ΑΠΟΨΕΙΣ

Γιατί η Ελλάδα δε θέλει Brexit

Γιατί η Ελλάδα δε θέλει Brexit
REUTERS/ YVES HERMAN

Όταν τον Ιανουάριο 2013 ο Ντέιβιντ Κάμερον έκανε την καθοριστική ομιλία του για τη θέση της Βρετανίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η Ελλάδα βρισκόταν σε μία δύσκολη περίοδο δημοσιονομικής προσαρμογής.

Έχοντας ήδη έλθει σε συμφωνία με τους πιστωτές της για απελευθέρωση δόσης ύψους περίπου 50 δισεκατομμυρίων ευρώ, βασικός στόχος της ελληνικής κυβέρνησης ήταν να μετατρέψει το φόβο ενός «Grexit» σε ελπίδα ενός «Grecovery». Μέσα στο πλαίσιο αυτό, οποιαδήποτε εξέλιξη μπορούσε να αλλάξει δραματικά τη δομή της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως ένα πιθανό «Brexit», αποτελούσε εμπόδιο. Αν άνοιγε ο ασκός του Αιόλου, τότε ίσως το σενάριο εξόδου της Ελλάδας από την ευρωζώνη να επανερχόταν ξανά στην ευρωπαϊκή ατζέντα.

Κατά τρόπο ειρωνικό, η κατάσταση δε διαφέρει πολύ σήμερα, τρία χρόνια μετά. Αν η απόφαση των Βρετανών πολιτών στο δημοψήφισμα της 23ης Ιουνίου οδηγήσει σε «Brexit», η Ελλάδα θα βρεθεί ίσως σε περίπλοκη θέση. Με δεδομένη την καθυστέρηση στην εφαρμογή των όρων του τρίτου Μνημονίου, δεν αποκλείεται να κερδίσουν έδαφος ξανά οι φωνές περί προσωρινού «Grexit». Πόσω μάλλον αν η Ευρώπη αναζητήσει κάποιο εξιλαστήριο θύμα, καθώς η προσφυγική κρίση θα κορυφώνεται.

Ο συμβιβασμός Βρυξελλών – Λονδίνου ύστερα από τις προτάσεις του προέδρου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Ντόναλντ Τούσκ αποτελεί σαφή νίκη του πρωθυπουργού Κάμερον. Όχι τόσο για το οικονομικό σκέλος της συμφωνίας και τη μη συμμετοχή της Βρετανίας στη διαδικασία στενότερης ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης όσο για το τεράστιο πλήγμα που δέχεται η ευρωπαϊκή αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής προσώπων εντός της Ευρώπης. Η δυνατότητα ειδικής μεταχείρισης νεοεισερχομένων στη Βρετανία εργαζομένων από κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης που εξασφάλισε ο Κάμερον, δεν πρέπει να δημιουργεί υπερηφάνεια στις Βρυξέλλες. Δεν είναι τυχαίο πως βρετανικές δεξαμενές σκέψης, όπως η «Ανοιχτή Ευρώπη» που έχουν ασχολούνται διεξοδικά με το θέμα εδώ και τρία χρόνια, αναγνωρίζουν την επιτυχία του Βρετανού πρωθυπουργού.

Φυσιολογικά, η Ελλάδα έχει δει με ιδιαίτερο σκεπτικισμό το περιεχόμενο του συμβιβασμού Βρυξελλών - Λονδίνου. Παρόλα αυτά, προτίμησε να μην τοποθετηθεί δημοσίως όπως και πολλά άλλα ευρωπαϊκά κράτη, για το περιεχόμενο αυτό καθεαυτό. Άλλωστε, η αποφυγή ενός «Brexit» μετράει πολύ περισσότερο από την αναγκαστική αποδοχή ενός επώδυνου για τις ευρωπαϊκές αρχές συμβιβασμού. Σε κάθε περίπτωση, η τελική αποτροπή της εξόδου της Βρετανίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση βρίσκεται στα χέρια του Κάμερον και θα εξαρτηθεί από την επικοινωνιακή του στρατηγική τους επόμενους μήνες, μέχρι οι Βρετανοί πολίτες να σχηματίσουν οριστική άποψη.

Δεν υπάρχει αμφιβολία πως η επιθυμία της Ελλάδας να παραμείνει η Βρετανία εντός Ένωσης συνάδει με το εθνικό συμφέρον της χώρας. Παρόλα αυτά, η επαναφορά ή όχι ενός «Grexit» στην ατζέντα των ευρωπαϊκών συζητήσεων συνδέεται πολύ περισσότερο με την επίδοση της ελληνικής κυβέρνησης στην εφαρμογή των όρων του Μνημονίου παρά με τις εξελίξεις στο Ηνωμένο Βασίλειο. Ακόμα και αν το «Brexit» αποφευχθεί, η Ελλάδα θα κινδυνεύσει ξανά σε περίπτωση που δεν τηρήσει τις υποχρεώσεις της.

*O Δρ. Γιώργος Τζογόπουλος είναι ερευνητής στο ΕΛΙΑΜΕΠ και το CIFE, ιδρυτής του chinaandgreece.com