Το Ευρωομόλογο και πάλι στο προσκήνιο
Ένα σημαντικό, πολυσύνθετο εργαλείο για άντληση κεφαλαίων με χαμηλό κόστος, από τις χώρες που τα έχουν ανάγκη, αποτελεί και το ευρωομόλογο. Η ιδέα εμφανίσθηκε στα πρώτα χρόνια της κρίσης με ενδιαφερόμενες χώρες κυρίως την Ελλάδα, την Ιρλανδία, την Ιταλία, την Πορτογαλία καθώς και την Ισπανία. Τότε, και παρά την υποστήριξη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και κυρίως του Προέδρου Γιούνκερ, απορρίφθηκε από τις χώρες του Βορρά με πρόμαχο τη Γερμανία, με την υπόσχεση να επανεξεταστεί το θέμα, κάτι όμως που δεν έγινε ποτέ.
Τι είναι λοιπόν το Ευρωομόλογο; Πρόκειται για ένα δάνειο το οποίο θα το εκδίδουν όλες μαζί οι χώρες της Ευρωζώνης. Αυτό σημαίνει ότι όλες οι χώρες εμφανίζονται ως μία ενότητα και ζητούν την τοποθέτηση ενός ομολόγου. Την εγγύησή του αναλαμβάνουν πάλι όλες οι χώρες από κοινού, ευθύνονται δηλαδή αλληλέγγυα. Αυτό σημαίνει, ότι για την αποπληρωμή του είναι το ίδιο υπεύθυνες όλες οι χώρες της Ευρωζώνης. Εδώ, όπως αντιλαμβάνεται κανείς, ξεκινάει και η συζήτηση για τα υπέρ και τα κατά του Ευρωομολόγου μεταξύ των υποστηρικτών και των πολέμιων.
Στην παρούσα φάση, της κρίσης από την πανδημία του κορωνοϊού, πλήττονται κυρίως δύο μεγάλες χώρες, οι οποίες δεν έχουν επουλώσει ακόμη τις πληγές που άφησε πίσω της η χρηματοοικονομική κρίση. Πρωτίστως η Ιταλία και η Ισπανία, ακολουθούν βέβαια, χωρίς ακόμη εμφανή μεγάλα προβλήματα, αλλά εύκολα να τα υποθέσει κανείς, η Γαλλία, η Πορτογαλία, η Ελλάδα και κανείς δε γνωρίζει ποιες ακόμη. Συνεπώς, το θέμα δεν αφορά μόνο τις χώρες που πλήττονται, αλλά την ίδια την υπόσταση της Ευρωζώνης. Πρόκειται για την αντιμετώπιση, μέσω της έκδοσης “Coronabonds” μιας κρίσης η οποία απειλεί όλες τις χώρες, προέκυψε από εξωτερικούς παράγοντες, χωρίς να φέρει κάποια χώρα με τις ενέργειές της την ευθύνη, και η οποία θα πρέπει να αντιμετωπιστεί με συλλογικές αποφάσεις και συλλογική ευθύνη, ώστε η απάντηση να είναι καταλυτική και από απόψεως μεγέθους των διαθέσιμων πόρων, όπως και να σηματοδοτεί την ενότητα και την ισχύ της Ευρώπης ως σημαντικός οικονομικός σχηματισμός.
Ας δούμε όμως πως διαμορφώνεται μέχρι στιγμής η κατάσταση και ποιες είναι οι προοπτικές για τη συνέχεια. Ο φόβος για την εξάπλωση του ιού και η ανυπαρξία θεραπευτικής αγωγής έχει περάσει ήδη και σε όλες τις οικονομίες του πλανήτη. Είναι σαφές, ότι πλήττονται περισσότερο εκείνες που δεν έχουν καταφέρει να λύσουν τα προβλήματα που συσσωρεύτηκαν από την προηγούμενη κρίση. Έτσι, με τη βεβαιότητα ότι η κρίση οδηγεί τις χώρες σε βαθιά ύφεση, υπάρχει κίνδυνος σημαντικές χώρες της Ευρωζώνης όπως η Ιταλία ή η Ισπανία να περιέλθουν σε αδυναμία εξεύρεσης πόρων από τις αγορές. Αυτό, θα έθετε σε κίνδυνο όχι μόνο τις χώρες αυτές αλλά και την ύπαρξη του ίδιου του Ευρώ.
Στην προηγούμενη ευρωκρίση βέβαια, ήταν αρκετή μια δήλωση του Μάριο Ντράγκι, ότι θα κάνει «ότι χρειαστεί» για τη σωτηρία του Ευρώ, ώστε να αποτραπεί κάθε σκέψη, η σπέκουλα, για διάλυση της Ευρωζώνης. Έτσι, με την πολιτική των μηδενικών επιτοκίων και τη χαλαρή νομισματική πολιτική, κατόρθωσε να αποτρέψει τον κίνδυνο.
Τώρα όμως τα πράγματα είναι διαφορετικά. Καθημερινά γινόμαστε μάρτυρες μιας απαξίωσης των φορέων της νομισματικής πολιτικής, τόσο στην Ευρώπη όσο και στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου παρεμβάσεις τρισεκατομμυρίων αφήνουν αδιάφορες τόσο τις αγορές όσο και την εμπιστοσύνη των πολιτών ότι η κατάσταση βρίσκεται υπό έλεγχο. Συνεπώς, εκείνο που απομένει είναι η χρησιμοποίηση κευνσιανών πολιτικών ενίσχυσης της ζήτησης με γενναία δημοσιονομικά πακέτα. Το μέγεθος της παρέμβασης αλλά και η χρονική στιγμή είναι αποφασιστικής σημασίας για την αποτελεσματικότητα της πολιτικής αυτής. Είναι αυτονόητο, ότι οι πόροι θα προκύψουν από δανεισμό. Ακόμη και ο προϋπολογισμός της Γερμανίας, εγκατέλειψε την πολιτική του «μαύρου μηδενός» και προχώρησε σε “deficit spending” ώστε να αυξηθούν οι δημόσιες δαπάνες και να τονωθεί η οικονομία. Το Ευρωομόλογο αποτελεί μια εξαιρετική πηγή κοινής δράσης και ευθύνης των ευρωπαϊκών κρατών απέναντι σε μια πιθανή κατάρρευση της Ευρωζώνης. Έτσι και η έγκρισή του φαίνεται να αποτελεί μονόδρομο, αν θέλουμε να προλάβουμε τα χειρότερα. Μια έγκαιρη απόφαση υπέρ της έκδοσης θα ήταν όχι μόνο επιθυμητή, αλλά και αναγκαία για την αποτελεσματικότητά της.
Η πρόταση της Γερμανίας να χρησιμοποιηθούν τα 410 δισ. ευρώ για τη χρηματοδότηση των χωρών, χωλαίνει για δύο σημαντικούς λόγους. Πρώτον, διότι το ποσό αυτό σε σχέση με το μέγεθος των οικονομιών αλλά και τις ανάγκες που πιθανόν να προκύψουν είναι μικρό, και δεύτερον, ο δανεισμός από τον ΕΣΜ συνεπάγεται και την υπογραφή μιας μορφής μνημονίου, το οποίο θα στιγματίζει στις αγορές όποια χώρα κάνει χρήση, με τα γνωστά αποτελέσματα για τις αξιολογήσεις των χωρών.
Μέχρι στιγμής η Γερμανία απορρίπτει κάθε ιδέα έκδοσης Ευρωομολόγου με το βασικό επιχείρημα ότι έτσι οι χώρες μοιράζονται τα χρέη των άλλων και οδηγούμαστε σε μια “Transferunion”, μια Ευρωπαϊκή Ένωση δηλαδή, όπου θα μεταφέρονται πόροι από τη μια χώρα στην άλλη για να καλύπτει τα χρέη της. Ανεξάρτητα βέβαια από τις όποιες ενστάσεις και το βάρος των επιχειρημάτων της γερμανικής πλευράς, με δεδομένο ότι, όσο και μεγάλο να είναι ένα Ευρωομόλογο θα αποτελεί αναλογικά ένα πολύ μικρό μέγεθος του συνολικού χρέους των χωρών, η Γερμανία στην ακραία περίπτωση θα έχει να επιλέξει μεταξύ των τεράστιων απωλειών της εξωστρεφούς γερμανικής οικονομίας από μια διάλυση της Ευρωζώνης και μιας μικρού μεγέθους συμμετοχής στην αντιμετώπιση μιας πρωτοφανούς κρίσης, μέσω της έκδοσης Ευρωομολόγου.
*Ο Χαράλαμπος Γκότσης είναι καθηγητής Οικονομικών, τ. πρόεδρος Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς