H πολιτική αβεβαιότητα θα κρατήσει τουλάχιστον μέχρι τον Ιανουάριο του 2020
Το πολιτικό γίγνεσθαι της Ελλάδας έχει μπει για τα καλά σε μια περίοδο αβεβαιότητας, που προμηνύεται ότι θα κρατήσει και μετά τις επερχόμενες γενικές εκλογές, τουλάχιστον μέχρι τον Ιανουάριο 2020. Μπορεί λοιπόν να είναι παρατεταμένη, να κρατήσει δηλαδή για ένα δυσανάλογα μεγάλο χρονικό διάστημα σε σχέση με τις αντοχές της οικονομίας και της κοινωνίας. Έχω την άποψη ότι μια παρατεταμένη πολιτική αβεβαιότητα δεν θα ωφελήσει ούτε την χώρα ούτε τον πολίτη, άρα από αυτήν θα χάσουμε και στο συλλογικό και στο ατομικό επίπεδο. Οι μόνοι κερδισμένοι από την αβεβαιότητα θα είναι εν δυνάμει κάποιοι από τους κομματικούς σχηματισμούς, ειδικά δε εκείνοι που διεκδικούν θέση στον χώρο που ανοίγεται ανάμεσα στα δύο κόμματα εξουσίας.
Η αξιολόγηση ενός πολιτικού φαινομένου πρέπει να γίνεται με βάση τις προτεραιότητες του κοινωνικού σχηματισμού μέσα στον οποίο εκδηλώνεται και αναπτύσσεται. Η πολιτική αβεβαιότητα στην Ελλάδα σήμερα δεν συμβάλει στην αντιμετώπιση των μεγάλων προκλήσεων που αντιμετωπίζουμε σαν χώρα. Είναι μια αβεβαιότητα που πηγάζει από την πόλωση του εκλογικού σώματος και την ρευστότητα που επικρατεί στον χώρο του κέντρου. Η διαρκής μετατόπιση του κ. Μητσοτάκη προς τα δεξιά, με κορύφωση την συμφωνία των Πρεσπών, έχει ανοίξει τον χώρο του κέντρου και δημιουργεί νέες δυναμικές.
Ο πρώτιστος στόχος της Ελλάδας σήμερα πρέπει να είναι η σταδιακή αποκατάσταση ενός κλίματος σταθερότητας και κανονικότητας στην οικονομία. Τέλος οι εκπλήξεις, τέλος οι επιδρομές στα πενιχρά βαλάντια των συνταξιούχων, τέλος στις λύσεις «σκηνικά θεάτρου», που πίσω από την πρόσοψη δεν υπάρχει τίποτε. Στο μαζικό επίπεδο, πρέπει να «φτιάξουμε ψυχολογία» για να το πω απλά. Χωρίς όμως φρούδες ελπίδες και απατηλά όνειρα. Χωρίς υποσχέσεις για την ανάσταση των νεκρών, και την επιστροφή στην αφθονία του 2000. Η επαναφορά της μαζικής ψυχολογίας όμως δεν μπορεί να γίνει μέσα σε κλίμα πολιτικής αβεβαιότητας. Αυτή πετυχαίνει ακριβώς το αντίθετο. Έχουμε πολύ δρόμο ακόμη για να επανέλθουμε ως οικονομία και ως «ψυχολογία» σε μια κανονικότητα, και σίγουρα δεν διαθέτουμε την πολυτέλεια να σπαταλάμε πολύτιμο χρόνο σε κοκορομαχίες και ανούσιες πολιτικές συγκρούσεις. Όταν όμως ο κόσμος δεν ξέρει ποιος είναι το αφεντικό, ποιος κάνει κουμάντο, τα πράγματα δεν μπορεί να βελτιωθούν.
Η επιστροφή στις διεθνείς αγορές για να μπορούμε να δανειζόμαστε αυτά που χρειαζόμαστε είναι μια σημαντική επιτυχία, αλλά δεν μπορεί να θεωρείται δεδομένη. Κρίνεται και κοστολογείται κάθε μέρα, με κάθε σχετική συναλλαγή των ελληνικών ομολόγων. Οι αγορές μισούν την αβεβαιότητα. Όσο πιο αβέβαια είναι η πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα, τόσο πιο βεβαρυμένο θα είναι το κλίμα στις αγορές. Και αυτό μεταφράζεται σε πρόσθετο κόστος που δεν το χρειαζόμαστε.
Χρειαζόμαστε επειγόντως άμεσες επενδύσεις ξένων ιδιωτικών κεφαλαίων στους τομείς αιχμής της ελληνικής οικονομίας. Κάτι τέτοιο απαιτεί σημαντικές μεταρρυθμίσεις στον φορολογικό κώδικά και την δικαιοσύνη, μαζί με σταθερότητα και το χτίσιμο της αξιοπιστίας της Ελλάδας στο διεθνές στερέωμα. Η πολιτική αβεβαιότητα δεν κάνει καλό στην προσπάθεια αυτή.
Σημειώνω ότι στο τρίπτυχο: μαζική ψυχολογία, άντληση κεφαλαίων από τις αγορές, και επενδύσεις ξένων ιδιωτικών κεφαλαίων, αυτά που πρέπει να γίνουν είναι μονόδρομος, και δεν έχουν καμιά σχέση με κομματικά προγράμματα ή πολιτικές. Σημειώνω ότι τα περισσότερα και σοβαρότερα από τα σημερινά προβλήματα του τρίπτυχου δεν γεννήθηκαν επι ΣΥΡΙΖΑ, αλλά πριν το 2015. Πολλά από αυτά γεννήθηκαν δεκαετίες πριν. Το μόνο βέβαιο είναι ότι η αντιμετώπιση των προβλημάτων αυτών απαιτεί δεκαετίες και πολιτική σταθερότητα.
Ποια είναι όμως η χρονική διαδρομή από σήμερα μέχρι τον Ιανουάριο 2020;
Κάποια στιγμή θα γίνουν εκλογές (δεν περιλαμβάνω τις Ευρωπαϊκές και Αυτοδιοικητικές) , το αργότερο μέχρι τον Μάϊο 2019, και μετά μάλλον θα ξαναγίνουν τον Ιανουάριο 2020 προκειμένου να ξεπεραστεί το αδιέξοδο στην εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας. Μιλάμε για ένα χρονικό διάστημα 18 μηνών μετρώντας από σήμερα.
Η Νέα Δημοκρατία προεξοφλώντας την επικράτηση της, ζητά να γίνουν εκλογές άμεσα. Προηγείται σταθερά στις δημοσκοπήσεις, και διακρίνεται από πολύ ψηλή συσπείρωση (πάνω από 75%). Όλα αυτά είναι καλά για τη Νέα Δημοκρατία, αλλά λείπει κάτι ουσιώδες: η αυτοδυναμία. Με βάση τις δημοσκοπήσεις και τη ρευστότητα του πολιτικού σκηνικού, σε περίπτωση επικράτησης της η ΝΔ δεν είναι βέβαιο ότι θα έχει αυτοδυναμία. Ένα θεμελιώδες πολιτικό ερώτημα λοιπόν είναι: «Ποια πολιτική δύναμη με εκπροσώπηση στην βουλή θα αποτελέσει τον σύμμαχο εξουσίας της ΝΔ;»
Το μόνο βέβαιο σήμερα είναι ότι ο πολιτικός αυτός σύμμαχος, αν υπάρχει, δεν είναι γνωστός.
Στο πλαίσιο της πόλωσης, της «δεξιοποίησης» της ΝΔ και της διεύρυνσης του κεντρώου χώρου, θα πρέπει να ερμηνευθεί και η αποχώρηση του Ποταμιού από το Κίνημα Αλλαγής. Είναι αναδιάταξη του πολιτικού σχηματισμού «Ποτάμι» με στόχο να διεκδικήσει αυτοτελώς ένα κομμάτι του κεντρώου χώρου, διατηρώντας την ευελιξία του στην λήψη των αποφάσεων.
Σημειώνω ότι ακούω με επιφύλαξη δηλώσεις του τύπου «δεν θα στηρίξουμε τον ΣΥΡΙΖΑ», είναι παρόμοιες με εκείνες που γινόντουσαν παλιά για την υποτίμηση της δραχμής. Υπενθυμίζω στον αναγνώστη ότι λίγο μετά η υποτίμηση γινότανε. Η διάψευση επιβεβαίωνε το επερχόμενο γεγονός.
Οι ΑΝΕΛ δεν χάνουν ευκαιρία να διαχωρίζουν την θέση τους από την συμφωνία των Πρεσπών. Ο κ. Καμμένος την Κυριακή 1 Ιουλίου 2018 δήλωσε: «Για εμάς το θέμα της ονομασίας είναι αδιαπραγμάτευτο. Ο ελληνικός λαός μας ψήφισε για το αναγκαίο καλό. Εμείς όταν έρθει η ώρα, και αν έρθει, αυτή τη λαϊκή εντολή θα την εκτελέσουμε με το μεγαλύτερο μέσο που έχουμε. Την απόσυρσή μας από την κυβέρνηση».
Ο κ. Καμμένος με τον τρόπο αυτό επιχειρεί να ανασυγκροτήσει τις δυνάμεις του και να σταματήσει την διαρροή των ψηφοφόρων του προς την ΝΔ. Ο κ. Μητσοτάκης με την θέση που πήρε στο «Μακεδονικό» κατάφερε να τοποθετηθεί ως η φυσική επιλογή για πολλούς ψηφοφόρους των ΑΝΕΛ, που έτσι κι αλλιώς δεν έχουν και τις καλύτερες παραστάσεις από την συνεργασία με τον ΣΥΡΙΖΑ.
Ο ΣΥΡΙΖΑ επαναλαμβάνει τα περί εξαντλήσεως της τετραετίας. Κατανοητή θέση μεν, μπαγιάτικη δε. Οι εξελίξεις μετά την υπογραφή της συμφωνίας με τα Σκόπια έχουν ξεπεράσει αυτή την «θέση ασφαλείας».
Αν ο κ. Τσίπρας περιμένει να κάνει εκλογές τον Μάϊο 2019, διατρέχει τον κίνδυνο να έλθει η συμφωνία των Πρεσπών στο Κοινοβούλιο κάποια στιγμή πριν τον Μάϊο και να βρεθεί χωρίς πρωτοβουλία, χωρίς την δεδηλωμένη, και με την πλάτη στον τοίχο καθόσον το κλίμα θα είναι εκρηκτικό.
Επομένως στο ενδεχόμενο αυτό, ο κ. Τσίπρας έχει να χάσει παρά πολλά και δεν κερδίζει σχεδόν τίποτε.
Αν πάλι δεν έλθει στην Βουλή για ψήφιση η συμφωνία των Πρεσπών μέχρι τον Μάϊο 2019, ο κ. Τσίπρας θα έχει μπροστά του την διενέργεια εκλογών μετά από ένα πολύ δύσκολο χειμώνα, στη διάρκεια του οποίου οι συνταξιούχοι θα δουν τις συντάξεις τους να μειώνονται ακόμη περισσότερο, τα διαθέσιμα των νοικοκυριών θα μειωθούν ακόμη περισσότερο, ενώ τα μικροεπιδόματα που θα μπορέσει να επιστρέψει η Κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ στους αναξιοπαθούντες θα είναι πολύ λίγα για την ανατροπή του κλίματος.
Σε όλα τα άλλα θα πρέπει να συνυπολογίσει και την μεγάλη φθορά που θα υποστεί η Κυβέρνηση από την διαρκώς οξυνόμενη πολιτική σύγκρουση. Όπως λέει και ένας θυμόσοφος της πολιτικής: «Μην σταματάς ποτέ να ρίχνεις λάσπη, στο τέλος κάτι θα κολλήσει.» Η επιμήκυνση του πολιτικού χρόνου δίνει την ευκαιρία στην λάσπη να κολλήσει.
Το άλλο σενάριο για τη διενέργεια των εκλογών είναι ο Οκτώβριος 2018. Στο σενάριο αυτό ο κ. Τσίπρας ζητά από τον Πρόσεδρο της Δημοκρατίας να γίνουν εκλογές προκειμένου να εκφρασθεί η βούληση του ελληνικού λαού στα οικονομικά και εθνικά θέματα και να μην υπάρχει η αβεβαιότητα που δεν κάνει καλό στην χώρα και τον πολίτη.
Το θετικό της κίνησης αυτής είναι ότι έστω προς στιγμήν μπορεί να εκτονώσει το κλίμα, και ότι προκαλεί την ΝΔ να ανοίξει τα χαρτιά της σε περίπτωση που βγει πρώτη πολιτική δύναμη. Πως θα κινηθεί αν δεν έχει την αυτοδυναμία;
Ανοίγει επίσης τον δρόμο για την διερεύνηση άλλων σεναρίων συνεργασίας του ΣΥΡΙΖΑ. Στην πολιτική εξάλλου, ισχύει αυτό που έλεγε ο Τζέημς Μποντ: «Ποτέ μην λες ποτέ».
Κατά την κρίση μου οι εκλογές του Οκτωβρίου 2018 είναι το καλύτερο σενάριο για τον ΣΥΡΙΖΑ και το χειρότερο για τη ΝΔ, ενώ ο Μάϊος 2019 είναι ακριβώς το αντίθετο. Καλό για τη ΝΔ και κακό για τον ΣΥΡΙΖΑ.
Το λέω αυτό επειδή πιστεύω ότι σε αυτή την φάση της πολιτικής εξέλιξης ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να έχει στόχο την ελαχιστοποίηση των απωλειών του και την διατήρηση του θετικού προφίλ του κ. Τσίπρα, και όχι την επικράτηση στις εκλογές. Μην ξεχνάμε ότι οι επόμενες εκλογές για τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας είναι τον Ιανουάριο 2020. Οποιαδήποτε Κυβέρνηση προκύψει από τις εκλογές Οκτωβρίου 2018/Μάϊου 2019 είναι πιθανότατο ότι θα πέσει τον Ιανουάριο 2020.
Ο ΣΥΡΙΖΑ λοιπόν δεν χάνει πολλά από ένα ιντερλούδιο το πολύ 15 μηνών διακυβέρνησης της ΝΔ, που δεν θα προλάβει να κάνει τίποτε, που θα αναγκασθεί να διαχειριστεί όλες τις διαδικασίες της συμφωνίας των Πρεσπών παράλληλα με την τεράστια πρόκληση της οικονομίας.
Για να μπορέσει όμως ο ΣΥΡΙΖΑ να ανασυνταχθεί για να διεκδικήσει εκ νέου την εξουσία το 2020, θα πρέπει να μην χάσει πολλά στο ενδιάμεσο διάστημα. Χρειάζεται συντήρηση και διατήρηση δυνάμεων και διαμόρφωση νέων συμμαχιών, που απαιτεί χρόνο, καθαρό μυαλό, και καλή ψυχολογία. Ο χρόνος θα δείξει τι από όλα αυτά έχει και τι δεν έχει.
*Ο Νίκος Μορόπουλος είναι Σύμβουλος Εταιρικών Μετασχηματισμών (MSc)