Σακελλαροπούλου: Τακτική νίκη – στρατηγική ήττα για Μητσοτάκη;
Η επιλογή της Κατερίνας Σακελλαροπούλου για την Προεδρία της Δημοκρατίας συνιστά τον ορισμό της ηγεμονικής κίνησης από την πλευρά του Κυριάκου Μητσοτάκη.
Πέντε λόγοι εξηγούν αυτόν τον χαρακτηρισμό.
Η επιλογή Σακελλαροπούλου:
Πρώτον, είναι μια κίνηση που δεν απευθύνεται στο εσωκομματικό ακροατήριο, αλλά σε πολύ ευρύτερες μερίδες πολιτών.
Δεύτερον, επιβεβαιώνει την τοποθέτηση της Νέας Δημοκρατίας ως βασικού «παίχτη» του Κέντρου, κάτι που συνιστά αντεπιχείρημα στις κατηγορίες του ΣΥΡΙΖΑ περί «ακροδεξιάς κυβέρνησης». Ταυτόχρονα, εντείνει την πίεση προς το ΚΙΝΑΛ την ώρα που αυτό συμπιέζεται από τα δύο κόμματα εξουσίας.
Τρίτον, δίνει ένα μήνυμα «θεσμικής συναίνεσης» που εκτιμούν ιδιαίτερα οι ψηφοφόροι του «μεσαίου» χώρου. Είναι γνωστό ότι η κ. Σακελλαροπούλου ανήκει πολιτικά στην Κεντροαριστερά. Επομένως, η επιλογή της από ένα κόμμα της Δεξιάς λειτουργεί επικοινωνιακά ως διαχείριση των θεσμών μακριά από μικροκομματικές λογικές. Βεβαίως, η ονοματολογία που κράτησε επί μήνες, λειτούργησε αρνητικά τόσο για την Προεδρία της Δημοκρατίας όσο και για την ίδια την κυβέρνηση.
Τέταρτον, ανάγκασε τον Αλέξη Τσίπρα και τη Φώφη Γεννηματά να δηλώσουν την υποστήριξή τους. Προφανώς, για τα δύο κόμματα της αντιπολίτευσης το «Ναι» ήταν καλύτερη (ή λιγότερη κακή) επιλογή από το «Όχι». Ωστόσο, η από κοινού ψήφιση της νέας Προέδρου σε καμία περίπτωση δεν συμβάλλει στην αναγκαία διακριτότητα της αντιπολίτευσης από τη συμπολίτευση
Πέμπτον, είναι απολύτως συμβατή με το ισχυρό κύμα του νέου φεμινισμού που παρατηρείται σε όλες τις δυτικές κοινωνίες, της ελληνικής συμπεριλαμβανομένης. Στην Έρευνα του Γιάννη Μαυρή «Άνοδος του συντηρητισμού: Πολιτικές ιδεολογίες στην Ελλάδα μετά το Μνημόνιο» παρατηρείται ότι σε ένα περιβάλλον συντηρητικής αξιακής μετατόπισης ο φεμινισμός έχει πλειοψηφικά θετικές γνώμες (52%). Διανύουμε μια εποχή όπου οι «πολιτικές της ταυτότητας» (identity politics) έχουν σημαίνοντα ρόλο στη διαμόρφωση των ιδεολογικών τοποθετήσεων και των πολιτικών επιλογών.
Το ρίσκο
Ωστόσο, η επιλογή Μητσοτάκη σηματοδοτεί κι ένα σημαντικό ρίσκο σε τρία πεδία.
Πρώτον, δεν είναι συμβατή με το στόχο της «ανατροπής της αριστερής ηγεμονίας». Η κ. Σακελλαροπούλου με τις απόψεις της και τη στάση ζωής της σε καμιά περίπτωση δεν σηματοδοτεί τις συντηρητικές αξίες, με πιο χαρακτηριστική την τοποθέτηση της για την Ιθαγένεια των παιδιών μεταναστευτικής καταγωγής. Αν λοιπόν το «ηγεμονικό» ταυτίζεται μια το «προοδευτικό» όπως δείχνει η επιλογή Σακελλαροπούλου, τότε βρισκόμαστε πολύ μακριά από την ιδεολογική τομή που θέλουν να πετύχουν σημαίνοντα στελέχη της ΝΔ.
Δεύτερον, δυσαρεστεί στελέχη και τμήμα της βάσης της Νέας Δημοκρατίας. Στα στελέχη η δυσαρέσκεια απορρέει από τη διάψευση των φιλοδοξιών. Η βάση του κόμματος δυσαρεστείται γιατί ακόμα και τη στιγμή της παντοδυναμίας της ΝΔ, ο κ. Μητσοτάκης παραχωρεί ένα καίριο πόστο σε ένα πρόσωπο που δεν ανήκει στη Δεξιά και δεν συμμερίζεται τις αξίες της παράταξης. Η δυσαρέσκεια αυτή ενδεχομένως ενισχύσει την ήδη ισχυρή τάση της ΝΔ που φλερτάρει με τις ιδέες του Στιβ Μπάνον.
Τρίτον, η επιλογή Σακελλαροπούλου εντάσσεται στη στρατηγική του «μεσαίου χώρου», την οποία υπηρετεί με σοβαρότητα και συνέπεια ο Κυριάκος Μητσοτάκης. Ωστόσο, η αναμέτρηση των δύο κομμάτων εξουσίας για τον έλεγχο του Κέντρου παραπέμπει σε εποχές ευμάρειας και σταθερότητας. Η ασθενική οικονομική ανάκαμψη των δύο τελευταίων ετών επουδενί σηματοδοτεί επιστροφή στην ομαλότητα. Πόσο μάλλον που η επιδεινούμενη γεωπολιτική αστάθεια απειλεί ανά πάσα στιγμή να δημιουργήσει χάος. Επομένως, η στρατηγική του «μεσαίου χώρου» που έχουν υιοθετήσει ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ, στηρίζεται σε προϋποθέσεις που μπορεί μεσοπρόθεσμα να διαφοροποιηθούν.
Συνοψίζοντας, ο Κυριάκος Μητσοτάκης με την επιλογή της Κατερίνας Σακελλαροπούλου μοιάζει να σημειώνει μια σημαντική επιτυχία στο πεδίο τακτικής. Δεν είναι καθόλου σίγουρο όμως ότι ισχύει το ίδιο στο πεδίο της στρατηγικής.