Περί δημοσιογραφικών πηγών
Πηγές! Ο δημοσιογράφος περνάει τη ζωή του αναζητώντας καλές πηγές.
Πληροφοριών κατά βάση, αλλά όχι μόνον.
Δεν αποκαλύπτει τις πηγές διότι μετά δεν θα έχει να πιεί ούτε να πει. Κάποτε πέφτει τυχαία πάνω σε μια επιφανειακή πηγή από την οποία αντλεί μια καλή (δηλαδή συνήθως κακή είδηση) που αφού δημοσιοποιηθεί, πόσο μάλλον αν επιβεβαιωθεί ή ακόμα καλύτερα αν διαψευσθεί, θα τον κάνει για μισή ή μια μέρα υπερήφανο. Αντιλαμβάνεται βεβαίως το πρόσκαιρο αυτής της επιτυχίας. Κι έτσι με νύχια και με δόντια αρχίζει να σκάβει λαγούμια ώστε να ανακαλύψει μια υπόγεια κοίτη ενός χειμάρρου πληροφοριών που θα του εξασφαλίσει τη δια βίου επιτυχία: ό, τι γράφει κι ό, τι λέει να δημιουργούν ειδήσεις που θα συζητούνται ακόμα κι αν δεν επιβεβαιώνονται στο άμεσο μέλλον. Αρκεί που θα δείχνουν το κυρίαρχο ρεύμα των πραγμάτων και θα λειτουργούν ως προειδοποίηση για δεινά που επέρχονται και που πρέπει να ληφθούν δήθεν σοβαρά υπόψη από τους διοικούντες ώστε να προβούν στις απαραίτητες ενέργειες και να αποφευχθούν οι αρνητικές συνέπειες για τον κόσμο που ακούει και αγωνιά. Συνήθως όλα αυτά γίνονται για να προετοιμασθούν όλοι ψυχολογικά μπροστά στο μοιραίο κι αναπόφευκτο των κακών καιρών όπως απολύσεις, μειώσεις αποδοχών, ανεργία, οικονομικά σκάνδαλα, ατιμωρησία, εγκληματικότητα, τρομοκρατία κ.λπ.
Οι καλές λέξεις ποτέ δεν λείπουν: ενότητα, σοβαρότητα, συναίνεση, μεταρρυθμίσεις, διαφάνεια, αξιοκρατία, καθαρότητα, δικαιοσύνη, αλληλεγγύη, δημοκρατία, ενεργοί πολίτες. Είναι τα προαπαιτούμενα που καμία σχέση δεν έχουν με τα προαπαιτούμενα της πραγματικής εικόνας του σήμερα που αποτελεί ένα είδος «ζωγραφικής της δράσης» ή Αφηρημένου Εξπρεσιονισμού. Απλώνεις στο πάτωμα έναν μουσαμά (ή έναν χάρτη μιας χώρας ή της γης ολόκληρης) κι αρχίζεις να στάζεις σταγόνες αίματος, να πετάς εδώ κι εκεί χώματα σε διάφορα χρώματα και να περιμένεις να σχηματιστεί κάτι πρωτόγνωρο. Αυτό έκανε το 1950 ο Αμερικανός καλλιτέχνης Jackson Pollock με το Ένα! Μα εκείνος ήταν καινοτόμος καλλιτέχνης κι οι ασκήσεις επί χάρτου ή επί μουσαμά της αφηρημένης τέχνης του, δίχως προμελετημένες ενέργειες, δημιούργησαν μωσαϊκό συνύπαρξης πολιτισμών, άνοιξαν δρόμους, δεν ύψωσαν τείχη.
Η ζωγραφική δράση των πηγών και των λόγων που απορρέουν από αυτές, σπάνια τροφοδοτούν τον διψασμένο δημοσιογράφο με υλικό, δίχως κάποιον προμελετημένο απώτερο σκοπό. Εναπόκειται στον ίδιο πώς θα το αξιοποιήσει και με ποια γερά ελατήρια θα σταθεροποιηθεί από το αναμενόμενο τραμπουκάρισμα. Με τις υψηλές αξίες του; Μπορεί. Με τον αδαμάντινο χαρακτήρα; Πιθανόν. Με την εντιμότητα που διδάχτηκε παιδιόθεν; Ίσως. Πάνω απ’ όλα με την ανάγκη να νιώθει ελεύθερος, ξέροντας πως έτσι κινδυνεύει περισσότερο να εγκλωβιστεί στο δέλτα των ποταμών με τις μυθολογικές Ναϊάδες να τον πληροφορούν για τα μελλούμενα. Ύπνος δεν υπάρχει πια γι αυτόν. Μόνο διασταυρώσεις πληροφοριών και γεγονότων.
Κι όπως ο Pollock το 1950 “μίλησε” με τον τρόπο του για τον κόσμο, ο δικός μας Γιάννης Τσαρούχης “έγραψε” κάποτε για τους έλληνες έναν πίνακα που αποδεικνύεται διαχρονικός με λόγια, που τραμπουκάρουν τις αχόρδιστες πολιτικές και κοινωνικές μας συγχορδίες. Σταχυολογώ:
«Το πιο φοβερό είναι ότι υπάρχουν πάρα πολλοί Έλληνες λυσσασμένοι για κέρδος και αδιάφοροι για την ασκήμια. Οι Πύργοι των Αθηνών θα μείνουν αιώνια μνημεία της επταετίας. Όχι μόνο κανείς δεν σκέφτηκε να τους γκρεμίσει, αλλά ούτε καν το συλλογίστηκε. Επιτρέπεται να ονομάζεται Αθήνα αυτή η πόλη;
Πρέπει να ενισχυθεί αυτός που αγωνίζεται για το συμφέρον του ανθρώπου, αδιαφορώντας για το συμφέρον το κόμματος ή των επιχειρήσεων. Μια αντιπολίτευση καλλιτεχνική, τεχνολογική, επιστημονική, που θα δυναμώνει απ’ την εμπιστοσύνη του κόσμου, είναι η μόνη ελπίδα.
Η ψυχική μου ανάγκη να βάφω κόκκινα αυγά το Πάσχα, δεν θα με εμποδίσει να σκεφτώ βαθύτατα τον κακό τρόπο με τον οποίο παράγονται τα αυγά στις μέρες μας, από κότες που τρέφονται με ορούς, με πριονισμένα ράμφη και τοποθετημένες σε κάτι ράφια σαν της βιβλιοθήκης. Ο αδίσταχτος επιχειρηματίας που παραβιάζει τη φύση, έργο του Θεού, είναι ορθό να τοποθετηθεί εκεί που του πρέπει.
Η Αθήνα είναι ένα μικρό κοτέτσι με σχετικώς πολλές κότες και λίγα σκύβαλα...
Είναι καλύτερα κανείς να εξαπατάται παρά να χάσει την ευαισθησία του. Το χειρότερο είναι να είσαι βλάκας και αναίσθητος. Το πρόβλημα είναι πως η ευαισθησία των ανθρώπων γίνεται θέμα (ή θύμα) εκμεταλλεύσεως από τους καπάτσους. Έχουμε κάθε συμφέρον να θέσουμε εκτός εμπορίου την ευαισθησία μας και να αδυνατίσουμε κάθε μεσάζοντα...
Κατοχή δεν είναι μόνο αυτή που γίνεται με στρατιώτες και με τάνκς, αλλά κάθε βιασμός από τα διάφορα μονοπώλια (ή τις πολυεθνικές), που εισάγει νέες συνήθειες και νέες μανίες.
Ο κόσμος όμως δεν καταλαβαίνει και νομίζει πως μόνο οι καλλονές των κομμωτηρίων έχουν κάτι το θεϊκό.
Συμβαίνει πολλές φορές άνθρωποι πραγματικής αξίας να παίρνουν βραβεία.
Είναι από την ανάγκη αυτών που τα δίνουν να μη χάσει την αξία του το βραβείο.
Βραβεύονται συνήθως οι υπηρέτες και κάθε τόσο ένα αφεντικό για να ψηλώνει ο υπηρέτης πως πήρε το ίδιο βραβείο με το αφεντικό.
Η αυστηρή κριτική είναι μια μορφή αισιοδοξίας. Δεν είναι δυνατόν να μιλάει κανείς με τόση απαισιοδοξία, αν δεν έχει ελπίδες.»
Ας κάνουμε λοιπόν όλοι αυστηρή κριτική. Είναι για καλό. Αν και το δικαίωμα ‘licensed to kill’ δια της δημόσιας κριτικής το έχουν λίγοι και εκλεκτοί. Μπορούν όμως και να μην το ασκήσουν, αν δεν λάβουν άνωθεν εντολή. Ή, αν οι ίδιοι δεν θελήσουν να ρισκάρουν τις συνέπειες.
*Η Μιρέλλα Καλοστύπη είναι δημοσιογράφος