Τουρκία: Η πορεία προς τον αυταρχισμό και ο νέος αντιδυτικισμός
To 2002, με την άνοδο του ΑΚΡ στην εξουσία ξεκινά μια πρώιμη προσπάθεια εναρμόνισης της Τουρκίας με τους κανόνες του ευρωπαïκού status quo. Ίσως βέβαια η στάση αυτή του ΑΚΡ να ήταν κυρίως εργαλειακή κι όχι προσπάθεια εκδημοκρατισμού της χώρας και προώθησης της υποψηφιότητάς της ως πλήρους μέλους της ΕΕ.
Ίσως να εξυπηρετούσε, στην πραγματικότητα, δύο μακροπρόθεσμους στόχους του τότε κυβερνώντος κόμματος: τη διασφάλιση διεθνούς κύρους και νομιμοποίησης και την εγγύηση της εσωτερικής πολιτικής ασφάλειας. Η ρητορική της υπεράσπισης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των δυτικών αξιών, όπως και ολόκληρη η διαδικασία εξευρωπαϊσμού, εξυπηρετούσε τις ανάγκες μιας ανερχόμενης πολιτικής τάξης προς εδραίωση της εξουσίας της, στο εσωτερικό σύστημα ισχύος της Τουρκίας. Μέσω αυτής της διαδικασίας, το ΑΚΡ κατάφερε να διευρύνει την κοινωνική του βάση, να περιορίσει σημαντικά τη επιδραστικότητα του άλλοτε πανίσχυρου στρατεύματος και να σχηματίσει πολυμερείς διεθνείς συμμαχίες, έστω παροδικά.
Όσο αυτή η πολιτική τάξη, συσπειρούμενη γύρω από τους μηχανισμούς του ΑΚΡ, κατάφερνε να εδραιώνει την εξουσία της, ελέγχοντας όλο και περισσότερο την κρατική και στρατιωτική γραφειοκρατία, τόσο ο ευρωπαϊκός προσανατολισμός, και κατ’ επέκταση η δημοκρατικοποίηση της Τουρκίας έφθινε. Η νομιμοποίησή της κυβέρνησης έναντι των διεθνών θεσμών αποδυναμωνόταν ενώ ο δρόμος προς τον αυταρχισμό ήταν στρωμένος μεθοδικά.
Η προσωποποίηση της ισχύος και ο δρόμος προς τον αυταρχισμό
H κριτική και η οργή των μαζικών διαδηλώσεων του Μαΐου και Ιουνίου του 2013 στο πρόσωπο του Ερντογάν κι όχι στις κυβερνητικές πολιτικές του ΑΚΡ στο σύνολό τους, συνέβαλε ασυνείδητα στην οριστική αφύπνιση μιας τάσης που υπέβοσκε για χρόνια: αυτής της προσωποποίησης της εκτελεστικής εξουσίας. Το όνομα Ερντογάν είχε πια επισκιάσει αυτό του ΑΚΡ, στη συλλογική συνείδηση. Οι ίδιες οι αντίτιθέμενες σε αυτόν κοινωνικές δυνάμεις του είχαν δώσει την ευκαιρία να ιδιοποιηθεί το σύνολο της πολιτικής σφαίρας. Tο φαινόμενο αυτό επέφερε με τη σειρά του, αυτόματα, μια συμβολικη -και όχι μόνο- εξασθένιση της Προεδρίας ως θεσμού αλλά και του ίδιου του κόμματός του.
Η καταδίκη της ΕΕ όχι μόνο ώς προς τον χειρισμό των διαδηλώσεων απο πλευράς της Τουρκίας αλλά κι απέναντι στο Αιγυπτιακό πραξικόπημα του Ιουλίου του 2013 και στην χρήση χημικών από τον Άσαντ τον ίδιο χρόνο, έκανε τον Ερντογάν να θεωρήσει ότι η Δύση εμφορείται κυρίως από αντι-ισλαμιστική προκατάληψη. Επιπλέον, οι κατηγορίες και οι δικαστικές επιχειρήσεις εναντίον σημαινόντων στελεχών του κόμματός του (μεταξύ άλλων και του υιού του), οι παρατεταμένες συγκρούσεις με τους γκιουλενιστές, ο ανταρτοπόλεμος του ΡΚΚ το 2015 και το πραξικόπημα του Ιουλίου του 2016, δημιούργησαν στον Ερντογάν μια ισχυρότατη αίσθηση ανασφάλειας και κινδύνου ως προς την εξουσία κι ίσως και την πολιτική του επιβίωση.
Βασική συνέπεια όλων αυτών των ρευμάτων ήταν η πλήρης ασφαλειοποίηση της τουρκικής δημόσιας σφαίρας και η καθιέρωση μιας αέναης κατάστασης έκτακτης ανάγκης. Ο Ερντογάν κατάφερε να εκμεταλλευτεί το κλίμα σχετικής κοινωνικής ενότητας που απέρευσε από το αποτυχημένο πραξικόπημα ωστε να εξασφαλίσει νομιμοποίηση για μια σειρά αντιδημοκρατικών πρακτικών και για τον αυταρχικό επανασχεδιασμό του τουρκικού κράτους.
Η υποκρισία της Δύσης και ο νέος αντιδυτικισμός
Η αντιδυτική προκατάληψη που ήρθε να κυριαρχήσει στην Τουρκία, ιδίως μετά το πραξικόπημα του 2016 βασίζεται εν πολλοίς στην αντίληψη ότι η Δύση μονίμως εχθρεύεται και υπονομεύει την γείτονα, αντίληψη η οποία είναι διάχυτη τόσο μεταξύ των πολιτικών ελίτ όσο και των χαμηλώτερων κοινωνικών στρωμάτων. Το γεγονός ότι η πλειοψηφία του τουρκικού Λαού πιστεύει ότι η δυτικές δυνάμεις είχαν κάποιου είδους εμπλοκή στο πραξικόπημα του Ιουλίου του 2016 εντείνει την αδιέξοδη και ελάχιστα νομιμοποιήσιμη σχέση μεταξύ των δύο πλευρών.
Η απροθυμία της Δύσης να φανεί άμεσα αλληλέγγυα με τον Τουρκικό Λαό έπειτα από ένα πραξικόπημα που στοίχησε την ζωή σε 270 πολίτες και άφησε σοβαρά τραυματισμένους άλλους 2000 έχει εντείνει σε μεγάλο βαθμό το αίσθημα εναντίωσης και καχυποψίας της εκεί κοινής γνώμης. Η αδυναμία αυτή ενίσχυσε στο λαϊκό θυμικό μια λογική περί double standards, που διαμορφώνεται ως εξής: Η Δύση ανέχεται, αν όχι ενθαρρύνει την διενέργεια πραξικοπημάτων εναντίον μη δυτικών, ιδίως ημιισλαμιστικών κυβερνήσεων. Σε περίπτωση παρόμοιας κατάστασης σε μια χώρα της ευρωπαϊκής τάξης, το πιθανότερο είναι ότι άπαντες οι Ευρωπαίοι ηγέτες θα συνέρρεαν σ’αυτή τη χώρα προς εκδήλωση της αποδοκιμασίας τους και την αλληλεγγύης τους στους πολίτες και την κυβέρνησης της. Πράγμα που δεν συνέβη στην περίπτωση της Τουρκίας.
Πρόκειται για ακόμη μια περίπτωση όπου τα λεγόμενα double standards της δυτικής εξωτερικής πολιτικής και η υποκρισία της Δύσης χρησιμοποιείται ως ιδεολογική βάση υπονόμευσης κι εναντίωσης της φιλελεύθερης τάξης.
Ένα ακόμη στοιχείο που ενισχύει την αντίληψη περί υποκρισίας της Δύσης είναι το γεγονός ότι η συμπόρευση με το ευρωπαϊκό κεκτημένο δεν εγγυήθηκε στο παρελθόν την προώθηση της ενταξιακής διαδικασίας. Γιατί, για παράδειγμα, την περίοδο 2002-2007, ομολογουμένως την πιο μεταρρυθμιστική περίοδο στην ιστορία της Τουρκίας, το άνοιγμα των ενταξιακών διαπραγματεύσεων ακολούθησε η υπονόμευση που επέφερε η εκλογή Μέρκελ στην Γερμανία, το 2005 και του Σαρκοζύ στην Γαλλία, το 2007; Ίσως οι εξελίξεις στις διαπραγματεύσεις δεν καθορίστηκαν εν τέλει από την πρόοδο της φιλελευθεροποίησης της Τουρκίας αλλά από τις εκτιμήσεις των ευρωπαϊκών δυνάμεων σχετικά με τις συνέπειες μιας τέτοιας κίνησης για τα εθνικά τους συμφέροντα. Εξ’ άλλου για την Δύση, η γεωπολιτική θέση της Τουρκίας υπήρξε ανέκαθεν εξίσου σημαντική με τον δημοκρατικό της χαρακτήρα. Και κάποτε περισσότερο. Πολλές φορές όταν η Ευρώπη αντιμετώπιζε απειλές ασφάλειας, έκλεινε τα μάτια στο σχετικό με την δημοκρατία και τα ανθρώπινα δικαιώματα σκέλος των σχέσεων με την Τουρκία, προς επίτευξη ρεαλιστικών στόχων. Ένα παράδειγμα είναι η συμφωνία ΕΕ - Τουρκίας για τους πρόσφυγες. Επιπλέον, η απροθυμία της ΕΕ να καταδικάσει το Αιγυπτιακό πραξικόπημα του 2013 και οι υποστηρικτικές προσκλήσεις προς τον Σισι να επισκεφτεί Παρίσι και Βερολίνο, δείχνουν ότι αυτό που έγινε αντιληπτό ως σταθερότητα στην Μέση Ανατολή, υπερκέρασε τα αξιακά εμπόδια στην άσκηση εξωτερικής πολιτικής.
Σε κάθε περίπτωση, η Τουρκία δεν βλέπει πια τη Δύση ως σημείο αναφοράς ούτε εμφορείται από αισθήματα κατωτερότητας, όπως συνέβαινε την εποχή του Ψυχρού Πολέμου. Βλέπει τον εαυτό της μάλλον ως ανεξάρτητο γεωπολιτικό παίκτη, ισότιμο των μεγάλων δυνάμεων, σε μια παγκόσμια σκακιέρα ανταγωνισμού. Και αυτό το στοιχείο δεν μπορεί να παραβλεφθεί από το μελλοντικό πλαίσο συνεργασίας Δύσης - Τουρκίας.
* Ο Βασίλης Γαβαλάς είναι συνεργάτης πολιτικής στο ΔΙΚΤΥΟ για τη Μεταρρύθμιση στην Ελλάδα και την Ευρώπη