Χαίρε, Καίσαρ!
Ο Έντουαρντ Μάνιξ (Τζός Μπρόλιν) είναι παραγωγός της Χολιγουντιανής εταιρίας Capitol. Η βασική του δουλειά όμως είναι αυτή του fixer, του ανθρώπου δηλαδή που κάνει τη βρώμικη δουλειά των στούντιο.
Που διορθώνει τα λάθη, κουκουλώνει τα σκάνδαλα, φροντίζει την εικόνα των ηθοποιών. Η ταινία ξεκινά όταν ένας από τους μεγαλύτερους σταρ της εταιρίας (Τζορτζ Κλούνι) πέφτει θύμα απαγωγής κατά τη διάρκειατων γυρισμάτων της μεγαλύτερης παραγωγής του στούντιο, της ταινίας Χαίρε Καίσαρ!, μιας ταινίας τύπου sword-and-sandal, όπου οι ρωμαίοι έρχονται σε επαφή με το μήνυμα του χριστιανισμού.
Η ταινία ουσιαστικά δομείται πάνω στην αρχετυπική κοενική αφήγηση: άθελα του ο πρωταγωνιστής βρίσκεται μπλεγμένος σε μια κατάσταση από την οποία προσπαθεί να ξεφύγει ή προσπαθεί να διορθώσει.
Το τυχαίο, το μάταιο και το βλακώδες εδώ, όπως και σε όλες τις ταινίες των Κοέν (κωμικές ή τραγικές, αλλά πιο συχνά ένα κράμα των δύο), ορίζουν την μοίρα του πρωταγωνιστή και των πρωταγωνιστών. Πάνω στον σκελετό αυτό, οι Κοέν χτίζουν τα διακριτά τους στοιχεία: τους παράδοξους χαρακτήρες και τις παράλογες καταστάσεις,τη συλλογή λεπτομερειών, τους ζωηρούς διαλόγους και τις διακειμενικές αναφορές τους.
Η επιτυχία μιας ταινίας των Κοέν συνήθως ορίζεται από την σχέση αυτών των δύο στοιχείων, του συγκεκριμένου τρόπου πλοκής και των σημείων του κοενικού σύμπαντος.
Στο Χαίρε, Καίσαρ! η πλοκή μοιάζει (συγκριτικά με άλλες τους ταινίες) χαλαρή -αν όχι πλαδαρή-, ενώ οι αναφορές αγγίζουν κάποιες φορές το εξεζητημένο. Παρ όλα αυτά, μια ταινία δεν μπορεί να υπάγεται στην λειτουργικότητα ενός κουρδίσματος. Εξαρτάται σίγουρα από αυτό, αλλά δεν εξαντλείται σε αυτό.
Οι Κοέν δημιουργούν μια αφηγηματικά προσβάσιμη και απολύτως βατή ταινία (ίσως την πιο βατή μετά το Intolerable Cruelty) με τεράστιο ενδιαφέρον σε επίπεδο αναφορών, με μια πινακοθήκη χαρακτήρων και καταστάσεων αποτυπωμένη με μυθολογική ακρίβεια και μυθιστορηματική λεπτομέρεια.
Το πιο ενδιαφέρον στοιχείο της ταινίας είναι πως οι Κοέν επιλέγουν να αφηγηθούν μια εποχή όχι μέσα από τα γεγονότα αλλά μέσα από τις κινηματογραφικές τις εξιστορήσεις. Επιλέγουν μια μεταιχμιακή εποχή, αυτή της δεκαετίας του ’50 και αναπαριστούν όλη την μπαρόκ και νεκρή της αφήγηση.
Τις επικές ταινίες εποχής, τα μιούζικαλ, τα ρομάντζα της πεντάρας σε φόντο άγριας δύσης, τα εξεζητημένα δράματα, τις ταινίες με σκηνές συγχρονισμένης κολύμβησης. Σταθερό σημείο αναφοράς στο έργο των Κοέν, η ίδια η ταινία είναι δομημένη με τα χαρακτηριστικά του φιλμ νουάρ, με πιο ευδιάκριτο αυτό του voiceover. Το Χαίρε, Καίσαρ! είναι η πιο σινεφίλ ταινία δύο φανατικά σινεφίλ δημιουργών. Ένας κόσμος αναπαράστασης ενός κόσμου αναπαράστασης, ένα παιχνίδι με καθρέφτες που νοσταλγεί, ειρωνεύεται και κρίνει την καταγωγή του, τα ίδια τα υλικά από τα οποία έχει χτιστεί.
Όπως σχεδόν σε όλες τις ταινίες των Κοέν είναι το δεύτερο επίπεδο αυτό που προσθέτει βάθος και πολλαπλότητα στην ταινία. Ο τρόπος με τον οποίο παρουσιάζεται, αλλά και εικονοποιείται η θρησκευτική αντίληψη της εποχής, η αντιστοιχία του τρόπου αυτού με την λειτουργία της ίδιας της εταιρίας - και κατ’ επέκταση του καπιταλισμού της εποχής-, η κυριαρχία των οικιακών ηλεκτρικών συσκευών, ο ερχομός της τηλεόρασης, ο πουριτανισμός, η λειτουργία του κουτσομπολιού ως αναπόσπαστου στοιχείου της κινηματογραφικής βιομηχανίας.
Πηγή: Μovie Picture
Η μάζωξη των κομουνιστών σεναριογράφων, όπου καταγράφεται τόσο η αντίληψή τους για το Χόλυγουντ όσο και οι μέθοδοι που μετέρχονται ώστε να την αντιμετωπίσουν, είναι ένα από τα πιο παράδοξα και ταυτόχρονα πιο ενδιαφέροντα στοιχεία της ταινίας. Οι Κοέν δεν καταγγέλλουν το Χόλυγουντ αλλά εγκολπώνουν την κριτική σε αυτό ως νόμιμο στοιχείο της ιστορίας του.
Το Χαίρε, Καίσαρ! νοσταλγεί και ταυτόχρονα σαρκάζει, σε μια ταινία που μπορεί να ιδωθεί ως ευχάριστη κωμωδία και μαζί ως πολιτική κριτική της βιομηχανίας ονείρων, των μέσων που μετέρχεται και των σχέσεων που δημιουργεί. Το ποια από τις δύο ταινίες θα παρακολουθήσει ο θεατής, είναι επιλογή του.
*Συγγραφέας - Κριτικός Θεάτρου (tsalapatis.blogspot.gr)