Το «Χονγκ Κονγκ» που δεν θα γίνουμε…
Ο φόβος της απώλειας, ορμέμφυτος και πανίσχυρος στους ανθρώπους, είναι αυτός που τους ενεργοποιεί και τους κάνει να αναλαμβάνουν δράση, κόντρα στο αυξημένο ρίσκο, προκειμένου να μη χάσουν τα κεκτημένα – ακόμα κι αν αυτό που διακυβεύεται, τελικώς αποδειχτεί επωφελές. Με μία επίκληση στη σύγχρονη ψυχολογία επιχειρεί άρθρο του Economist να ερμηνεύσει το φαινόμενο «Χονγκ Κονγκ» που τις τελευταίες εβδομάδες έχει παραλύσει από τις ογκώδεις διαδηλώσεις.
Ένα αμφιλεγόμενο νομοσχέδιο ήταν αρκετό για να βγάλει σχεδόν το ένα τρίτο του συνολικού πληθυσμού της πρώην βρετανικής αποικίας στους δρόμους.
Οι άνθρωποι κάνουν αισθητή τη δυσφορία τους επιδιώκοντας την απόσυρση του νομοσχεδίου που, αν εγκριθεί, θα ανάψει το πράσινο φως για την έκδοση υπόπτων από την επικράτεια του Χονγκ Κονγκ στην ηπειρωτική Κίνα. Γιατί αυτό είναι προβληματικό; Μα γιατί θα ανοίξει ο ασκός του Αιόλου για τη στοχοποίηση, τις διώξεις, το πογκρόμ κατά αντιφρονούντων, ακτιβιστών και ανθρώπων που ασκούν κριτική, οι οποίοι θα καταλήγουν σε ένα σύστημα δικαιοσύνης το οποίο, όπως αναφέρει χαρακτηριστικά η Διεθνής Αμνηστία «χαρακτηρίζεται από ρεκόρ αυθαίρετης κράτησης, βασανιστηρίων και άλλων ειδών κακομεταχείρισης, σοβαρές παραβιάσεις δικαιωμάτων δίκαιης δίκης, εξαναγκαστικές εξαφανίσεις και διάφορες πρακτικές κράτησης σε συνθήκες απομόνωσης χωρίς δίκη».
Οι διαδηλωτές δεν κατάφεραν – προσώρας – πολλά, αλλά κατάφεραν κάτι: Την αναβολή της συζήτησης επί του νομοσχεδίου. Κάποιου είδους αναδίπλωση, δηλαδή, από πλευράς της επικεφαλής της τοπικής κυβέρνησης – και εκλεκτής του Πεκίνου – Κάρι Λαμ ώστε να κατευνάσει την εκρηκτικότητα της συγκυρίας και, παράλληλα, μία πίστωση χρόνου για ανασύνταξη και εντατικοποίηση της δράσης τους.
Η άμεση και δυναμική κινητοποίηση εκατομμυρίων ανθρώπων απέναντι σε κάτι που αφορά όχι άμεσα τους ίδιους, πλην όμως καταφανώς επικίνδυνο, προσωπικά μού προκαλεί κυρίως θαυμασμό και δευτερευόντως κάποιου είδους ζήλια. Ζήλια γιατί θα μπορούσαν τα δικά μας τελευταία δέκα χρόνια να είναι ολωσδιόλου αλλιώτικα, αν – παρότι με «αν» δεν γράφεται ιστορία – δείχναμε ανάλογο ζήλο για τα δικαιώματα και τις ζωές μας.
Εδώ δεν είχαμε να κάνουμε με ένα νομοσχέδιο δυνητικά επικίνδυνο για την ελευθερία έκφρασης και τα ανθρώπινα δικαιώματα. Εδώ είχαμε να κάνουμε με πολλά νομοσχέδια που αποδείχτηκαν όχι απλώς επικίνδυνα, αλλά σαρωτικά για το παρόν και το μέλλον των πολλών.
Η αντίδρασή μας όλα αυτά τα χρόνια των μνημονίων και των κατασταλτικών οικονομικών πολιτικών υπήρξε χλιαρή, αποσπασματική, εν τέλει αναποτελεσματική. Ακόμα κι όταν υπήρξαν δυναμικά κινήματα κατά των δρομολογούμενων ή εφαρμοζόμενων μέτρων από τις εκάστοτε κυβερνήσεις, θα έλεγε κανείς πως κι αυτά υπονομεύτηκαν από τη συγκρουσιακή λογική της διχόνοιας που επικρατεί στη χώρα μας αλλά και στο βραχύπνοο πάθος μας που γρήγορα ξεθυμαίνει – και μας ξαναβυθίζει στην άνεση του καναπέ μας και την ασφάλεια της οθόνης…
Αυτά σε συνδυασμό με τη συντονισμένη και καταιγιστική εκστρατεία εκ μέρους μερίδας πολιτικών και δημοσιογράφων που καταδίκαζε τους πολίτες ως «εθνικά ένοχους» γιατί έζησαν καλύτερες μέρες, ή γιατί έριξαν έξω το κράτος και τις τράπεζες πουλώντας ή αγοράζοντας χωρίς απόδειξη την τυρόπιτά τους και αθώωνε ως «σωτήρες» όσους εμπνεύστηκαν, επέβαλλαν ή εφάρμοσαν τη δημοσιονομική πολιτική των τελευταίων χρόνων, φτάσαμε να αξίζουμε το στίχο – κατάρα του Αγγελάκα στο «Σαράβαλό» του «η φτώχεια είναι πιο φρόνιμη αν νιώθει ότι φταίει».
Κι από «φρόνιμους», τι «Χονγκ Κονγκ» να περιμένει κανείς…