Η επαρκής τιμωρία των ενόχων είναι απαραίτητη για να μην θρηνήσουμε άλλους νεκρούς
Οι καταστροφικές πυρκαγιές της 23ης Ιουλίου 2018 έχουν τώρα σβήσει.
Ο απολογισμός είναι τραγικός. Πάνω από 87 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους στο Μάτι και στο Νέο Βουτζά, ενώ οι υλικές καταστροφές είναι ανυπολόγιστες.
Σε προηγούμενο άρθρο μου αναφέρθηκα στην πολιτική ευθύνη του Πρωθυπουργού, της Κυβέρνησης και των κρατικών στελεχών που διαχειριζόμενοι την κρίση απέτυχαν να εκκενώσουν τους απειλούμενους οικισμούς.
Μία από τις βασικές λειτουργίες του Κράτους είναι η προστασία της ζωής και της περιουσίας των πολιτών. Τα τραγικά συμβάντα της 23ης Ιουλίου 2018 αποδεικνύουν ότι το Κράτος στην Ελλάδα και η σημερινή Κυβέρνηση δεν ανταποκρίθηκαν σε αυτήν την θεσμική υποχρέωση που έχουν αναλάβει έναντι των πολιτών του.
Δεν είναι όμως η πρώτη φορά που συμβαίνει κάτι τέτοιο.
Τον Αύγουστο 2007, στις πυρκαγιές της Ηλείας, έχασαν τη ζωή τους 36 άνθρωποι. Σύμφωνα με την εισαγγελική έρευνα, οι 26 από αυτούς κάηκαν ζωντανοί σε χρονικό διάστημα 15 λεπτών (15:45 – 16:00), εγκλωβισμένοι με τα αυτοκίνητα τους σε μια επαρχιακή οδό που έζωσαν οι φλόγες.
11 χρόνια μετά, θρηνούμε και πάλι θύματα.
Γιατί μέσα σε τόσα χρόνια δεν λήφθηκαν τα αναγκαία μέτρα για να μην χάνονται ανθρώπινες ζωές;
Στη συνέχεια θα επιχειρήσω να απαντήσω το ερώτημα αυτό.
Οι κρατικοί αξιωματούχοι, και οι εκλεγμένοι εκπρόσωποι των πολιτών που είχαν θεσμική και ποινική ευθύνη για την διαχείριση της κρίσης την 23η Ιουλίου 2018 απέτυχαν οικτρά, και θα πρέπει να παραπεμφθούν στη δικαιοσύνη και να τιμωρηθούν. Αυτή είναι η ελάχιστη απαίτηση των πολιτών μιας ευνομούμενης πολιτείας.
Σε ποιο βαθμό όμως μπορεί ικανοποιηθεί αυτή η απαίτηση; Μπορεί να υπάρξει επαρκής τιμωρία των υπευθύνων που υπέπεσαν σε αδικήματα κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους;
Την Τρίτη 24 Ιουλίου 2018 η Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ξένη Δημητρίου διαβίβασε σειρά δημοσιευμάτων στον προϊστάμενο της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Ηλία Ζαγοραίο με την εντολή να διερευνηθούν τα πάντα σχετικά με τις πυρκαγιές της 23ης Ιουλίου 2018.
Η δικαιοσύνη σαν θεσμός του Κράτους θα κινηθεί μέσα στα πλαίσια των κειμένων θεσμών, νόμων και διατάξεων. Είναι όμως αυτό το πλαίσιο ικανό να αποδώσει δικαιοσύνη; Και είναι η λειτουργία της δικαιοσύνης στην Ελλάδα σήμερα ικανή να αποδώσει αποτελέσματα σε ένα εύλογο χρονικό διάστημα;
Και τα δύο ερωτήματα είναι ανεξάρτητα από τις ικανότητες, την ακεραιότητα και τον επαγγελματισμό των δικαστικών λειτουργών που θα εμπλακούν στην υπόθεση, που τα θεωρώ όλα δεδομένα.
Το πρώτο από τα δύο ερωτήματα έχει να κάνει με την νομοθετική εξουσία, το δεύτερο είναι αρμοδιότητα της εκτελεστικής εξουσίας.
Ξεκινώ με το πρώτο ερώτημα: Είναι επαρκές το υπάρχον νομοθετικό πλαίσιο για την παραδειγματική τιμωρία των υπευθύνων; Είναι δηλαδή οι ισχύοντες νόμοι αρκούντως αυστηροί προκειμένου αφενός να τιμωρηθούν οι ένοχοι και αφετέρου να λειτουργήσουν ως αρνητικό κίνητρο για τους ενεργούς δημόσιους λειτουργούς και εκλεγμένους εκπροσώπους των πολιτών που κατέχουν θέσεις ευθύνης;
Αν πάρουμε για σημείο αναφοράς την φωτιά της 24ης Αυγούστου 2007 στην Ηλεία, όπου έχασαν τη ζωή τους 36 άνθρωποι.
Τον Δεκέμβριο του 2012 το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Ηλείας βρήκε ένοχους τους 5 από τους 6 κατηγορούμενους και επέβαλε στους τέσσερις από αυτούς την ανώτατη προβλεπόμενη ποινή για πλημμέλημα, 10 χρόνια με αναστολή. Ο πέμπτος ένοχος καταδικάστηκε σε 5 χρόνια με αναστολή.
Σημειώνω ότι οι ποινές φυλάκισης που επέβαλε το δικαστήριο είναι: 59,5 χρόνια σε δύο κατηγορουμένους, 49,7 σε δύο κατηγορουμένους, και 5 χρόνια στον πέμπτο. Όμως επειδή τα αδικήματα είναι πλημμεληματικά, η ανώτατη εκτιτέα ποινή για κάθε κατηγορούμενο δεν μπορεί να υπερβαίνει τα 10 έτη και η έφεση έχει ανασταλτικό χαρακτήρα.
Το Νοέμβριο 2014 το Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Πατρών καταδίκασε σε κάθειρξη 10 ετών εξαγοράσιμη τους τέσσερις από τους πέντε κατηγορουμένους, και αθώωσε τον πέμπτο. Οι δύο από τους τέσσερις προσέφυγαν στον Άρειο Πάγο.
Τέλος, τον Οκτώβριο 2015 το Ποινικό Τμήμα Αρείου Πάγου, κατέστησε τελεσίδικη και αμετάκλητη την απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων με την οποία καταδικάστηκαν οι δύο κατηγορούμενοι που προσέφυγαν σε φυλάκιση 10 ετών ο καθένας. Οι ποινές είναι εξαγοράσιμες προς 5 ευρώ την ημέρα και το ποσό της εξαγοράς θα καταβληθεί σε μηνιαίες δόσεις των 1.200 ευρώ.
Από τα παραπάνω προκύπτει ότι οι δικαστικοί λειτουργοί εξάντλησαν τα περιθώρια που τους έδινε το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο, και απένειμαν δικαιοσύνη μέσα στο πλαίσιο αυτό, όπως εξάλλου ήτανε και η αποστολή τους. Όσον όμως αφορά το τελικό αποτέλεσμα προκύπτουν ερωτήματα για το πλαίσιο αυτό.
Κανείς κατηγορούμενος που βρέθηκε ένοχος δεν μπήκε ούτε μια μέρα στη φυλακή. Κρίνοντας εκ του αποτελέσματος αυτού, δεν θα μπορούσα να χαρακτηρίσω το ισχύον πλαίσιο αρκούντως αυστηρό, άρα ούτε επαρκές, μάλλον θα έλεγα ότι ισχύει το αντίθετο. Ισχυρίζομαι ότι το επιεικές αυτό αποτέλεσμα δεν ικανοποιεί το υπάρχον αίσθημα δικαίου. Το ισχύον πλαίσιο είναι επιεικές και ως εκ τούτου ανεπαρκές.
Σημειώνω ότι κάτι τέτοιο δεν ισχύει σε άλλους τομείς, όπου το νομικό πλαίσιο είναι και αυστηρό και επαρκές.
Για να αλλάξει όμως το ισχύον νομικό πλαίσιο θα πρέπει να νομοθετήσει σχετικά η Βουλή των Ελλήνων. Και για να γίνει κάτι τέτοιο θα πρέπει να υπάρχει πολιτική βούληση.
Περνάω τώρα στην δεύτερη ερώτηση: Είναι η λειτουργία της δικαιοσύνης στην Ελλάδα σήμερα ικανή να αποδώσει αποτελέσματα σε ένα εύλογο χρονικό διάστημα;
Η δίκη στο Τριμελές Πλημμελειοδικείο Ηλείας άρχισε την 8/3/2012 και η με αριθμό 539/2012 απόφαση του εκδόθηκε την 4/12/2012. Η εκδίκαση στο εφετείο άρχισε την Άνοιξη του 2014 και ολοκληρώθηκε το Νοέμβριο του ίδιου χρόνου. Σε κάποια φάση μάλιστα οι διαδικασίες προχωρούσαν με τόσο βραδύ ρυθμό που υπήρχε ορατός κίνδυνος να εξαντληθεί η 8ετία της παραγραφής των αδικημάτων (Αύγουστος 2015). Η πρωτόδικη απόφαση κατέστη τελεσίδικη τον Νοέμβριο του 2015. Οκτώ χρόνια και τρείς μήνες μετά την τέλεση των σχετικών αδικημάτων.
Θεωρώ ότι το χρονικό διάστημα απονομής δικαιοσύνης εν προκειμένω δεν είναι εύλογο. Η απονομή δικαιοσύνης πρέπει να πραγματοποιείται με ταχύτερους ρυθμούς, ειδικά όταν αφορά τέτοιες πολύ σημαντικές υποθέσεις.
Δυστυχώς κάτι τέτοιο έχει επισημανθεί πολλές φορές εδώ και δεκαετίες, στο πλαίσιο συνολικής αξιολόγησης της επάρκειας λειτουργίας της δικαιοσύνης στην Ελλάδα, και παρόλα αυτά δεν έχει γίνει τίποτε ουσιώδες. Η εκτελεστική εξουσία στην Ελλάδα δεν φαίνεται να είναι διατεθειμένη να πραγματοποιήσει τις αναγκαίες επενδύσεις και μεταρρυθμίσεις προκειμένου να αποδίδεται δικαιοσύνη με ταχύτερους ρυθμούς. Και στον τομέα αυτό λείπει η πολιτική βούληση.
Συνοψίζοντας, οι απαντήσεις στα δύο ερωτήματα που έθεσα στην αρχή του άρθρου τεκμηριώνουν το εν δυνάμει καθεστώς ατιμωρησίας των υπευθύνων. Η δικαιοσύνη αποδίδεται με πολύ αργούς ρυθμούς, ενώ το ισχύον νομικό πλαίσιο είναι τόσο επιεικές που είναι σχεδόν απίθανο να καταλήξει κανείς στην φυλακή έστω και για μικρό χρονικό διάστημα.
Με αυτά τα δεδομένα δεν πρέπει να προκαλεί εντύπωση το ότι τα τραγικά συμβάντα επαναλαμβάνονται και τόσοι άνθρωποι χάνουν άδικα τη ζωή τους.
Ο κατέχων θέση ευθύνης μπορεί να είναι όσο ανεύθυνος θέλει, αφού καλά το ξέρει ότι σε τελική ανάλυση δεν θα μπει στην φυλακή και θα την γλυτώσει με μια εξαγοράσιμη ποινή, και όλα αυτά θα συμβούν, αν συμβούν, πολλά χρόνια μετά.
Οι πολιτικοί φορείς και ηγέτες της χώρας, ειδικά δε εκείνοι που φιλοδοξούν να αναλάβουν την διακυβέρνηση μετά τις εκλογές, έχουν λοιπόν σήμερα μπροστά τους την πρόκληση αλλά και την ευκαιρία να τοποθετηθούν στο θέμα και να ενεργήσουν σχετικά, προκειμένου:
• Να αλλάξει σημαντικά προς το αυστηρότερο το ισχύον νομικό πλαίσιο, και
• Να επιταχυνθούν σημαντικά οι ρυθμοί απονομής δικαιοσύνης
Στις επερχόμενες εκλογές οι πολίτες της Ελλάδος θα έχουν την ευκαιρία να περιλάβουν στα κριτήρια με τα οποία θα ψηφίσουν και τα παραπάνω. Ελπίζω ότι θα το πράξουν. Αλλιώς όλος ο θρήνος η οργή και ο ολοφυρμός αυτών των ημερών θα πάει χαμένος.
*Ο Νίκος Μορόπουλος είναι Σύμβουλος Εταιρικών Μετασχηματισμών (MSc)