«Με λίγες λέξεις ζεις· και πεθαίνεις. Και γράφεις»
Η Μέλπω Αξιώτη (1905-1973) εμφανίστηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1930 με τρία μοντερνιστικά κείμενα που ανάβλυζαν ορμητικά μέσα από την ελληνική γλώσσα, πρότυπη και διαλεκτική, προσδίδοντας μια νέα, πρωτόγνωρη διάσταση στην πεζογραφία της γενιάς του 1930.
Έλεγχε πλήρως την τεχνική του εσωτερικού μονολόγου που στα πρώτα, όπως και στα τελευταία έργα της, ήταν ακριβέστατα ροή της συνείδησης.
Λόγος που κυλούσε και παρακολουθούσε ελεύθερα τη δημιουργία και τη συνεχή αναδημιουργία μιας γυναικείας ταυτότητας, μέσα από τις διαφορετικές γυναικείες περσόνες που δημιουργούσε, και του κόσμου της, όπου σταδιακά η Ιστορία εισέβαλε με όλο και μεγαλύτερη ορμή, κόβοντας τη ζωή της σε μικρά κομμάτια.
Ένα για τη συγγραφή, ένα για τον αγώνα, ένα για τον έρωτα. Κάθε κατατεμαχισμός κι απόσπαση από το νοητό και ποθητό όλον κι ένας μικρός θάνατος. Το βίωμα της εγκατάλειψης με την αποχώρηση της μητέρας από την οικογενειακή σκηνή στη βρεφική ηλικία, η δύσκολη επανασύνδεση, η απάρνηση της μοντερνιστικής γραφής στο όνομα του σοσιαλιστικού ρεαλισμού, η αντίσταση, ο εμφύλιος, ο πόνος και ο φόβος, ο θάνατος.
Όλα για την πατρίδα και την ιδέα. Κι έπειτα μένει μόνο η ιδέα. «Θάνατος είναι κι αυτός τώρα ο χωρισμός. Δεκαεπτά ολόκληρα χρόνια, μακριά από την πατρίδα σου» (Κάδμω, 84). Φεύγει για να γλιτώσει τη ζωή της, το 1947, και πηγαίνει στο Παρίσι. Συνεχίζει την αγωνιστική της δράση, ο μεταφρασμένος Εικοστός αιώνας της χαρίζει την αναγνώριση της διεθνούς διανόησης.
Το Παρίσι, ο λογοτεχνικός μεσημβρινός, ο τόπος της ελευθερίας που αγαπά από τα παιδικά της χρόνια η γαλλοθρεμμένη Αξιώτη, της επιτρέπουν να ελπίσει σε μια νέα ενότητα, της ιδέας, της συγγραφής, του έρωτα. Τρεμάμενη ελπίδα, όπως αποδεικνύει το τέλος του γαλλικού της μυθιστορήματος Ρεπυμπλίκ-Βαστίλλη (Άγρα 2014), όπου η ηρωίδα, η Λίζα, απελαύνεται στις ανατολικές χώρες.
Η πραγματική απέλαση θα έρθει το 1950. Μαζί κι η σιωπή, η μοναξιά, που δεν την κατοικούν ούτε τα πρόσωπα του έργου της που άφησε πίσω της ορφανό, ούτε καν οι μυκονιάτικες λέξεις που έγραψαν την παιδική της ηλικία, τίποτε. Μόνο το όνειρο μιας επιστροφής που θα είναι άλλο από αυτό που περίμενε. «Θάνατος είναι και ο διχασμός της ζωής» (Κάδμω, 84).
Η Μέλπω Αξιώτη ομιλήτρια στο Συνέδριο των υποστηρικτών της ειρήνης στο Παρίσι το 1949. Bataille de la vie.
Το 1965, η Αξιώτη επιστρέφει στην Ελλάδα και εκδίδει την ίδια χρονιά το πεζογράφημα Το σπίτι μου. Η τρίτη φάση της δημιουργίας της έχει ξεκινήσει, όμως, πριν από την επιστροφή της, με την ποίηση να την επανασυνδέει με τις λέξεις που τόσο στερήθηκε (Κοντραμπάντο, 1959· Θαλασσινά, 1962).
Ο Κέδρος ξανατυπώνει σιγά-σιγά τα βιβλία της, της είχε στείλει τις Δύσκολες νύχτες σε νέα έκδοση πριν επιστρέψει. Την ευφορία της επιστροφής διαδέχεται η διάψευση, η ερημιά, η απελπισία. Το ρήγμα ανάμεσα στο πριν και το μετά της εξορίας δύσκολα γεφυρώνεται. Παρά τους λιγοστούς φίλους που τη στηρίζουν, η Αξιώτη έχει στερηθεί τα πάντα, είναι μόνη και μοναξιασμένη, τίποτα δεν μπορεί να γυρίσει πίσω και να της ξαναδώσει τη ζωή της εκεί που τη σταμάτησε ο πόλεμος κι η εξορία.
Αυτή την τεράστια πίκρα, μαζί με την αγωνία για το μέλλον του έργου της καταθέτει στην Κάδμω, το τελευταίο βιβλίο που έγραψε με την παρότρυνση και τη συμπαράσταση του Γιάννη Ρίτσου, και δημοσιεύτηκε έναν μόλις χρόνο πριν από τον θάνατό της. Λέει και ξαναλέει: «Τότε [όταν ξεκίνησε να γράφει] είχες μπροστά σου τουλάχιστον τριάντα χρόνια καιρό. Τώρα δε θα ξανάχεις ποτέ πια τριάντα χρόνια – καθαρά προπάντων, αμεταχείριστα, σαν την πρώτη ποδιά, όταν ακόμα το μπάλωμα δεν την απασχολεί καθόλου.»
Η Κάδμω είναι το βιβλίο της επίγνωσης, της συνείδησης του τέλους, του αδύνατου μέλλοντος, της αγωνίας για το ορφανό έργο.
Ολιγοσέλιδο, γεμάτο επαναλήψεις στις 13 σύντομες ενότητές του, το κείμενο κλείνει ολόκληρη τη ζωή της, βάζει την Κάδμω απέναντί στο κορίτσι, τη γυναίκα, τη συγγραφέα που υπήρξε, πλάι στις γυναίκες που έπλασε, «γιατί η γυναίκα προπαντός είναι πλάσμα παραμυθένιο», και της μιλά σε β ενικό. Με έναν τελευταίο και ρητό αναδιαπλασιασμό της φωνής της, που κάποτε επανέρχεται στο α πρόσωπο, με έναν επαναληπτικό ψίθυρο (το κείμενο είχε πολύ περισσότερες επαναλήψεις, άλλες τόσες σελίδες, τις οποίες όμως έκοψε η ίδια σε συνεργασία με τον Ρίτσο), γράφει ένα χαμηλόφωνο, συγκρατημένο, χωρίς κανένα μελοδραματισμό κείμενο πένθους και απώλειας, ένα ελεγείο στο οποίο η μνήμη και η λήθη λειτουργούν ως άξονες ανέφικτης αυτογνωσίας και ενότητας της Κάδμως, της Μέλπως.
Η γραφή, τα πρόσωπα, οι λέξεις, όλα όσα της έλειψαν, όλα όσα νοστάλγησε στην υπερορία, όλα επιστρέφουν, απλώς λείπει πια κάθε προοπτική.
Η Κάδμω είναι ο σπαρακτικός απολογισμός μιας γυναίκας διαμελισμένης στα γρανάζια της Ιστορίας, στερημένης την ίδια τη γραφή που ήταν η ζωή της: «πόσα χρόνια είχες αποκοπεί απ’ τα βιβλία σου. Απ’ τη ζωή σου δηλαδή. Τώρα ήρθαν και σε βρήκαν από μόνα τους. Τι θαύμα!». Είναι ένα βιβλίο για τη φθορά, τον θάνατο αλλά και τη σχέση της δημιουργίας με τη γλώσσα, με τον τόπο, την παράδοση, μαρτυρία και μαζί μαρτύριο γραφής, η οποία ταυτίζεται με τον έρωτα. Η Αξιώτη τυραννιέται, με την παρότρυνση και τη συμπαράσταση του Γιάννη Ρίτσου, να ολοκληρώσει ακόμη ένα κείμενο, γίνεται η ίδια το κείμενο και το κείμενο γίνεται σώμα, ολοζώντανο χάρη στο αίμα που του μεταγγίζει η συγγραφέας του μαζί με τον μύθο, τη μοναδική πραγματικότητα.
Ο επαναλαμβανόμενος ψίθυρός της στον διάλογο αυτόν με τις περσόνες της, με τον ίδιο της τον εαυτό, με τον αναγνώστη, ακούγεται μαζί σαν ξόρκι και σαν προσευχή, να τελειώσει κι αυτό το βιβλίο, το βιβλίο των βιβλίων της, που ξεκινά με τις πρώτες συγγραφικές της δοκιμές και καταλήγει στον χρόνο που θα την κρίνει. Και να κατευοδώσει, την ώρα που αυτή θα επιστρέφει στο χώμα, το έργο της στο μέλλον του.
Εμπιστεύεται τις λέξεις της, εμπιστεύεται το έργο της. Το ξέρει πως θα μιλάνε γι’ αυτήν όταν θα έχει πια πεθάνει, όσο κι αν δεν τη νοιάζει, όσο κι αν θα ήθελε να δει να ασχολούνται με το έργο της όσο ζει. Το ήξερε εξαρχής, από όταν πρωτοξεκίνησε να γράφει: Αυτόν τον καιρό γίνεται μεγάλη φασαρία μ’ ένα βιβλίο που λέει για γυναικεία ζητήματα, γυναίκα το είχε γράψει, και τόσο πολύ, μα τόσο πολύ που αρέσει! Μπα! Ένα τέτοιο, λες με το νου σου, σίγουρα πως κι εγώ θα μπορώ να το γράψω. Και σκέψου πως ποτέ στη ζωή σου δεν είχες γράψει τίποτα, εξόν από επιστολές.
Η Κάδμω θεματοποιεί τη μνήμη, είναι η ίδια η ομιλούσα μνήμη, μαζί με τα κενά, τις διαλείψεις, την ηθελημένη κι αθέλητη λήθη. Είναι κι η ίδια, ως κείμενο, μνήμη μιας εποχής και των διχασμών της, μιας γυναικείας συνθήκης που πέραν κάθε ιδεολογίας οδηγεί στην ταύτιση του σώματος και της γραφής, είναι κείμενο οικουμενικό. Όταν διαβάζω το παραπάνω παράθεμα, μ’ αρέσει να πιστεύω ότι μιλάει για τη Βιρτζίνια Γουλφ, για να στηρίξω μια συνάντηση, τη δική τους, προς υποστήριξη μιας θέσης, ότι αν έγραφε σε άλλη γλώσσα, ή αν μεταφραζόταν θα στεκόταν επάξια δίπλα της.
Σαράντα χρόνια μετά τον θάνατό της, οι κριτικοί στην Ευρώπη και την Αμερική χαιρετίζουν τη μεγαλοφυΐα της Κλαρίσε Λισπέκτορ (1920-1977) για παράδειγμα, «που [...] έγραφε σαν την Βιρτζίνια Γουλφ», την έχουν προ πολλού αναγορεύσει μεγαλύτερη συγγραφέα της Βραζιλίας και την συγκρίνουν με τον Ναμπόκοφ, τον Τζόυς και τον Μπόρχες. Σαράντα και κάτι χρόνια μετά τον θάνατό της, η Μέλπω Αξιώτη επανέρχεται στο προσκήνιο στην Ελλάδα. Δεν είναι λίγο, αν σκεφτεί κανείς τη δύσκολη διαδρομή της, είναι πολύ λίγο σε σχέση με τη μεγαλοσύνη της.
Η Λισπέκτορ όμως έχει μεταφραστεί, και δη στα αγγλικά, κι η Αξιώτη τώρα αρχίζει να μεταφράζεται, με εξαίρεση τον Εικοστό αιώνα της (1946), που κι αυτός μεταφράστηκε σε πολλές γλώσσες αλλά παλαιότερα, κοντά στην εποχή της συγγραφής του.
Οι Δύσκολες νύχτες μόλις μεταφράστηκαν στη Γαλλία (Éditions de la Différence 2014), ενώ εκδόθηκε και το γαλλικό της μυθιστόρημα République-Bastille (Éditions de la Différence 2015). Το πρόβλημα με την Αξιώτη, όπως και με άλλους πολύ μεγάλους ποιητές και πεζογράφους μας, είναι η πολύτροπη γλώσσα της, όπως και η ρυθμικότητα και η ποιητικότητα της πρόζας της. Αυτά ακριβώς που είναι κι η μεγαλύτερη δύναμή της, καθώς τίποτα δεν γράφεται με ιδέες, μόνο με λέξεις, κι αυτές λιγοστές και πονεμένες.
Όπως και να έχει, σήμερα ξαναδιαβάζουμε την Κάδμω χάρη στη φροντίδα και το μεράκι της Μαρίας Κακαβούλια, που μας προσφέρει σε μια χρηστική έκδοση το κείμενο μαζί με ένα εργοβιογραφικό για τους νεοτέρους· μια ερμηνευτική προσέγγιση που δίνει κλειδιά κατανόησής και ένταξής του σε ένα ευρύτερο του νεοελληνικού λογοτεχνικό πεδίο· ένα εκδοτικό σημείωμα το οποίο παρουσιάζει τη δουλειά με το χειρόγραφο. Την ευχαριστούμε, όπως και όλες και όλους όσους στο παρελθόν φρόντισαν και συνεχίζουν να φροντίζουν το έργο της μεγάλης αυτής κυρίας των γραμμάτων μας. Όσο περνάει ο καιρός, τόσο θα αναγνωρίζεται η μεγαλοσύνη της.
*Αναπληρώτρια καθηγήτρια ΑΠΘ, κριτικός λογοτεχνίας