Το προεδρικό σύστημα ή το «καθεστώς της 15ης Ιουλίου»; Η κανονικοποίηση της εξαίρεσης στην Τουρκία
Οι ακαδημαϊκές έρευνες και οι γενικότερες αναζητήσεις σε σχέση με την πολιτική ιστορία της Τουρκίας συχνά διακρίνονται από την κοινή τους θεώρηση για την προβληματική των στρατιωτικών πραξικοπημάτων σε σχέση με την ανάπτυξη της δημοκρατίας στη χώρα. Είναι μάλιστα κοινός τόπος η διαπίστωση ότι τα πραξικοπήματα στη σύγχρονη ιστορία της Τουρκίας αποτέλεσαν ένα από τα καθοριστικά εμπόδια στην εξέλιξη του εκδημοκρατισμού. 27 Μαΐου 1960, 12 Μαρτίου 1971, 12 Σεπτεμβρίου 1980, 28 Φεβρουαρίου 1997, αλλά και 15 Ιουλίου 2016, είναι ημερομηνίες «σταθμοί» στην βίαιη ιστορία των στρατιωτικών επεμβάσεων. Το κάθε πραξικόπημα από τα προαναφερθέντα έχει το δικό του παραμύθι, τους δικούς του πραξικοπηματίες, τα δικά του θύματα, αλλά και τις «δικές του» κοινωνικοοικονομικές και πολιτικές επιπτώσεις.
Εκείνο που φαίνεται να διαφοροποιεί την τελευταία απόπειρα πραξικοπήματος στις 15 Ιουλίου 2016 από όλα τα προηγούμενα, δεν είναι μόνο η αποτυχία της προσπάθειας πραξικοπηματικής ανατροπής του Έρντογαν. Το εύρος της διαφοροποίησης έγκειται και στο ότι η 15η Ιουλίου άνοιξε ποικιλοτρόπως το δρόμο για μετάβαση της Τουρκίας στο προεδρικό σύστημα. Μια εξέλιξη ιστορικής τομής εάν ληφθούν υπόψη οι μακρόχρονες και όντως ιδιαίτερες κοινοβουλευτικές παραδόσεις της χώρας. Στην πραγματικότητα, η επισημοποίηση της μετάβασης της Τουρκίας στο προεδρικό σύστημα είναι αποτέλεσμα ιστορικών διαδικασιών, όμως είναι και προϊόν των «αστραπιαίων» εξελίξεων που προκλήθηκαν αμέσως μετά την αποτυχία του πραξικοπήματος της 15ης Ιουλίου.
Ένα πραξικόπημα ως «ιδεολογική ευλογία»
Οι συζητήσεις και αντιπαραθέσεις που ξεκίνησαν ήδη από την νύχτα της πραξικοπηματικής απόπειρας ήταν ενδεικτικές. Καταγράφηκε μια ιδιαίτερη επιμονή από την εξουσία Έρντογαν στην υπογράμμιση των ευθυνών του κοινοβουλευτικού συστήματος για την προετοιμασία και αναπαραγωγή των συνθηκών που ευνοούσαν τα πραξικοπήματα στη χώρα. Στο επίκεντρο του δημόσιου πολιτικού λόγου της κυβέρνησης τέθηκε η «εγγενής αδυναμία» του κοινοβουλευτικού συστήματος στην καταπολέμηση των αιτιών που οδηγούσαν στην επανάληψη των πραξικοπημάτων. Με λίγα λόγια, μια από τις καθοριστικές πτυχές του κεμαλικού κράτους παρουσιάστηκε ως το υπόβαθρο ανάπτυξης όλων των αντιδημοκρατικών εκφάνσεων της σύγχρονης ιστορίας της χώρας.
Παρά την ομολογουμένως ιστορική διάσταση των αντιπαραθέσεων για την υιοθέτηση του προεδρικού συστήματος στην Τουρκία, εντούτοις οι ιδεολογικές παραδόσεις νομιμοποίησης αυτής της αλλαγής δεν καταγράφονταν ως ηγεμονικές. Η ίδια η πραξικοπηματική απόπειρα λοιπόν λειτούργησε και ως μια βάση «αντεπίθεσης» για τις δυνάμεις που διαχρονικά στήριζαν το προεδρικό σύστημα με στόχο να καταφέρουν την οικοδόμηση των απαραίτητων «παραδόσεων». Γιατί το νέο καθεστώς χρειαζόταν, όπως και τα προηγούμενα, «το δικό του παραμύθι». Η διαλεκτική σχέση μεταξύ της 15ης Ιουλίου 2016 και του προεδρικού συστήματος καταγράφεται στο άρθρο του ίδιου του Έρντογαν που δημοσιεύθηκε την ημέρα της δεύτερης επετείου της απόπειρας πραξικοπήματος: «Από την άποψη των αποτελεσμάτων της, η 15η Ιουλίου έγινε τελικά ευλογία για τη χώρα μας, το έθνος και το μέλλον μας… Με το δημοψήφισμα της 16ης Απριλίου και τις εκλογές της 24ης Ιουνίου μεταφέραμε την Τουρκία σε ένα νέο σύστημα διοίκησης… Το αίμα των μαρτύρων μας που χύθηκε τη νύχτα της 15ης Ιουλίου πέραν από την υπεράσπιση της ανεξαρτησίας μας, άνοιξε νέες θύρες ενώπιον της χώρας μας. Μια σκοτεινή νύχτα έγινε ευκαιρία για ένα φωτεινό μέλλον του τουρκικού έθνους. Σε σύγκριση με την περίοδο πριν την 15η Ιουλίου σήμερα υπάρχει μια πιο ισχυρή, μια πιο αξιοπρεπής και μια πιο δημοκρατική Τουρκία».
Με αυτό τον τρόπο «οι πόρτες που άνοιξαν» το βράδι της 15ης Ιουλίου 2016, οδήγησαν στην κατασκευή των αναγκαίων «παραδόσεων», του απαραίτητου παραμυθιού της «Νέας Τουρκίας». Η ιδεολογία που αναπαράχθηκε γύρω από την αποτυχία του πραξικοπήματος της 15ης Ιουλίου, η προώθηση της άμεσης «συντηρητικής κινητοποίησης του δρόμου» για προάσπιση της κυβέρνησης ως ενός «δεύτερου απελευθερωτικού αγώνα», ήταν οι «ιδρυτικοί σταθμοί» του προεδρικού συστήματος που ολοκληρώθηκε δύο χρόνια μετά.
Η θεσμική φυσιολογικοποίηση της εξαιρετικής κατάστασης
Εάν σε ιδεολογικό επίπεδο η κληρονομιά της 15ης Ιουλίου διαμόρφωσε τη νέα εθνική ταυτότητα της χώρας και ενίσχυσε τους ηγεμονικούς φορείς της, σε θεσμικό επίπεδο οδήγησε στην επιδίωξη μεταφοράς του καθεστώτος έκτακτης ανάγκης ως μιας από τις βασικές δομές της νέας «κανονικής» περιόδου. Το πέρασμα της Τουρκίας στο προεδρικό σύστημα λοιπόν συνοδεύεται από την προσπάθεια μερικής ή ολικής «κανονικοποίησης» του καθεστώτος έκτακτης ανάγκης που επιβλήθηκε στις 20 Ιουλίου 2016 και διήρκησε για δύο συνεχόμενα χρόνια. Βεβαίως αυτό δεν συνιστά μια «τουρκική ιδιαιτερότητα». Είναι περισσότερο μια «νομοτελειακή» επιδίωξη: το καθεστώς εξαίρεσης σχεδόν πάντα επιδιώκει να κανονικοποιηθεί, να αποτελέσει το νέο φυσιολογικό κανόνα.
Από το βράδι της 20ης Ιουλίου 2016 όταν ανακηρύχθηκε το καθεστώς έκτακτης ανάγκης μέχρι και τη λήξη του στις 18 Ιουλίου 2018, η κυβέρνηση εξέδωσε 36 κυβερνητικά διατάγματα. Τα άρθρα τους ξεπέρασαν τα 1200, ενώ επέφεραν αλλαγές σε πάνω από 1000 άρθρα υφιστάμενων νομοθεσιών. Η συντριπτική πλειοψηφία των κυβερνητικών διαταγμάτων δεν είχε άμεση σχέση με την αιτία κήρυξης του καθεστώτος έκτακτης ανάγκης, δηλαδή την αντιμετώπιση της απόπειρας πραξικοπήματος. Αντίθετα οι αλλαγές που επιβλήθηκαν άγγιξαν με καθοριστικό τρόπο ζητήματα που ξεκινούσαν από την άμυνα και τον στρατό, τα θέματα της εθνικής ασφάλειας και του δικαστικού συστήματος, το πλαίσιο εργοδότησης στη δημόσια υπηρεσία και τη διοικητική δομή, τη δομή της παιδείας και της υγείας, μέχρι και τα κρίσιμα θέματα της οικονομίας, των προσανατολισμών της παραγωγικής δομής και του συστήματος κοινωνικών ασφαλίσεων.
Από τις 20 Ιουλίου 2016 μέχρι και τις 24 Δεκεμβρίου 2017, συνολικά 115.516 άτομα απολύθηκαν από τον δημόσιο τομέα. Σήμερα ο αριθμός αυτός υπολογίζεται ότι έχει ξεπεράσει τις 130 χιλιάδες ανθρώπους, οι οποίοι εξαιτίας της κοινωνικής και ιδεολογικής πίεσης που έχει δημιουργηθεί δεν μπορούν να εργοδοτηθούν ούτε στον ιδιωτικό τομέα. Μεταξύ αυτών ήταν 5.822 ακαδημαϊκοί και 33.337 δάσκαλοι ή/και καθηγητές μέσης εκπαίδευσης. Μέχρι και το Δεκέμβριο του 2017 απαγορεύτηκε η λειτουργία 19 συνδικαλιστικών οργανώσεων και 148 δημοσιογραφικών οργανισμών και εκδοτικών οίκων. Την ίδια περίοδο απαγορεύτηκε η λειτουργία 49 ιδιωτικών νοσηλευτηρίων/ιατρείων, 2.271 ιδιωτικών εκπαιδευτικών οργανισμών, 1.427 οργανώσεων/ενώσεων και 15 ιδιωτικών ιδρυμάτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Μέχρι και το Σεπτέμβριο του 2017, συνολικά 1.022 ιδιωτικές επιχειρήσεις πέρασαν στον έλεγχο του κράτους με το διορισμό κρατικού επιτρόπου. Η αξία τους υπολογίστηκε στα 47 δισεκατομμύρια τουρκικές λίρες και σε αυτές εργάζονται 49.928 άτομα, στα οποία απαγορεύτηκε η συνδικαλιστική οργάνωση. Από το Νοέμβριο του 2016 μέχρι σήμερα, τουλάχιστον 15 βουλευτές του φιλοκουρδικού Δημοκρατικού Κόμματος των Λαών (HDP) είναι κρατούμενοι. Το ίδιο συμβαίνει και με 68 δημάρχους εκλεγμένους με το κόμμα. Σε συνολικά 94 από τους 102 δήμους στους οποίους επικρατεί το HDP, διορίστηκε κρατικός επίτροπος και εκδιώχθηκαν οι εκλεγμένοι. Όλες αυτές είναι μόνο μερικές από τις πτυχές της «έκτακτης εμπειρίας» που βίωσε η χώρα. Όπως γίνεται κατανοητό, αυτές δεν είναι «απλές νομοθετικές ρυθμίσεις», αλλά μια συνολικότερη και βαθύτερη προετοιμασία του κοινωνικού πλαισίου μέσα στο οποίο επιδιώκεται όπως αναπτυχθούν οι νέες δομές εξουσίας.
Επομένως θα μπορούσε να υπογραμμιστεί ότι η περίοδος των τελευταίων δύο χρόνων στην Τουρκία ως μια περίοδος συνθηκών «εξαιρετικής κατάστασης», στιγματίστηκε από την διαδικασία μιας βαθιάς αλλαγής της αρχιτεκτονικής του κράτους και της εξουσίας. Η χώρα βίωσε έναν ολοκληρωμένο μετασχηματισμό στις σχέσεις μεταξύ κράτους-κοινωνίας, όμως σε ένα «μη κανονικό» πλαίσιο. Δεν θα ήταν υπερβολή να σημειωθεί ότι τα βασικά και ίσως πιο καθοριστικά στοιχεία του προεδρικού συστήματος «υιοθετήθηκαν» στη δομή του κράτους πριν ακόμα διεξαχθούν οι ταυτόχρονες προεδρικές και βουλευτικές εκλογές του 2018, με τις οποίες η Τουρκία επίσημα έδωσε τέλος στην κοινοβουλευτική δημοκρατία. Έτσι με την τυπική λήξη του καθεστώτος έκτακτης ανάγκης στις 18 Ιουλίου 2018, η Τουρκία εισήλθε στην «κανονική» περίοδο κουβαλώντας σχεδόν ολόκληρο το θεσμικό και νομικό οικοδόμημα της «εξαίρεσης» του προηγούμενου χρονικού διαστήματος. Από τα 36 κυβερνητικά διατάγματα που εκδόθηκαν με τη δικαιολογία της αντιμετώπισης του κινδύνου του πραξικοπήματος, τα 35 αποτελούν ήδη το «νομικό κεκτημένο» του προεδρικού συστήματος.
Προβληματικές πτυχές του αυταρχισμού και η περιορισμένη ηγεμονία
Όπως έχει συμβεί και σε άλλες περιπτώσεις ιστορικά, έτσι και στην Τουρκία σήμερα η έκτακτη ανάγκη ως ένα πολιτικό και νομικό καθεστώς δεν περιορίζεται τελικά στην χρονική διάρκεια για την οποία ανακηρύχθηκε και εφαρμόστηκε. Αντίθετα, πρόκειται για μια διαδικασία δυναμική. Η «έκτακτη ανάγκη» στην Τουρκία του Έρντογαν σχεδιάστηκε, εφαρμόστηκε και στην πορεία μετασχηματίστηκε με τρόπο που να υπηρετήσει την οικοδόμηση του πλαισίου της επόμενης περιόδου. Τελικά επικράτησε ως ένα πολύπλοκο, σύνθετο σύνολο θεσμών εξουσίας και κοινωνικών δυνάμεων που επιδίωξαν όχι μόνο να παράξουν τις νέες σχέσεις εξουσίας, αλλά και να επικρατήσουν ως οι «ιδρυτικές δυνάμεις» της νέας εποχής.
Ο εμβολιασμός της περιόδου του προεδρικού συστήματος στην Τουρκία από τα βασικά χαρακτηριστικά της προηγούμενης έκτακτης ανάγκης οδηγεί σε πολλά συμπεράσματα. Μεταξύ αυτών, επιβεβαιώνεται ότι η κατάσταση εξαίρεσης που μονίμως επιδιώκει να κανονικοποιηθεί, περνά μερικώς ή ολικώς στην επόμενη περίοδο, την υποτίθεται «κανονική». Όμως το σημαντικότερο είναι ότι το πέρασμα της Τουρκίας στο προεδρικό σύστημα συνοδεύεται και από το πέρασμα της ίδιας της εξουσίας Έρντογαν από τη διευρυμένη στην περιορισμένη ηγεμονία. Εξαιτίας πολλών παραγόντων και εξελίξεων, κυρίως την προηγούμενη δεκαετία, ο Έρντογαν έχει απωλέσει πολλά από τα εργαλεία κατάκτησης συναινέσεων των ευρύτερων στρωμάτων του πληθυσμού πέραν της συντηρητικής κοινωνίας. Αυτή η απώλεια έχει εντατικοποιήσει την ενεργοποίηση πολιτικής και ιδεολογικής καταστολής, έχει ενισχύσει την ανάγκη της εξουσίας στη δημιουργία των «δύο εθνών». Το ένα από τα οποία εκφράζει την εμβληματική ταυτότητα του «νέου Τούρκου πολίτη», ενώ το άλλο πρέπει να τεθεί στο περιθώριο ως μια «αντεθνική-αντιθρησκευτική» οντότητα.
Μέσα στο προαναφερθέν πλαίσιο λοιπόν φαίνεται ότι η νέα περίοδος που ξεκινά για την Τουρκία θα φέρει μαζί της κάποια βασικά ερωτήματα σε σχέση με τη βιωσιμότητα του αυταρχισμού. Από τη μια πλευρά πρέπει να θεωρείται δεδομένο ότι ο Έρντογαν έχει αποκτήσει ένα στρατηγικό πλεονέκτημα. Από τις εκλογές της 24ης Ιουνίου 2018 είναι ο εκπρόσωπος των κοινωνικών δυνάμεων που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο κατάφεραν να αναδειχθούν σε «ιδρυτικές δυνάμεις» της «Νέας Τουρκίας». Υπό αυτή την έννοια επιβεβαιώνεται ότι ο ίδιος μπορεί να στηρίξει την οικοδόμηση του νέου καθεστώτος βασισμένος στην ιδεολογική σύνθεση της τουρκικής Δεξιάς: τον ισλαμισμό, τον συντηρητισμό και τον εθνικισμό. Όμως από την άλλη πλευρά, οι πρόσφατες εξελίξεις πιστοποιούν ότι η ηγεμονία της νέας περιόδου συνοδεύεται από ρήγματα. Η απουσία «καθολικής συναίνεσης», η ύπαρξη της «αντίπαλης μισής Τουρκίας», αλλά και τα σημάδια ενός νέου κύκλου οικονομικής αποσταθεροποίησης, συγκροτούν προοπτικές αμφισβήτησης του αυταρχισμού. Συνεπώς η νέα εποχή, πέραν από τις ιστορικές της τομές, συνοδεύεται και από τις συνέχειες των πολυσύνθετων κοινωνικών αντιπαραθέσεων και ανακατατάξεων.
*Δρ. Νίκος Μούδουρος
Μεταδιδακτορικός Ερευνητής, Τμήμα Τουρκικών και Μεσανατολικών Σπουδών Πανεπιστημίου Κύπρου
21 Ιουλίου 2018