ΑΠΟΨΕΙΣ

Αλλαγή γραμμής από τον Ερντογάν έναντι των ΗΠΑ

Αλλαγή γραμμής από τον Ερντογάν έναντι των ΗΠΑ
AP Photo/Patrick Semansky

Στις Ηνωμένες Πολιτείες έχει επικεντρώσει το τελευταίο διάστημα την προσοχή της η τουρκική διπλωματία, η οποία εργάζεται σιωπηρά και μεθοδικά για να προετοιμαστεί στη μετά-Τραμπ εποχή. Η αμερικανική εξωτερική πολιτική επιστρέφει στην προ-Τραμπ εποχή, όχι όμως και οι αμερικανο-τουρκικές σχέσεις.

Προ ημερών ο Τούρκος πρόεδρος, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, ανακοίνωσε τον διορισμό νέου πρέσβη στην Ουάσινγκτον. Πρόκειται για τον Μουράτ Μερτζάν, γνώστη των τουρκο-αμερικανικών σχέσεων, που έχει ένα ενδιαφέρον πολιτικό προφίλ, το οποίο σκιαγραφεί -θα μπορούσαμε να πούμε- τις προτεραιότητες της Τουρκίας όσον αφορά στις σχέσεις της με τη νέα κυβέρνηση του Τζο Μπάιντεν.

Το όνομα του Μουράτ Μερτζάν ακούστηκε στο παρελθόν όταν ο ίδιος ήταν πρόεδρος της Επιτροπής Εξωτερικών της τουρκικής Εθνοσυνέλευσης και από τη θέση αυτή είχε εργαστεί για να μην περάσει από το αμερικανικό Κογκρέσο το νομοσχέδιο για την αναγνώριση της Γενοκτονίας των Αρμενίων. Παρόμοιους ρόλους δημιουργίας ευνοϊκού για τις τουρκικές θέσεις κλίματος είχε αναλάβει και σε άλλα ζητήματα τουρκικού ενδιαφέροντος. Για παράδειγμα, τουρκικά δημοσιεύματα αναφέρουν ότι ήταν μεταξύ των Τούρκων που έκαναν σημαντικό πολιτικό λόμπινγκ στην Ουάσινγκτον προ ετών, την περίοδο που άρχισαν να επιδεινώνονται οι σχέσεις της Τουρκίας με το Ισραήλ. Φημολογείται ότι ο Μερτζάν έχει επαφές στην αμερικανική πρωτεύουσα σε κύκλους του Κογκρέσου και σε δεξαμενές σκέψης με επιρροή.

Αλλαγή ύφους

Παράλληλα, ο Μουράτ Μερτζάν μέσω των δημόσιων παρεμβάσεών του έχει φροντίσει να διατηρήσει ένα πιο αυτόνομο προσωπικό προφίλ, σε αντίθεση με τον νυν πρέσβη στην Ουάσινγκτον, Σερντάρ Κιλίτς, ο οποίος ξεκίνησε από διπλωμάτης καριέρας και κατέληξε να εκφράζει άκριτα τις θέσεις του Ερντογάν, χάνοντας κάθε ίχνος αξιοπιστίας και κόβοντας τις γέφυρες με κύκλους επιρροή στην αμερικανική πρωτεύουσα. Αυτό δεν σημαίνει ότι ο Μερτζάν δεν είναι έμπιστος του προέδρου Ερντογάν, δεν θεωρείται «όμως και «καμένο χαρτί».

Ο Σερντάρ Κιλίτς έφθασε στην Ουάσινγκτον το 2014, λίγο μετά τις εκλογές και σε μία περίοδο που οι δρόμοι του Ερντογάν με τους Γκιουλενιστές είχαν αρχίσει να χωρίζουν. Είχαν προηγηθεί το Δεκέμβριο του 2013 οι αποκαλύψεις για εμπλοκή σε εκτεταμένα οικονομικά σκάνδαλα συγγενών μελών της κυβέρνησης, συμπεριλαμβανομένων και μελών της οικογένειας Ερντογάν.

Αρχικά ο Κιλίτς κατέβαλε προσπάθειες να ανταποκριθεί πλήρως στον ρόλο του ως διπλωμάτης, εκπροσωπώντας τη χώρα του όπως επιβάλλεται στη σημαντικότερη πρωτεύουσα. Όσο όμως το πολιτικό κλίμα στην Τουρκία πολωνόταν, άρχισε να λειτουργεί φοβικά. Οι επαφές του περιορίστηκαν. Δεν μπόρεσε να χτίσει σχέσεις με αμερικανικά think tank που έχουν επιρροή στους μηχανισμούς εξουσίας. Τη θητεία του επισκίασε μεταξύ άλλων τον Μάιο του 2017 ο ξυλοδαρμός διαδηλωτών εναντίον του Ερντογάν μπροστά στην τουρκική πρεσβευτική κατοικία. Του χρεώθηκε επίσης η «πανωλεθρία» της αναγνώρισης της Αρμενικής Γενοκτονίας από το Κογκρέσο. Γενικά θεωρείται ένα άτομο με τυφλή υπακοή στον Ερντογάν, ειδικά μετά την απόπειρα πραξικοπήματος του 2016, γεγονός που επηρέασε αρνητικά τον ρόλο του στις ΗΠΑ.

Ο Μουράτ Μερτζάν από την άλλη δεν είναι διπλωμάτης καριέρας, αλλά πολιτικοί κύκλοι στην Αγκυρα σχολιάζουν ότι στην παρούσα συγκυρία δεν είναι αυτό το ζητούμενο. Σύμπτωση ή μη, όπως και ο Κιλίτς, προηγούμενο πόστο του ήταν η πρεσβεία στο Τόκιο.

Στα σχόλια του στο Twitter και στις δημόσιες εμφανίσεις του προσπάθησε να διατηρήσει κάποιο επίπεδο. Εξυπακούεται ότι τα σχόλια του ήταν υπέρ του Ερντογάν, αλλά όχι κραυγαλέα, σε βαθμό που να γίνουν γραφικά, όπως έκαναν άλλοι συνάδελφοί του προκειμένου να εκδηλώσουν δημόσια την υπακοή τους στον πρόεδρο.

Πολιτικά, ο Μερτζάν δεν έκρυψε ότι είναι «τέκνο» του τέως προέδρου Αμπντουλάχ Γκιουλ, του πλέον έμπιστου συντρόφου του Ερντογάν στα πρώτα βήματα του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (AKP) στην εξουσία, του ανθρώπου που του παρέδωσε την πρωθυπουργία μετά την εκλογική νίκη το 2002, όταν οι στρατηγοί του είχαν απαγορεύσει να πολιτεύεται, αλλά στη συνέχεια (μετά το πραξικόπημα) οι δύο άνδρες ήλθαν σε σύγκρουση. Φημολογείται ότι ο Μερτζάν διατηρεί ακόμη καλές σχέσεις με τον Γκιουλ. Ακόμη και αυτό το στοιχείο δείχνει ότι ο Ερντογάν έλαβε υπ’ όψη του και κάποια αξιοκρατικά κριτήρια και δεν επέλεξε απλώς έναν πιστό στον ίδιο υπάλληλο, αντιλαμβανόμενος την κρισιμότητα της επιλογής του.

Η παραίτηση Αλμπαϊράκ

Ο διορισμός του Μερτζάν δεν είναι το μόνο βήμα που κάνει η Τουρκία εν όψει της ανάληψης της προεδρίας των ΗΠΑ από τον Τζο Μπάιντεν τον επόμενο μήνα. Πολλοί είναι εκείνοι στην Αγκυρα που επίσης ερμηνεύουν την παραίτηση του υπουργού Οικονομικών και γαμπρού του Ερντογάν, Μπεράτ Αλμπαϊράκ με τις εξελίξεις στον άξονα Αγκυρας - Ουάσινγκτον.

Τον περασμένο μήνα, άρθρο των New York Times επιχείρησε να συνδέσει την παραίτηση Αλμπαϊράκ με την αποχώρηση του Ντόναλντ Τραμπ από τον Λευκό Οίκο. Κάποιοι μάλιστα είχαν κάνει λόγο για το τέλος της λεγόμενης «διπλωματίας των γαμπρών» διατηρούσε ανοικτή γραμμή επικοινωνίας με τον Τζάρεντ Κούσνερ, σύζυγο της κόρης του Τραμπ, Ιβάνκα. Χάρη σε αυτό τον δίαυλο με την οικογένεια Τραμπ εκτιμάται ότι ο Ερντογάν έπεφτε στα «μαλακά», όσον αφορά του ανοικτούς λογαριασμούς του με τις ΗΠΑ, όπως την υπόθεση των ρωσικών πυραύλων S-400, τη δικαστική εκκρεμότητα με την τουρκική τράπεζα Halkbank η οποία κατηγορείται ότι έσπασε το εμπάργκο κατά του Ιράν ή την τουρκική εισβολή στη βόρεια Συρία.

Άνοιγμα και προς το Ισραήλ

Στο πλαίσιο του ανοίγματος που επιχειρεί ο Ερντογάν στις ΗΠΑ εντάσσεται και η πληροφορία ότι η Αγκυρα ετοιμάζεται να στείλει και πάλι πρέσβη στο Ισραήλ, τον οποίο είχε ανακαλέσει από τον Μάιο του 2019. Την πληροφορία μετέδωσε το Al Monitor, που ειδικεύεται σε θέματα Μέσης Ανατολής, χωρίς προς το παρόν να έχει επιβεβαιωθεί. Σύμφωνα με το δημοσίευμα καθήκοντα Τούρκου πρεσβευτή στο Τελ Αβίβ ο Ουφούκ Ουλουτάς, επικεφαλής του Κέντρου Στρατηγικών Μελετών (SAM) του τουρκικού ΥΠΕΞ. Ο Ουλουτάς εκτός από τις ακαδημαϊκές περγαμηνές σε θέματα εβραϊκής ιστορίας και ισραηλινής πολιτικής, έχει επίσης πλούσιο συγγραφικό και ερευνητικό έργο σχετικά με την αμερικανική πολιτική στη Μέση Ανατολή.

Στις αρχές του μήνα υπήρξαν δημοσιεύματα σε εβραϊκά και αγγλόφωνα μέσα ότι η Τουρκία επιχειρεί να ρίξει γέφυρες προς την πλευρά του Ισραήλ και ερμηνεύτηκαν μεταξύ άλλων και ως μια προσπάθεια να παρουσιαστεί η Αγκυρα με ένα νέο πρόσωπο απέναντι στην νεά κυβέρνηση Μπάιντεν, αφού πρόσφερε όλα τα προηγούμενα χρόνια την υποστήριξη της προς τον Ντόναλντ Τραμπ. Δεν αποκλείεται δημοσιεύματα όπως αυτά να αποτελούν προσπάθεια της Τουρκίας να σφυγμομετρήσει τις αντιδράσεις σε ΗΠΑ και Ισραήλ, ωστόσο και ως τέτοια έχουν τη σημασία τους.

Για την ιστορία πάντως, ισραηλινοί αναλυτές φαίνεται να αντιμετωπίζουν με καχυποψία της τουρκικές κινήσεις. Ένα δείγμα μάλιστα για το κλίμα στο Ισραήλ έναντι της Τουρκιάς έδωσε η εφημερίδα Jerusalem Post. Σε άρθρο του ο Seth Frantzman υποστηρίζει ότι η Τουρκία αρνείται να αλλάξει και θέλει απλώς να θολώσει τα νερά, σημειώνοντας τις σχέσεις της με την παλαιστινιακή οργάνωση Χαμάς και το Ιράν. Όσον αφορά τον διορισμό Τούρκου πρέσβη, ο Ισραηλινός αρθρογράφος υπενθυμίζει ότι ο Ουφούκ Ουλουτάς ήταν εκείνος που έγραψε το 2013 πως ο σιωνισμός είναι μια «πολιτιστικά / θρησκευτικά ρατσιστική» ιδεολογία. Η «συμφιλίωση» θα σήμαινε ότι το Ισραήλ θα χάσει συμμάχους και η Τουρκία θα συνεχίσει να φιλοξενεί τρομοκράτες της Χαμάς και να αποκαλεί το Ισραήλ μια ναζιστική χώρα.

Η απρόβλεπτη νέα Τουρκία

Σε κάθε περίπτωση όλα αυτά είναι ενδείξεις -και μένει στην πράξη να φανεί- αν πρόκεται για τακτικισμούς της πλευράς Ερντογάν, υποδηλώνουν ειλικρινή αλλαγή στάσης της Τουρκίας ή κάτι άλλο.

Η Τουρκία κινείται εδώ και πολύ καιρό σε αχαρτογράφητα νερά. Για τη σημερινή Τουρκία δεν υπάρχουν σημεία αναφοράς στο παρελθόν, είναι μία νέα κατάσταση. Αυτά που χαρακτηρίζονται συχνά τουρκικοί τακτικισμοί δεν αποκλείεται να είναι έμπρακτη έκφραση της γνήσιας πεποίθησης και της στρατηγικής επιλογής αυτή της νέας Τουρκίας, η οποία διατίθεται να καταβάλλει και το αντίστοιχο τίμημα.

Το βάρος σηκώνουν οι ΗΠΑ

Με δεδομένη την αδυναμία που δείχνει η Ευρωπαϊκή Ένωση να λάβει αποφάσεις σε σχέση με την Τουρκία, το βάρος της διαμόρφωσης των σχέσεων της Τουρκίας με τη Δύση πέφτει στις Ηνωμένες Πολιτείες.

Δεν είναι η πρώτη φορά που συμβαίνει και όχι μόνο με την Τουρκία. Σε όλα τα μεγάλα διεθνή προβλήματα, από την εποχή των Πολέμων στην πρώην Γιουγκοσλαβία, η Ευρώπη αδυνατούσε να επιδείξει αποφασιστικότητα και ακολουθούσε στο δρόμο που άνοιγε η Ουάσινγκτον.

Την πραγματικότητα αυτή αποδέχτηκε η ΕΕ με τον πλέον επίσημο τρόπο στην τελευταία Σύνοδο Κορυφής, στα συμπεράσματα της οποία αναφέρεται απροσχημάτιστα ότι: «Η ΕΕ θα επιδιώξει να συντονισθεί σε θέματα που αφορούν την Τουρκία και την κατάσταση στην Ανατολική Μεσόγειο με τις ΗΠΑ».

Έτσι, απουσία της ΕΕ, το βάρος στο να τεθούν όρια στο ρόλο της Τουρκίας στην περιοχή -και όχι μόνο- θα αναλάβει η κυβέρνηση Μπάιντεν, η οποία διαθέτει στελέχη που γνωρίζουν πολύ καλά την Τουρκία.

Ο Ερντογάν προφανώς προετοιμάζεται για να υποδεχτεί τον «νέο σερίφη στην πόλη». Ωστόσο δεν αρκεί απλώς η αλλαγή ενός πρέσβη, όσο ικανός κι αν είναι αυτός. Υπάρχουν ανοικτά μέτωπα, με κυριότερο εκείνο των ρωσικών πυραύλων S-400, το Κουρδικό, η ένταση στην Ανατολική Μεσόγειο, οι σχέσεις της Αγκυρας με τη Ρωσία και έξι χρόνια χαμένα χρόνια στη διάρκεια των οποίων οι αμερικανοτουρκικές σχέσεις επιδεινώνονταν συνεχώς. Ακόμη και ο Τραμπ δεν μπόρεσε να εμποδίσει την ψήφιση από τη Γερουσία των κυρώσεων κατά της Τουρκίας και τις αφήνει κληρονομιά στη νέα κυβέρνηση.

Ο δρόμος των αμερικανο-τουρκικών σχέσεων θα είναι μακρύς...