Η Ουκρανία στη δίνη του Υβριδικού Πολέμου
Τους τελευταίους μήνες παρατηρείται μία σχετική ηρεμία στην περιοχή της ανατολικής Ουκρανίας.
Το γεγονός αυτό έχει οδηγήσει πλήθος παρατηρητών και αναλυτών στο συμπέρασμα ότι αυτή η στρατιωτική κρίση έχει περάσει πλέον στο χρονοντούλαπο της ιστορίας. Ωστόσο, αυτό δεν είναι αληθές. Η ρωσική πλευρά εξακολουθεί να χρησιμοποιεί τακτικές και μεθόδους προκειμένου να δημιουργήσει και να ενισχύσει την κρίση στο εσωτερικό της Ουκρανίας. Οι προσεγγίσεις αυτές μας παραπέμπουν άμεσα στον υβριδικό πόλεμο.
Τι είναι όμως ο υβριδικός πόλεμος;
Οι στρατηγιστές γνωρίζουν πολύ καλά ότι οι μεγάλες και συντονισμένες στρατιωτικές επιχειρήσεις (με συμβατικά μέσα πολέμου) με στόχο την αποφασιστική νίκη, δεν αποτελούν το μοναδικό τρόπο με τον οποίο διεξάγεται ένας πόλεμος.
Σχεδόν στο σύνολο των αναλύσεων, αποτελεί κοινό σημείο αναφοράς το γεγονός ότι μία ευθεία στρατιωτική σύγκρουση ανάμεσα σε δύο πλευρές, λειτουργεί προς όφελος του ισχυρότερου. Στον αντίποδα, οι τακτικές που εμπεριέχουν την επιδεξιότητα, τις επιχειρήσεις σε στάδια και τη μη άμεση σύγκρουση με τον αντίπαλο, λειτουργούν προς όφελος του ασθενέστερου.
Οι τακτικές αυτές περιλαμβάνουν την προπαγάνδα, καθώς και χτυπήματα στα αδύναμα σημεία του εχθρού. Πλέον, το σύγχρονο πεδίο της μάχης ανάμεσα σε αντιπάλους που παρουσιάζουν μεγάλη διαφορά στις στρατιωτικές τους δυνατότητες, χαρακτηρίζεται από το συνδυασμό στοιχείων συμβατικού και μη συμβατικού πολέμου.
Είναι κατά συνέπεια προφανές ότι, σε κάποιες πολεμικές αποστολές μπορεί να χρησιμοποιηθούν μεγάλοι στρατιωτικοί σχηματισμοί, ενώ κάποιες άλλες αποστολές μπορεί να απαιτούν μικρότερους σχηματισμούς, μεγαλύτερη ευελιξία, ακόμη και μυστική δράση προκειμένου να καταφερθεί ένα χτύπημα κατά του αντιπάλου.
Σε έναν από τους συνήθεις ορισμούς που απαντώνται στη διεθνή βιβλιογραφία, αναφέρεται ότι ο υβριδικός πόλεμος αποτελεί μία στρατιωτική στρατηγική η οποία συνδυάζει στοιχεία συμβατικών επιχειρήσεων, μη συμβατικού πολέμου, όπως επίσης και κυβερνοπολέμου. Μέθοδοι όπως η προπαγάνδα, η παραπληροφόρηση, η άσκηση πολιτικής πίεσης και η έμμεση ή άμεση υποστήριξη σε εξτρεμιστικούς πολιτικούς σχηματισμούς, αποτελούν μόνο μερικά από τα συνθετικά στοιχεία του υβριδικού πολέμου.
Η κρίση στο εσωτερικό της Ουκρανίας ενισχύεται με τρεις τρόπους. Πρώτον, η Ουκρανία αποτελεί το θύμα μίας «παραδοσιακής» πλέον στρατιωτικής επιθετικότητας (μυστικής και μη) από τη ρωσική πλευρά. Μία επιθετικότητα που μπορεί να φαίνεται πως έχει εξασθενίσει, αλλά συνεχίζει να υπάρχει. Δεύτερον, το Κίεβο υποφέρει από τις οικονομικές συνέπειες αυτού του πολέμου. Τρίτον, το Κρεμλίνο έχει εξαπολύσει έναν πολυδιάστατο, μη στρατιωτικό υβριδικό πόλεμο κατά της Ουκρανίας. Πρόκειται για έναν πόλεμο που δεν είναι τόσο ορατός στη Δύση. Οι οικονομικές κυρώσεις, οι καμπάνιες προπαγάνδας, οι μυστικές επιχειρήσεις πληροφοριών, οι κυβερνοεπιθέσεις, οι εμπλοκές σε επίπεδο διπλωματίας και η άσκηση πολιτικής πίεσης, αποτελούν τα βασικά στοιχεία του υβριδικού πολέμου που έχει εξαπολυθεί από τη Ρωσία κατά του Κιέβου. Ένας πόλεμος που έχει ως στόχο την ανατροπή της πολιτικής ηγεσίας και που επιφέρει δυσβάσταχτες συνέπειες για την ουκρανική οικονομία και κοινωνία.
Στην περιοχή Ντονμπάς για παράδειγμα, η ρωσική πλευρά, προς ενίσχυση των τοπικών φιλορωσικών διοικήσεων, έχει αποστείλει μία ιδιαίτερα αυξημένη δύναμη αρμάτων μάχης. Η εν λόγω συγκέντρωση στρατιωτικής δύναμης δεν αφορά μόνο στην προετοιμασία για κάποια επιθετική ενέργεια.
Αποτελεί το εργαλείο της προβολής της ρωσικής ισχύος στην ανατολική Ουκρανία, όπως επίσης και μία συνεχή απειλή κατά του αδύναμου στρατιωτικά Κιέβου. Την ίδια στιγμή, η ανάπτυξη των στρατιωτικών δυνάμεων στα ρωσο-ουκρανικά σύνορα στρέφει το ενδιαφέρον του ουκρανικού πληθυσμού μακριά από τα σημαντικά κοινωνικά – πολιτικά και οικονομικά ζητήματα και οδηγεί σε οικονομικές δαπάνες για την εξασφάλιση αμυντικών ικανοτήτων και όχι για την κάλυψη των βασικών αναγκών της ουκρανικής κοινωνίας.
Ωστόσο, τα παραπάνω – τα άμεσα αποτελέσματα / συνέπειες - δεν αποτελούν το βασικό άξονα του υβριδικού πολέμου κατά του Κιέβου. Φαίνεται πως ο σχεδιασμός έχει μεγαλύτερο βάθος και αγγίζει τομείς όπως η ψυχολογία, η κοινωνία, η πολιτική και η οικονομία. Ο ουκρανικός πληθυσμός, βρισκόμενος όλο αυτόν τον καιρό σε μία ρευστή κατάσταση, εγκλωβισμένος ανάμεσα στην ηρεμία και στην ένταση, τον πόλεμο και την ειρήνη, την ασφάλεια και την ανασφάλεια, αποδυναμώνεται συνεχώς.
Οι οικονομικές, πολιτικές, ψυχολογικές, στρατιωτικές και διπλωματικές «παρενοχλήσεις» από τη ρωσική πλευρά φαίνεται πως εμποδίζουν τις όποιες μεταρρυθμίσεις στην Ουκρανία. Μεταρρυθμίσεις που θα βοηθούσαν το Κίεβο να εξέλθει της κρίσης.
Οι περιοχές στις οποίες κατοικούν ρωσόφωνοι (κυρίως περιοχές στα σύνορα με τη Ρωσία και κατά μήκος της Μαύρης Θάλασσας και της Θάλασσας του Αζόφ), χαρακτηρίζονται από αστάθεια και απογοήτευση των κατοίκων. Οι ντόπιοι επιχειρηματίες αποθαρρύνονται και το ίδιο συμβαίνει και με όλους τους νέους που αποφοιτούν από σχολές και πανεπιστημιακά ιδρύματα. Η διεθνής κοινότητα βρίσκεται σε νευρικότητα, ενώ οι ξένοι επενδυτές αδρανούν λόγω της αστάθειας και της αβεβαιότητας.
Η τακτική αυτή μπορεί τελικά να οδηγήσει στην απομόνωση, στην ύφεση, στη ριζοσπαστικοποίηση και στη βία σε όλες της περιοχές της ανατολικής Ουκρανίας. Ενδεχομένως, η λογική πίσω από αυτή την προσέγγιση είναι αυτές οι περιοχές να «πέσουν» κάποια στιγμή αναίμακτα στην αγκαλιά της μητέρας Ρωσίας.
Ακολουθώντας πιστά όλο το προαναφερθέν πλαίσιο, το Κρεμλίνο εμποδίζει την ενότητα, την ομόνοια και τον εξευρωπαϊσμό της Ουκρανίας. Απομακρύνει το Κίεβο από το όνειρο της σύνδεσης και της συνεργασίας με την Ευρωπαϊκή Ένωση και θέτει τις βάσεις για τη γεωγραφική επέκταση που προσδοκά η Μόσχα.
Τον τελευταίο καιρό ο υβριδικός πόλεμος αποτελεί ένα ιδιαίτερα «δημοφιλές» θέμα. Το κατά πόσο το είδος αυτού του πολέμου είναι κάτι νέο ή όχι, αποτελεί ένα ερώτημα που σίγουρα χρίζει περαιτέρω ανάλυσης. Το σίγουρο είναι πως, τόσο το ΝΑΤΟ, όσο και η Ευρωπαϊκή Ένωση έχουν στρέψει το ενδιαφέρον τους στο εν λόγω ζήτημα και έχουν ήδη ξεκινήσει τη συνεργασία τους για την αντιμετώπιση των υβριδικών απειλών.
*Ο Χρήστος Διαμαντόπουλος είναι Διδάκτωρ Διεθνών Σχέσεων του Τμήματος Διεθνών, Ευρωπαϊκών και Περιφερειακών Σπουδών του Πάντειου Πανεπιστημίου