Γκυ ντε Μωπασάν: Η Χοντρομπαλού
Κλασικό είναι το βιβλίο που ποτέ το νόημά του δεν ολοκληρώνεται τελεσίδικα, λέει ο Ίταλο Καλβίνο στο κλασικό, κι αυτό, κείμενό του «Γιατί να διαβάζουμε τους κλασικούς;».
Το κλασικό βιβλίο το αναγνωρίζει, μάλιστα, κανείς πολύ εύκολα, λέει, πριν ακόμη το ανοίξει, όταν ακούει γύρω του πάντα να λένε γι’ αυτό ότι το ‘ξαναδιαβάζουν’ – ένας μορφωμένος άνθρωπος δεν μπορεί να μην έχει διαβάσει τους κλασικούς, απλώς τους ξανα-διαβάζει... Ε, λοιπόν, ο Καλβίνο μας απενοχοποιεί, για να μην μπαίνουμε και στον κόπο να μιλάμε για βιβλία που δεν έχουμε διαβάσει, όπως μας μαθαίνει ο Πιερ Μπαγιάρ. Ένας μορφωμένος άνθρωπος δεν μπορεί, μας λέει, και καθόλου δεν πειράζει, να έχει διαβάσει όλα τα βιβλία, ούτε καν τα κλασικά: βίος βραχύς, τέχνη μακρά.
Πηγή: Κίχλη
Σε κάθε εποχή της ζωής είναι ωραία η ανάγνωση και, κυρίως, διαφορετική. Άλλη η φρεσκάδα της νεότητας και άλλη η διαύγεια της ωριμότητας. Άρα, όσοι δεν ξέρετε την Χοντρομπαλού, λόγω νεαρής ηλικίας, έχετε κάθε λόγο να τη γνωρίσετε, όπως και όσοι δεν έτυχε να τη διαβάσετε, στα γαλλικά, ή όταν την πρωτομετέφρασε η Αμαλία Τσακνιά στις αρχές της δεκαετίας του 1980, ή όταν επανεκδόθηκε στα μέσα της δεκαετίας του 1990. Πρώτον, διότι, όπως λέει, καλύτερα να διαβάζουμε τους κλασικούς, παρά να μην τους διαβάζουμε. Δεύτερον, επειδή η ανάγνωση ενός κλασικού κειμένου είναι πάντα πρώτη, με την έννοια ότι μας εκπλήσσει ξανά και ξανά· αλλά και πάντα δεύτερη, με την έννοια ότι κουβαλάει μαζί της όλες τις αναγνώσεις του στον προηγούμενο χρόνο, στις άλλες γλώσσες, τους άλλους πολιτισμούς. Τάδε έφη Καλβίνο πάντα.
Πρώτη ή δεύτερη ή τρίτη ανάγνωση της Χοντρομπαλούς. Συμφραζόμενα: 1880, Γαλλία, δέκα χρόνια μετά την ταπεινωτική ήττα της Γαλλίας στον γαλλοπρωσικό πόλεμο και την κατάρρευση της αυτοκρατορίας, προς αποφυγήν της οποίας έγινε άλλωστε ο πόλεμος. Ο περί τον Εμίλ Ζολά κύκλος των συγγραφέων, νατουραλιστών και ρεαλιστών, στον οποίο συμμετέχει, με τις καλύτερες συστάσεις και υπό την προστασία του Φλωμπέρ, ο νεαρός Γκυ ντε Μωπασάν (1850-1993), αποφασίζει να εκδώσει μια συλλογή κειμένων για τον πόλεμο, στον οποίο άλλωστε ο Μωπασάν, όπως και άλλοι, έχουν λάβει μέρος.
Στις Εσπερίδες του Μεντάν, όπως θα τιτλοφορηθεί ο τόμος, περιλαμβάνεται η ιστορία της Χοντρομπαλούς, μιας πληθωρικής, καλοκάγαθης, αξιοπρεπούς και ηρωικής, εντέλει, νεαρής πόρνης, την οποία οι καθώς πρέπει συμπολίτες της θυσιάζουν συμβολικά στον βωμό των συμφερόντων τους. Την ίδια χρονιά, δημοσιεύει μια ποιητική συλλογή αφιερωμένη στον Φλωμπέρ, τον επιφανή και στοργικό φίλο που αγαπά, τον ανεπίληπτο δάσκαλο που θαυμάζει.
Καταξιώνεται και ο κόσμος του ανήκει, χρήματα, φήμη, ταξίδια - αλλά για πολύ λίγο. Τρέφει ιδιαίτερη αδυναμία, όπως και πολλοί ομότεχνοί του, στις κοινές γυναίκες, μονίμως παρούσες στο έργο του από 1875 και συχνά σε έκτακτες καταστάσεις, όπως και στη Χοντρομπαλού. Θα πληρώσει ακριβά τη συστηματική αυτή συναναστροφή, όπως και πολλοί άλλοι μεγάλοι ομότεχνοί του ανά τον κόσμο εκείνη την εποχή: δέκα χρόνια μετά την Χοντρομπαλού, η σύφιλη θα του στερήσει την πνευματική του διαύγεια και σε λίγο θα τον οδηγήσει στον θάνατο, σε ηλικία μόλις 43 ετών. Πάνω από τον τάφο του, ο Ζολά μιλά για την «υγεία» του έργου του, που όντως έσφυζε και σφύζει από ζωή: η ζωή του κόσμου που έκλεισε μέσα τους, στην πλέον οικουμενική διάστασή της, ωστόσο, χάρη στην οποία τα κείμενά του ξαναδιαβάζονται σε κάθε εποχή και κάθε πολιτισμό με άλλους όρους. Παράδειγμα η Χοντρομπαλού.
Guy de Maupassant, Boule de Suif, Paris : P. Ollendorff, 1907
Μια νεαρή πόρνη, βοναπαρτίστρια και θρησκευόμενη, με ισχυρές ηθικές αξίες –στερεοτυπική εικόνα της καλής πόρνης, τυπική και στον Μωπασάν– προσπαθεί να πνίξει τον Πρώσο που έρχεται να επιτάξει το σπίτι της στη Ρουέν. Ανεβαίνει σε μια άμαξα, μαζί με άλλους εννιά αξιοσέβαστους -;- συμπολίτες της, για να φύγουν μακριά από την κατεχόμενη ζώνη, ο καθένας για τους δικούς του λόγους. Μικροαστοί και μεγαλοαστοί, αριστοκράτες και καλόγριες, ανά ζεύγη. Χρήμα, υποκρισία, εμμονές. Δύο μοναχικοί και διαφορετικοί. Η οπαδός του Βοναπάρτη Ελιζαμπέτ Ρουσέ, που όμως για πολλές σελίδες δεν έχει όνομα και είναι, περιφρονητικά, η Χοντρομπαλού· και ο δημοκρατικός Κορνιντέ με τη ρούσα, κόκκινη γενειάδα.
Η ομώνυμη ταινία του 1945, βασισμένη στη Χοντρομπαλού και στo Μαντμαζέλ Φιφί με την παρόμοια θεματολογία
Ο Κορνιντέ είναι δημοκρατικός, μισητός, αλλά και φορέας μελλοντικής εξουσίας, την οποία απειλητικά προαναγγέλλει με τη Μασαλιώτιδα που τραγουδά στο τέλος. Πέραν τούτων, ωστόσο, είναι άντρας. Η Ελιζαμπέτ, καταδικασμένη να την ονομάσει ο εχθρός που τόσο απεχθάνεται, ο πρώσος αξιωματικός στο πανδοχείο που καταλύουν μετά από πολύωρο ταξίδι μες στα χιόνια - μπαμπακερή βροχή και βρόμικο φως -, έχει μοιραστεί τις προμήθειές της με τους συνεπιβάτες της, επειδή και μόνο είναι καλή.
Ούτε τους φοβάται, ούτε τους υπολογίζει: όταν ακούει τα σχόλιά τους στην αρχή, τους αντιμετωπίζει αγέρωχη. Είναι όμως γυναίκα και δη πόρνη. Η καρναβαλική και μαζί συμβολική ευωχία της άμαξας ολοκληρώνεται με την εξίσου καρναβαλική ευωχία του πανδοχείου. Στην πρώτη περίπτωση, η Χοντρομπαλού βγάζει ένα καλάθι κάτω από τις φούστες της και κανείς δεν το περιφρονεί, όπως άλλωστε κανείς από τον ανδρικό πληθυσμό δεν περιφρονεί τα κάλλη της, αρκεί να τα γεύονται μυστικά. Στη δεύτερη περίπτωση, η Χοντρομπαλού βγάζει εκβιαστικά κάτω από τις φούστες της τη σωτηρία τους, κάτω από τις ιαχές, κυριολεκτικά του πλήθους. Τα δάκρυά της στο τέλος είναι δάκρυα παράπονου, αλλά και οργής.
Πεσιμιστής, ο Μωπασάν περιγράφει καυστικά την κοινωνική πραγματικότητα της εδραίωσης της αστικής τάξης, υπονομεύοντας το κύρος των θεσμών και αναδεικνύοντας το αθώο μεγαλείο των ταπεινών και καταφρονεμένων. Το καρναβαλικό στοιχείο, στην προκειμένη περίπτωση, συγκαλύπτει το κανιβαλικό στοιχείο της νέας τάξης πραγμάτων, όπως ρεαλιστικά το διατυπώνει ο νεόπλουτος μικροαστός Λουαζό όταν προτείνει να «δούνε ποιος θα φαγωθεί» - όπως οι ναυαγοί της φρεγάτας «Μέδουσα» αλληλοτρώγονταν πάνω στη σχεδία της που απαθανάτισε ο Ζερικώ (η ιστορία είναι πολύ πρόσφατη όταν γράφει ο Μωπασάν, η προσάραξη γίνεται το 1816 και ο πίνακας τοποθετείται στα 1818-9, ενώ το γνωστό σε όλους μας τραγουδάκι γίνεται μέρος του συλλογικού ασυνείδητου).
Le Radeau de La Méduse, Théodore Géricault , 1818-1819.
Στη Χοντρομπαλού, το σκληρό και ρυθμικό βάδισμα του γερμανικού στρατού αντηχεί στα καλντερίμια και ο κατακτητής απαιτεί. Οι έχοντες και κατέχοντας δεν διστάζουν να καταβροχθίσουν τις προμήθειές της και σε λίγο και την ίδια, με την – εκβιασμένη- συναίνεσή της μάλιστα. Το status quo φροντίζει τα συμφέροντά του με τις ευλογίες της Εκκλησίας. Ο πόλεμος για τον οποίο γίνεται λόγος στη νουβέλα είναι πόλεμος εθνικός, ταξικός και έμφυλος, λέει η Λίζυ Τσιριμώκου στο εξαιρετικό επίμετρό της. Μπορεί κανείς να προσθέσει όσα επίθετα θεωρεί ότι μπορεί να ταιριάζουν.
Περιγραφές χειρουργικής ακριβείας αλλά και μεγάλης ποιητικότητας και κοφτεροί διάλογοι, που ζυγιάζονται στη «σωστή λέξη» τους για να φωτίσουν όχι τις μορφές και τα πράγματα, αλλά τις ψυχές και τις κοινωνικές δομές· σαρκασμός· τρυφερότητα για τους φαντάρους που υπερασπίστηκαν την πατρίδα τους σαν λιοντάρια αλλά ανοργάνωτα σε έναν πόλεμο που δεν ήταν δικός τους, για τις πόρνες που διασώζουν την τιμή μιας εξωνημένης κοινωνίας· για τους εκάστοτε διαφορετικούς, περιθωριοποιημένους, αποκλεισμένους της υποκριτικής κοινωνικής ευταξίας· η Μασσαλιώτιδα, ως απειλητική υπόμνηση στο τέλος, μαζί με τα δάκρυα Τραγικός κι ανήσυχος Μωπασάν, όπως έλεγε ο Πωλ Μπουρζέ, που μας αγγίζει.
Γκυ ντε Μωπασάν. Η Χοντρομπαλού, μτφρ. Αμαλία Τσακνιά, επίμ. Λίζυ Τσιριμώκου. Αθήνα, Κίχλη.
*Η Τιτίκα Δημητρούλια είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια ΑΠΘ και κριτικός λογοτεχνίας.