Το δίκτυο 5G και τα γεωπολιτικά παιγνίδια
Οι χαμηλοί τόνοι κυριαρχούν από όλες τις πλευρές, όπως αρμόζει σε αυτές τις περιπτώσεις, για τη μεγάλη σύγκρουση που μαίνεται στο παρασκήνιο μεταξύ των Γερμανικών και των Αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών ασφαλείας.
Πριν λίγες ημέρες την έντονη αντίδραση της Καγκελαρίου Μέρκελ προκάλεσε η παρέμβαση του πρεσβευτή των ΗΠΑ στο Βερολίνο Ρίτσαρντ Γκρενέλ για την υπόθεση της πιθανής συνεργασίας της Γερμανίας με την κινεζική Huawei στην κατασκευή του δικτύου κινητής τηλεφωνίας 5G.
Σε επιστολή του προς τον υπουργό Οικονομίας Πέτερ Αλτμάιερ, ο κ. Γκρενέλ ανακοίνωνε προς τη γερμανική κυβέρνηση ότι οι ΗΠΑ θα περιορίσουν ή και θα διακόψουν πλήρως τη συνεργασία τους με τις γερμανικές μυστικές υπηρεσίες, εφόσον για την κατασκευή του νέου δικτύου επιλεγεί η εταιρία της Κίνας.
Η Καγκελάριος από την πλευρά της απέρριψε τις απειλές του αμερικανού διπλωμάτη, τονίζοντας ότι «η ασφάλεια είναι ύψιστο αγαθό και στην κατασκευή του δικτύου 5G οι Γερμανοί θα προσδιορίσουν οι ίδιοι τα κριτήρια». Η Καγκελάριος πρόσθεσε ακόμη ότι είναι αυτονόητο να συνομιλήσει για το συγκεκριμένο θέμα με τους Ευρωπαίους εταίρους της.
Αντιδράσεις όμως υπήρξαν και από άλλους χριστιανοδημοκράτες: ο εκπρόσωπος της Χριστιανοδημοκρατικής Ένωσης (CDU) για τα θέματα εξωτερικής πολιτικής Γιούργκεν Χαρντ δήλωσε «και σε ό,τι αφορά το νέο δίκτυο, έχουμε πάντα στο μυαλό μας την ασφάλεια, ενώ ο στόχος μας είναι το ασφαλέστερο και καλύτερο δυνατό δίκτυο για τη Γερμανία».
Ακόμη πιο έντονη ήταν η αντίδραση του διευθυντή της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του CDU Μίχαελ Γκρόσε-Μπρέμερ: «Αυτή η κυβέρνηση δεν χρειάζεται καμία προτροπή ή υπόδειξη από τον αμερικανό πρεσβευτή, προκειμένου να προχωρήσει στα λογικά από πλευράς εσωτερικής ασφάλειας βήματα».
Οι Γερμανικές παρεμβατικές δηλώσεις δεν πέρασαν καθόλου απαρατήρητες από την Αμερικανική πλευρά.
Στο παρασκήνιο, οι Αμερικανοί θεωρούν ότι ο Γερμανικός παράγοντας έχει χαράξει τη δικιά του γραμμή σε σειρά κρίσιμων τομέων για τη γεωπολιτική και την Ευρωπαϊκή ασφάλεια.
Είναι κοινό μυστικό ότι οι Γερμανοί αναπτύσσουν ιδιαίτερες σχέσεις τόσο με τη Ρωσία όσο και με την Κίνα ενώ κατηγορούν τους Αμερικανούς ότι δεν κάνουν «τα στραβά μάτια» σε σειρά …. σκοτεινών υποθέσεων ενδιαφέροντος τους.
Πριν τρία χρόνια από Αμερικανική έρευνα ξεκίνησαν οι κατηγορίες κατά του τομέα της Γερμανικής Deutsche Bank στην Ρωσία και πριν λίγους μήνες στην Δανία.
Αμερικάνοι εισαγγελείς ήρθαν σε επαφή με την Deutsche Bank για να λάβουν πληροφορίες σχετικά με συναλλαγές που διενεργήθηκαν για λογαριασμό τραπεζικού υποκαταστήματος στην Εσθονία που συνδέεται με έρευνα για ξέπλυμα χρήματος.
Η Deutsche Bank είχε σχέσεις τραπεζικής ανταπόκρισης με εσθονικό υποκατάστημα της Δανικής Danske Bank, το οποίο έχει βρεθεί στο επίκεντρο διεθνών ερευνών.
Η δανέζικη τράπεζα αναγνώρισε ότι το υποκατάστημα μετέφερε εκατοντάδες εκατομμύρια δολάρια, στο παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα, μεγάλο μέρος των οποίων προέρχονταν από παράνομες δραστηριότητες στη Ρωσία.
Είχε προηγηθεί ο θόρυβος για παρακολουθήσεις ,με αφορμή την ασφάλεια και με την σύμφωνη γνώμη των Γερμανικών υπηρεσιών, χιλιάδων Ευρωπαίων πολιτών, από αμερικανική υπηρεσία ασφαλείας. Οι τότε απορίες είχαν σχέση με το ποιος έκανε τη διαρροή των συγκεκριμένων προγραμμάτων.
Οι Αμερικανοί πάντα υποπτεύονταν τους Γερμανούς.
Σήμερα οι Γερμανοί βάζουν από το παράθυρο την Κίνα στο τομέα των τηλεφωνικών επικοινωνιών ,αγνοώντας έμμεσα τον συμμαχικό Αμερικανικό παράγοντα.
Αν δώσει κανείς σημασία στα λεγόμενα της απερχόμενης Μέρκελ η Ελλάδα θα κληθεί και αυτή ως μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης να διατυπώσει άποψη.
Τέτοιου είδους ζητήματα δεν αντιμετωπίζονται μόνο σε επίπεδο των Ελληνικών υπηρεσιών ασφάλειας η των υπηρεσιών του αρμόδιου υπουργείου ψηφιακής πολιτικής.
Τέτοιου είδους ζητήματα άπτονται των αποφάσεων του υπουργικού συμβουλίου και της Ελληνικής πολιτικής ηγεσίας, με γνώμονα πάντα τα εθνικά συμφέροντα αλλά και την άρρηκτη σχέση που έχει οικοδομήσει η Ελλάδα, με χώρες που μας συμπαραστέκονται, στις εξ ανατολών προκλήσεις.
Τέτοιας βαρύτητας αποφάσεις, όταν τεθούν, πρέπει να διαθέτουν μακροπολιτικά χαρακτηριστικά και να εξετάζονται με βάση την Ευρωπαϊκή αλληλεγγύη και το κυρίαρχο εθνικό συμφέρον.