ΑΠΟΨΕΙΣ

Καθαρή πόλη των Ανέστη Αζά και Πρόδρομου Τσινικόρη, Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών 2016

Καθαρή πόλη των Ανέστη Αζά και Πρόδρομου Τσινικόρη, Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών 2016
Καθαρή πόλη των Ανέστη Αζά και Πρόδρομου Τσινικόρη, Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών 2016

Όπως συμβαίνει συχνά στον κόσμο των εννοιών, η καθαριότητα φέρει μέσα της τα ίχνη και άλλων αποχρώσεων, οι οποίες όμως μπορεί να αποκρύπτονται ανάλογα με την περίσταση της επικοινωνίας.

Έτσι, το καθαρό είναι το απαλλαγμένο από τη βρωμιά, την ακαθαρσία, αλλά και την επιμειξία ή τη νοθεία. Είναι το αγνό και το ουδέτερο, το φυσικό και το μονοσήμαντο, το ανόθευτο και το ασυγκέραστο. Εχθρός του καθαρού είναι ένας λεκές, η σκόνη του χρόνου, η μυρωδιά της πολυκαιρίας, αλλά και το κίβδηλο, το προσποιητό ή το ψεύδος. Κοντολογίς: τόσο το φορεμένο ρούχο, όσο και το φορεμένο χαμόγελο.

Υπάρχει λοιπόν ένα πολύπλοκο παιχνίδι αποχρώσεων της καθαριότητας από τη μια πλευρά, της καθαρότητας από την άλλη, στο οποίο εμπλέκεται έξυπνα και ευέλικτα η παράσταση στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών Καθαρή πόλη των Ανέστη Αζά και Πρόδρομου Τσινικόρη. Έξυπνη και ευέλικτη εμπλοκή, διότι οι πρωταγωνίστριες-καθαρίστριες, που εξ επαγγέλματος εκπροσωπούν την καθαριότητα, την ίδια στιγμή αποτελούν οι ίδιες, ως μετανάστριες, έναν κοινωνικό «λεκέ» στις καθαρές επιφάνειες που μας προσφέρουν, μια εξαίρεση της καθαρότητας με αντίτιμο την καθαριότητα. Η παρουσία της καθαριότητας συνεπάγεται την απουσία της καθαρότητας, ο ένας λεκές σβήνει για να εμφανιστεί ο άλλος σε συμβολικό επίπεδο. Με αυτό το κοινό μυστικό παίζει η παράσταση, αλλά και με τον κίνδυνο της μονόπλευρης γενίκευσης και του εθνικού στερεότυπου, τον οποίο όμως αποφεύγει εν πολλοίς χάρη στο εύστοχο χιούμορ και στις πολύπλευρες εστιάσεις στις νοοτροπίες και στις έξεις.

Ο θεατής καλείται να παρακολουθήσει την αφήγηση διαφορετικών ιστοριών που αναπτύσσονται εναλλάξ στη σκηνή ως προσωπικές μαρτυρίες από τις πέντε «αληθινές» μετανάστριες (Φιλιππίνες, Ρωσία, Βουλγαρία, Αλβανία, Νότια Αφρική), ως σύντομες βιογραφικές πτυχές που εκδιπλώνονται χωρίς καταγγελτικό πνεύμα, αλλά με αρκετές πολιτικές αιχμές, χωρίς ψυχολογικές λεπτομέρειες, αλλά με την οικονομία της συνεκδοχής και τη ρητορική του ντοκουμέντου, της αυτοψίας, της άμεσης βιωματικής εμπλοκής. Η σκηνική πραγματικότητα έτσι φιλοξενεί την πραγματικότητα της μαρτυρίας. Είναι όμως μάλλον καταχρηστικός ο όρος «θέατρο της πραγματικότητας» για να αποδώσουμε συνοπτικά τον τρόπο δουλειάς των δύο σκηνοθετών. Επί σκηνής, επί κάθε σκηνής, η πραγματικότητα αποκαλύπτει τα πολλά πρόσωπά της και στη συγκεκριμένη σκηνή αποκαλύπτεται, νομίζω, ένα από αυτά: η καθαρότητα που σιγοκαίει κάτω από τη στάχτη της καθημερινότητας.

Η καθαρότητα μας παραπέμπει στην απαρχή, στην πηγή, σε μια θεμελιώδη κατάσταση που δεν είναι παρούσα, αλλά προϋπάρχει όλων των άλλων καταστάσεων και τις στοιχειώνει ως το ιδεώδες τους. Αυτή η απαρχή είναι το φάντασμα όλων των ιδεολογικών κατασκευών που έχουν ανάγκη να επικαλούνται συνεχώς έναν προπατορικό παράδεισο, μια αρεία φυλή, ένα ανόθευτο δίκαιο, μια αμιγή αξία ή ένα απόλυτο αγαθό. Τι μας λένε όλες οι απούσες απαρχές; Ότι αλλού και άλλοτε υπήρχε το ατόφιο χρυσάφι, το ανόθευτο καλό, ο αγνός άνθρωπος, το έργο-πρότυπο στο οποίο μπορείς να αντιτάξεις μόνο αντίτυπα ή κακέκτυπα. Μια μεταφυσική της απουσίας λοιπόν που προσφέρει ένα άλλοθι στην παρουσία, σε αυτό που είναι παρόν και θεσμοθετημένο, για να συνεχίσει να υπάρχει, μια αναγωγή στο αυθεντικό και στην αυθεντία (καθώς οι δύο λέξεις δεν διαχωρίζονται εντελώς). Γιατί, πώς μπορεί να υπάρχει η καθαρότητα μιας ανεπτυγμένης κοινωνίας χωρίς τους νόθους παρίες της; Ποιο οικονομικό κέντρο μπορεί να θεσμοθετηθεί χωρίς τους έκκεντρους μετανάστες; Οι απόβλητοι και οι αποσυνάγωγοι συγκροτούν λογικά και ιστορικά το κέντρο, την καθαρότητα και τη φυσικότητα των μεταβιομηχανικών κοινωνιών μας. Η Καθαρή πόλη θέτει στο προσκήνιο τους απόβλητους που επιβιώνουν με τα απόβλητα και ως απόβλητα και αμφισβητεί τη δημοκρατική θεολογία της εποχής: γιατί πάντα οι μετανάστες; Γιατί πάντα αυτοί οι μέτοικοι της ελπίδας; Γιατί σχεδόν πάντα οι γυναίκες αναλαμβάνουν να καθαρίσουν τα κυρίαρχα αρσενικά υποκείμενα; Πώς η υγειονομική και αισθητική δεοντολογία συγκαλύπτει ιδεολογίες και πολιτικές πρακτικές για τις χρήσεις του σώματος και την εκμετάλλευση της εργασίας; Ποια δήθεν φυσική στιβάδα του καθαρού κρύβεται μέσα στη φράση «κάνω σκούπα» όταν την ακούμε από μια καθαρίστρια ή από έναν αξιωματικό της αστυνομίας;

Ακόμα και στο θέατρο-ντοκουμέντο, δεν υπάρχει καθαρότητα στο ντοκουμέντο, και οι σκηνοθέτες της Καθαρής πόλης δείχνουν να το ξέρουν καλά. Η επιτέλεση της μαρτυρίας, η επίδειξη των τεκμηρίων, η χρήση των πρωτογενών υλικών, όλα αυτά τα στοιχεία που καθιστούν τόσο σημαντικό το συγκεκριμένο θεατρικό είδος, προϋποθέτουν ήδη μια διήθηση μέσω ενός ορίζοντα βιωμάτων και προσδοκιών και μιαν επεξεργασία μέσα στα πολιτικά και κοινωνικά συγκείμενα. Η επιτέλεση της μαρτυρίας των γυναικών είναι η ίδια η μαρτυρία τους: το ντοκουμέντο εδώ είναι πρωτίστως η παράσταση που πλαισιώνει την πραγματικότητα αναδεικνύοντας με σαρκαστικό τρόπο τις αντιφάσεις της, όταν λ.χ. μια καθηγήτρια του μαρξισμού αναγκάζεται να ξενιτευτεί για να γίνει καθαρίστρια σε εύπορα σπίτια. Ως καθαρίστρια επιλέγεται να γίνει για λίγο «ηθοποιός» και να παρουσιάσει τον εαυτό της, τη στιγμή που ο γιος της σπούδασε ηθοποιός και εργάζεται ως σκηνοθέτης. Ο σαρκασμός (αν και μάλλον ακούσιος) γίνεται επίσης αισθητός όταν ο θεατής ακούει τις γυναίκες αυτές να τραγουδούν και διαπιστώνει ότι μια καθαρίστρια θεάτρου μπορεί να έχει πολύ καλύτερη φωνή από πολλές επαγγελματίες ηθοποιούς.

Επειδή μόνον οι τυφλοί μπορούν να μιλούν για όραση, οι καθαρίστριες της Καθαρής πόλης μάς μιλούν για τη σεμνή υπερηφάνεια των ανθρώπινων υποκειμένων «χωρίς χαρτιά», για την αξιοπρέπεια εκείνων που, καθαρίζοντας την πόλη, λεκιάζουν ευτυχώς τις κληροδοτημένες καθαρότητες.

*Ο Γιώργος Π. Πεφάνης είναι αναπληρωτής καθηγητής Φιλοσοφίας και θεωρίας του θεάτρου και του δράματος στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών και κριτικός θεάτρου.