Τα μέγιστα δυνατά οφέλη από την ασφαλιστική μεταρρύθμιση
Η ασφαλιστική μεταρρύθμιση είναι μία από τις μεγαλύτερες και ίσως πιο επίπονες πρωτοβουλίες που έχει αναλάβει η κυβέρνηση. Επίπονη γιατί ακριβώς η κατάσταση του ασφαλιστικού συστήματος δεν χωρά άλλες αναβολές, ειδικά μετά από πέντε χρόνια καταστρεπτικής λιτότητας.
Επίπονη επίσης γιατί το ζήτημα της βιωσιμότητας του ασφαλιστικού δεν είναι αυτόνομο και ανεξάρτητο από την γενικότερη εικόνα της οικονομίας και των συνεπειών της κρίσης σε παράλληλους μακροοικονομικούς άξονες, όπως η ανεργία και η φτώχεια.
Η μελέτη των κυβερνητικών προτάσεων και των βελτιώσεων που ακολούθησαν και ακολουθούν αποδεικνύει πως ο στόχος της μεταρρύθμισης είναι διττός. Αφενός να αναδιανέμει τους πόρους υπέρ κατώτερων και μεσαίων στρωμάτων, υπηρετώντας την έννοια του δικαίου, αφετέρου να εξασφαλίσει την βιωσιμότητα του συστήματος το οποίο πέραν πάσης αμφιβολίας ήταν και είναι στα πρόθυρα της κατάρρευσης. Σε αυτόν ακριβώς τον στόχο εδράζεται και η αγωνία για την διασφάλιση της ασφαλιστικής κάλυψης για τις επόμενες γενεές, που υπό τις παρούσες συνθήκες είναι απολύτως λογικό να τρομάζουν μπροστά στο εργασιακό και ασφαλιστικό τους μέλλον.
Νομίζω γνωρίζουμε όλοι μας ότι εάν οι προηγούμενες κυβερνήσεις, τόσο προ κρίσης όσο και κατά τη διάρκεια αυτής, είχαν επιλέξει να θέσουν ως προτεραιότητα την ασφαλιστική μεταρρύθμιση πολύ πριν βρεθούμε ένα βήμα πριν τον γκρεμό, σήμερα δεν θα μιλάγαμε για τη βιωσιμότητα του συστήματος και ίσως να είχαμε μια καλύτερη πρόταση. Στην παρούσα φάση όμως δεν έχει πλέον σημασία να αναλωνόμαστε στο τί έκαναν ή δεν έκαναν οι προηγούμενες κυβερνήσεις, αλλά στο να πετύχουμε, σε πολιτικό επίπεδο, την μέγιστη δυνατή συναίνεση κατά τη ψήφιση. Υπό την ασφυκτική πίεση των εταίρων και δανειστών, η καλύτερη δυνατή λύση θα ήταν οι πολιτικές δυνάμεις του τόπου να στηρίξουν την προσπάθεια και να ενισχύσουν το διαπραγματευτικό μέτωπο. Καθότι, αυτή τη στιγμή, δεν υπάρχει καμία άλλη εναλλακτική πρόταση που θα μπορούσε να υπερκεράσει την υπάρχουσα.
Κοντά σε αυτό, αξίζει να σημειώσουμε ότι οι φόβοι που διατυπώνονται για αύξηση της μαύρης εργασίας λόγω της προβλεπόμενης αύξησης των εργοδοτικών εισφορών βρίσκονται στη λάθος κατεύθυνση. Και αυτό διότι η αύξηση εισφορών και η αύξηση μαύρης εργασίας δεν συνδέονται αποκλειστικά. Σαφώς και συνδέονται σε σημαντικό βαθμό, ωστόσο, για τις εισφορές το ποσό της αύξησης δεν είναι απαγορευτικό, ενώ για τη μαύρη εργασία υπάρχουν παράλληλα και παράγοντες, ανεξάρτητα από τις εισφορές, που την ευνοούν. Και αυτοί οι παράγοντες είναι η αναιμική έως ανύπαρκτη δυναμική της εγχώριας αγοράς, η απουσία ισχυρού και πολυεπίπεδου επενδυτικού ενδιαφέροντος που θα προσφέρει εργασία, η ομολογουμένως ανησυχητική στενότητα των τραπεζών να διαθέσουν επενδυτικά κεφάλαια σε μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις. Συνολικά δηλαδή, η σχέση εργοδοτικών εισφορών και μαύρης εργασίας είναι μόνο ένα τμήμα της αλυσίδας στην αγορά εργασίας.
Συνολικά, αξίζει να δούμε την προσπάθεια με ρεαλισμό και συναίσθηση της υποχρέωσης της κυβέρνησης απέναντι στους ασφαλισμένους και στις επόμενες γενιές. Ειδικά για τους νέους, που βρίσκονται ενώπιον μιας συγκλονιστικής κοινωνικής και οικονομικής αναταραχής, πρέπει να διασφαλίσουμε, τουλάχιστον, την μίνιμουμ ασφαλιστική πρόνοια μέχρι να καταφέρει η οικονομία να ορθοποδήσει.
* Ο Δημήτρης Ραπίδης είναι πολιτικός αναλυτής και επικοινωνιολόγος, ιδρυτής του κέντρου ερευνών Bridging Europe