικονομία που θα την οδηγούσε σε νέο εκτροχιασμό, μία νέα έξαρση του Προσφυγικού (ανάλογη με εκείνη του 2015) ή μία μεγάλη κρίση στα ελληνοτουρκικά.
Στον ενάμιση χρόνο που πέρασε μπορούμε να πούμε ότι συνέβησαν και τα τρία, με «μπόνους» την πανδημία του κορωνοϊού, η οποία εκτροχίασε την Οικονομία. Οι φιλόδοξοι στόχοι της κυβέρνησης για ανάπτυξη 4% σήμερα απλώς προκαλεί μειδίαμα. Με την Οικονομία στην καραντίνα, τον τουρισμό «κλειστό», τον εμπόριο σε κατάσταση ασφυξίας, την κατανάλωση στο ναδίρ και την παραγωγή σε καθοδική τροχιά, το μόνο που μπορεί να επιτευχθεί είναι η διαχείριση της κρίσης. «Καλή ή κακή διαχείριση;» είναι μία άλλη συζήτηση -που πρέπει να γίνει και αυτή. Είναι όμως εκ των πραγμάτων διαχείριση. Όχι στρατηγική ανάπτυξης, ούτε πολιτικό πρόγραμμα.
Επίσης στο διάστημα αυτό η κυβέρνηση βρέθηκε αντιμέτωπη με νέες πρωτοφανείς πιέσεις μεταναστευτικών και προσφυγικών ροών στα σύνορα της χώρας, οι οποίες αντιμετωπίστηκαν άγνωστο για πόσο διάστημα, χάρη κυρίως στην από κοινού δράση με την Ευρωπαϊκή Ένωση αλλά και τη δυναμική αντίδραση των μηχανισμών ασφαλείας του κράτους.
Το πρόβλημα αυτό εντάσσεται φυσικά στο ευρύτερο πλαίσιο των προβληματικών σχέσεων της χώρας με την Τουρκία, με την οποία ο κίνδυνος ενός θερμού επεισοδίου έφτασε πολύ κοντά μέσα στο 2020 και ακόμη δεν έχει παρέλθει. Οι σχέσεις με την Τουρκία εξακολουθούν να κινούνται επί ξυρού ακμής και απ’ ό,τι φαίνεται το πλέον αισιόδοξο σενάριο για την νέα χρονιά είναι τα προβλήματα στο Αιγαίο, τη Μεσόγειο και την Κύπρο να διατηρηθούν σε ένα πλαίσιο ελεγχόμενης έντασης. Επίσης, η πιθανή επανέναρξη των διερευνητικών επαφών θα αποτελέσει πεδίο δοκιμασίας για την κυβέρνηση, ανεξαρτήτως της κατάληξής τους.
Η χώρα υποδέχεται το 2021 φορτωμένη με όλα αυτά τα βαρίδια που κληρονομεί από το 2020.
Η μόνη -πλην όμως σημαντική- διαφορά είναι ότι υπάρχουν τώρα δύο αχτίδες αισιοδοξίας:
Η πρώτη αφορά στην προοπτική αναχαίτησης της πανδημίας με τους εμβολιασμούς. Αν αποδώσουν, υπάρχει όπως λένε οι επιστήμονες το ενδεχόμενο σταδιακής επιστροφής σε μια μορφή κανονικότητας από τα μέσα του χρόνου. Από αυτό θα εξαρτηθεί αν και σε ποιο βαθμό θα σωθεί και ο τουρισμός, ο οποίος αν χαθεί για δεύτερη χρονιά, η ζημιά θα είναι ανυπολόγιστη για τη χώρα.
Η δεύτερος λόγος που μας επιτρέπει να αισιοδοξούμε είναι το Ταμείο Αλληλεγγύης της ΕΕ για τον κορωνοϊό, από το οποίο προβλέπεται να αρχίσει η εισροή σημαντικών ποσών που θα δώσουν πνοή στην επανεκκίνηση της οικονομίας. Θαύματα δεν γίνονται, αλλά είναι μία βάση εκκίνησης.
Το 2021 η κυβέρνηση θα έχει εξαντλήσει τυπικά τη μισή τετραετή θητεία της με αυτά τα δεδομένα και έχοντας υποστεί τη φθορά της οικονομικής καταστροφής που προκάλεσε η πανδημία, χωρίς να γνωρίζει ακόμη ποιες άλλες εκπλήξεις την περιμένουν ή αν θα πρέπει να προκαλέσει η ίδια την έκπληξη προκηρύσσοντας πρόωρες εκλογές.
Από την άλλη, για την αντιπολίτευση -και δη την αξιωματική- το διάστημα από το 2018 μέχρι το 2021 είναι πλέον ικανός χρόνος, ώστε να μην δικαιολογείται η όποια αδυναμία να αναπτύξει ώριμες θέσεις και αξιόπιστο πολιτικό λόγο για να διεκδικήσει την εξουσία.
Υποδεχόμενοι το 2021 με φόβο και ελπίδα, η γενική εικόνα της χώρας σε λίγες γραμμές είναι αυτή.