ΑΠΟΨΕΙΣ

Γιάννης Τσίρος: Άγριος σπόρος, Ομάδα ΝΑΜΑ, Θέατρο «Επί Κολωνώ», 2016

«Πρέπει να ζήσουμε. Κι αν δεν μας επιτρέψει ο νόμος να ζήσουμε ... θα τον καταπατήσουμε». Ξεκινώ με τον ηθοποιό λοιπόν, γιατί αν και τα λόγια αυτά ανήκουν στον συγγραφέα Γιάννη Τσίρο, ανήκουν εξίσου και στον Τάκη Σπυριδάκη.

Ξεκινώ από τον ηθοποιό γιατί τολμά και επιστρέφει από τον κινηματογράφο στην απηνή δοκιμασία της σκηνής (θυμάμαι τον Κουλοχέρη του Σποκέιν του Martin McDonagh το 2013). Τώρα που το «μάτι» της κάμερας απουσιάζει και έρχεται ενώπιος ενωπίω με τους θεατές, μεταφέρει μπροστά τους όλη την ατίθαση κουλτούρα του περιθωρίου, της αντισυμβατικότητας ή της παράβασης, την κουλτούρα της νύχτας, δηλαδή των ανθρώπων εκείνων που υφαίνουν τον άνεμο και μαραίνονται μόνοι τους στη σκιά, αν όχι στην ανυποληψία.

Ο βραδυβάμων Σπυριδάκης, η νυχτερινή φιγούρα μιας εποχής που τρεφόταν με το σκοτάδι, τον ιδρώτα και τον καπνό, με τον καπνό από ό,τι κι αν μπορούσε να καεί· μιας εποχής που δεν λέει να παρέλθει, που δεν μας κάνει το χατίρι να σωπάσει, καθώς δεν υπακούει σε σουρντίνες και απάδει στη δική μας αυτοϊκανοποιούμενη, ψηφιακή μυθολογία. Δείγμα μιας άλλης εποχής; Μάλλον δήγμα και κνησμός στην τριφηλή σάρκα της μετανεωτερικότητας, στο αυτάρεσκο μεταδραματικό παράδειγμα, που απεχθάνεται τον ρεαλισμό, όπως το γυμνό δέρμα την παρέα μιας σφήγκας. Στη στερεοτυπική ρητορική της μεταδραματικής θεωρίας και των παραφυάδων της δεν χωράει ο ρεαλισμός και η κεντρική πεποίθησή του ότι κάπου εκεί έξω (ή κάπου εδώ μέσα) υπάρχει κάτι που ονομάζεται «πραγματικότητα» και μπορεί να αναπαρασταθεί σκηνικά και γλωσσικά.

Στο Θέατρο επί Κολωνώ τελείται αυτή η αναπαράσταση με λιτότητα και ακρίβεια, κυρίως δε με τρόπο ώστε να αναδειχθεί η σύνθετη εικόνα της πραγματικότητας και το ψηφιδωτό από τις μισές αλήθειες που κυκλώνουν τη ζωή. Μισή αλήθεια ο καντινιέρης των Ευρωπαίων και άλλη μισή η εμπορική εκμετάλλευση της καλοπιστίας τους. Μισή αλήθεια ότι η χώρα τρώει τα παιδιά της και άλλη μισή ότι αυτά γυρίζουν και τη δαγκώνουν. Ο ρεαλισμός του Άγριου σπόρου είναι ρεαλισμός των ημι-τονίων· δεν είναι καταγραφικός, ούτε παρατακτικός, αλλά σπειροειδής: η διαδρομή της σπείρας οδηγεί στο μέσο μιας απόστασης και μετά ακολουθεί κυκλικά και ανοδικά αντίστροφη τροχιά για να επανέλθει και να ξαναφύγει. Όλα γίνονται στα μισά της διαδρομής και όλα μένουν στη μέση: στη μέση του καλοκαιριού, στη μέση μιας σιωπηλής ερωτικής σχέσης, στα μισά της προσπάθειας για οικονομική αποδέσμευση, στα μισά μιας παλαιάς φιλίας, στη μέση ενός οικογενειακού δεσμού, με μια υποτυπώδη αστυνομική πλοκή να λύνεται μάλλον εύκολα από μια τυχαία πληροφορία, χωρίς όμως να απαλείφονται εντέλει όλες οι υπόνοιες. Η νομιμότητα της ανάκρισης και αυτή εκπνέει εν μέση οδώ, όπως μάλλον και η αθωότητα με την ενοχή.

Τα κεφάλαια της δραματικής αφήγησης: η σύζυγος έχει φύγει μάλλον οριστικά, τα χρέη σωρεύονται σαν την άμμο γύρω από την καντίνα, ο ιοβόλος αέρας που δεν φτάνει μόνο από το χοιροστάσιο, απελπισμένες κραυγές των ζώων που σκεπάζονται από κλασικές μελωδίες και ίσως σκεπάζουν άλλες υπόκωφες κραυγές, ανθρώπινες αυτή τη φορά. Αλλά και η δειλή ουδετερότητα των κατοίκων του διπλανού χωριού. Κάποιοι, από φόβο, κρύβονται στη σιωπή της αδιαφορίας, καθώς αντλούμε συχνά κουράγιο από τον φόβο των άλλων για να σβήσουμε λίγο από τον δικό μας. Κάποιοι άλλοι ρίχνουν λάδι στη φωτιά της υποψίας που περικυκλώνει σταδιακά τον χώρο της καντίνας, ενώ κάποιοι άλλοι κάνουν απλώς τη δουλειά τους. Πάντα υπάρχουν αυτοί που «κάνουν απλώς τη δουλειά τους». Διαδεδομένο είδος.

Το έργο του Τσίρου φαίνεται να έχει γραφτεί για τον Σπυριδάκη. Όχι μόνο διότι ο ηθοποιός αυτός είναι ένας άγριος σπόρος, απλός και απέριττος μέσα στον κόσμο του θεάματος, αλλά και γιατί, με ένα περίεργο τρόπο, κείμενο και ηθοποιός, μυθοπλασία και ενσώματη παρουσία, θυμίζουν παραδόξως ένα βότσαλο με δύο όψεις: μία λεία, δουλεμένη από το κύμα και μία άγρια, δουλεμένη από τον χρόνο. Από την άλλη, η κουλτούρα της νύχτας, η αύρα του ηθοποιού, ανιχνεύεται εν πολλοίς και στο πρόσωπο του Σταύρου. «Πρέπει να ζήσουμε». Και θα ζήσουμε οπουδήποτε, οπωσδήποτε, ακόμα και αν δεν το επιτρέπει ο νόμος, σε πείσμα οποιουδήποτε. Όταν εντολείς και εντολοδόχοι μοιράζονται την ίδια αθλιότητα, αυτό που μετράει είναι η αγριότητα του σπόρου: μια κουρασμένη αντίσταση στην ιστορική πραγματικότητα, αλλά ακόμα ατίθαση.

Μια ύπουλη μοναξιά παρά την παρουσία των τουριστών (ή ίσως εξαιτίας της;), ένας μοναχικός ψίθυρος κάτω από τα λόγια της κόρης και του πατέρα, λες και έχουν κάνει μυστική συμφωνία με την ατυχία, την κακοτυχία, αλλά και την αποτυχία. Δίπλα στον πατέρα η κόρη Ντάνη Γιαννακοπούλου σε πρόωρη και βίαιη ενηλικίωση, βγάζει ζεστασιά από τις πληγές της, θυμίζοντας όμως συνεχώς ότι οι ευθύνες δεν είναι μονομερείς. Ο Ηλίας Βαλάσης αναλαμβάνει με επάρκεια να διατυπώσει το ένστολο κέλευσμα του εντολοδόχου, αντισταθμίζοντας το ματαιωμένο ανδρικό κάλεσμα. Η σκηνογραφία του Γιώργου Χατζηνικολάου, αναπαραστατικό και μετωνυμικό συνάμα, ζωντανεύει επί σκηνής τις απουσίες, υποστηρίζοντας συνεχώς το υποκριτικό έργο. Η Ελένη Σκότη καταφέρνει και σκηνοθετεί τους ψιθύρους κάτω από τις λέξεις, αυτό που συνήθως διαφεύγει, με σημαίνουσες σιωπές, με νωχελικές χειρονομίες που συνομιλούν με κοφτές και βιαστικές κινήσεις και με την ενορχήστρωση γρήγορων ρυθμών στον σκηνικό βηματισμό.

* Ο Γιώργος Π. Πεφάνης είναι αναπληρωτής καθηγητής Φιλοσοφίας και θεωρίας του θεάτρου και του δράματος στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών και κριτικός θεάτρου.

ΔΗΜΟΦΙΛΗ

× Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies. Με τη χρήση αυτού του ιστότοπου, αποδέχεστε τους Όρους Χρήσης