ΑΠΟΨΕΙΣ

O απίστευτος κύριος Candide

O απίστευτος κύριος Candide

Με την παράσταση Καντίντ ή η αισιοδοξία (1759) του Voltaire που παρουσιάζει ο Θωμάς Μοσχόπουλος στο θέατρο «Πόρτα» (σε συμπαραγωγή με το ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ Κοζάνηςτίθενται δια μιας πολλά ζητήματα. Θα περιοριστώ εδώ σε δύο ενδεικτικά. Ως πρώτο θα μπορούσε να θεωρηθεί και πάλι το κειμενικό είδος του έργου: μεταξύ φιλοσοφικής ιστορίας, αφήγησης ενηλικίωσης, παρωδίας του νεώτερου ευρωπαϊκού picaresque, της περιπετειώδους μυθιστορίας της ύστερης αρχαιότητας, αλλά και του ερωτικού μυθιστορήματος, ο Candide είναι τόσο μια λογοτεχνική, όσο και μια φιλοσοφική φωνή που απαξιώνει σατιρικά την παραδεδομένη λογοτεχνία και φιλοσοφία, χωρίς να ανήκει αποκλειστικά ούτε στον έναν, αλλά ούτε και στον άλλον χώρο. Ένα κείμενο λοιπόν «εκτός λογοτεχνίας και εκτός φιλοσοφίας», που όμως δεν μπορεί παρά να παραγάγει «μιαν άλλη λογοτεχνία και μιαν άλλη φιλοσοφία», όπως έγραφε ο Jean Starobinski.[1]

Τι είδους λογοτεχνία και φιλοσοφία προτείνεται όμως μέσω της παράστασης στην «Πόρτα»; Πέραν του γεγονότος ότι ο Candide είναι, μαζί με την Nouvelle Héloïse του Rousseau, τα δύο πιο διαδεδομένα βιβλία του 18ου αιώνα,[2] δεν παύει να αποτελεί ένα ακόμα κλασικό κείμενο που εμπλουτίζει το ήδη πυκνό λογοτεχνικό ρεπερτόριο των αθηναϊκών σκηνών και ενισχύει έτσι την έντονη τάση της «δραματοποιημένης» λογοτεχνίας. Ιδίως το συγκεκριμένο θέατρο έχει παρουσιάσει τα τελευταία χρόνια εξαιρετικής ποιότητας παραγωγές δραματοποιημένων σύγχρονων κλασικών έργων του αφηγηματικού λόγου όπως το Μαύρο χιόνι. Το ημερολόγιο ενός μακαρίτη του Bulgakov ή η Δίκη του Kafka. (3)

Η «Πόρτα» δημιουργεί έτσι ένα πεδίο όπου το θέατρο μπορεί να κάνει τη λογοτεχνία και τη φιλοσοφία να συγκλίνουν σε μία σκηνή, να συντεθούν σε μια ενιαία πράξη ενσώματης σκέψης και στοχαστικής δράσης.

Το δεύτερο ζήτημα σχετίζεται με την ανάδειξη του διαφωτιστικού πνεύματος, καθώς με τον Candide δεν έχουμε μια απλή μόνο επιστροφή σε ένα αγαπημένο κλασικό κείμενο, αλλά μια ευφάνταστη σύνθεση, με άξονα το βολταιριανό κείμενο, ιδεών, στάσεων, πεποιθήσεων, διαθέσεων, ακόμη και παλινδρομήσεων που εκφράζουν γενικότερα τον Διαφωτισμό. Ο Μοσχόπουλος δραματοποιεί τον Candide, επιπλέον όμως τον εμπλουτίζει με φράσεις και ιδέες από άλλους στοχαστές. Έτσι, το αρχικά παράνομο έργο του Voltaire γίνεται ο καμβάς για να αναφανεί το τοπίο των Φώτων, οι κληρονομιές και οι κληροδοσίες τους, τα προτάγματα και οι αντιπαραθέσεις τους, τα σχέδια και οι παλινωδίες τους. (Άλλωστε, ολόκληρο το έργο του Voltaire δεν βρίθει παλινωδιών);

Για έναν σκηνοθέτη, η επιστροφή στον Διαφωτισμό δεν ισοδυναμεί με την καταφυγή στην κλασική λογοτεχνία. Ενώ η δεύτερη φαίνεται κάπως αυτονόητη σε ένα ρεπερτόριο ανοικτών επιλογών, όπου το «κλασικό» έχει πάντα τη θέση του χάρη στη διαχρονική του αίγλη, η πρώτη υποθάλπει πολλές αμφιβολίες. Επιστροφή στους philosophes όταν η εποχή μας μοιάζει περισσότερο από ποτέ αφιλοσόφητη; Επιστροφή στον Διαφωτισμό που έχει δεχθεί τον λίθο του αναθέματος από κάθε δεκαετία της μεταπολεμικής Ευρώπης και από πλείστες όσες σχολές σκέψης; Από τη Διαλεκτική του Διαφωτισμού των Horkheimer και Adorno που έβλεπαν την πίστη στην ανθρώπινη πρόοδο να καταποντίζεται οικτρά στον φετιχισμό της τεχνοεπιστήμης και στους πολιτικούς ολοκληρωτισμούς έως και το «θέατρο του Διαφωτισμού» της αντιλογοκεντρικής θεατρολογίας των ημερών μας, η μετανεωτερικότητα αναγνωρίζει στο έδαφος του Διαφωτισμού τη διάψευση μιας ελπίδας (στην καλύτερη περίπτωση), τον στεγνό διδακτισμό ή τη φαλκίδευση ενός προτάγματος.

Η επιλογή, ωστόσο, του Μοσχόπουλου να εστιάσει στον Voltaire, την πνευματική αυθεντία του Διαφωτισμού και στον εκκοσμικευμένο τρόπο σκέψης του, και μέσω του Candide, έργου με ιδιαίτερο χαρακτήρα και με ξεχωριστό ενδιαφέρον ακόμα και για την αντιδιαφωτιστική εποχή μας, ενδέχεται να δείξει σε υποψιασμένους θεατές ότι η σημασία του Διαφωτισμού θα μπορούσε να υπερβεί σήμερα τα συγκεκριμένα όρια ενός ιστορικού κινήματος. Μπορεί δηλαδή να υπερβεί τον ρόλο της αμφισβήτησης της μοναρχίας, της αριστοκρατίας και της θεοκρατίας, όπως αυτές εκφράζονταν στο Ancient Régime των Valois και, αργότερα, των Bourbon για να διεκδικήσει έναν χώρο στις αναφορές της σύγχρονης κριτικής σκέψης.

Δεν είναι δύσκολο, σε μια προσεκτική εξέταση της παράστασης, να φανεί ο συνδυασμός των αντιθέσεων και των αναλογιών τον οποίο μπορεί να παρουσιάσει ο Candide στη σύγχρονη σκέψη. Κληρονόμος του δομιστικού ντετερμινισμού, αλλά και της μεταδομιστικής τυχαιότητας, η σύγχρονη αντιδιαφωτιστική σκέψη επισκιάζεται ακόμα από πολλούς «θανάτους»: τον φουκωικό θάνατο του ανθρώπου, τον μπαρτιανό θάνατο του συγγραφέα, τον λεβι-στρωσιανό θάνατο του υποκειμένου, αυτού του κακομαθημένου παιδιού που θέλει όλη την προσοχή δική του (4) αλλά και τον αλτουσεριανό θεωρητικό αντιανθρωπισμό, που καταλήγει στη σύλληψη μιας ιστορίας χωρίς υποκείμενο. Ο Voltaire, από την άλλη μεριά, δέχεται και αυτός τόσο τη νομοτέλεια, όσο και την τυχαιότητα, αλλά τις σκέπτεται χωρίς «θανάτους». Αυτό που σατιρίζει στον Candide είναι το σχέδιο της θείας Πρόνοιας που σκεπάζει την ανθρώπινη ιστορία. Εδώ εμπλέκεται αναπόφευκτα και η σκέψη του Leibniz ή του Πανγκλός (το λογοτεχνικό προσωπείο του γερμανού φιλοσόφου) για τον «καλύτερο δυνατό κόσμο». Ο καταστροφικός σεισμός της Λισσαβόνας (1755) δεν καταστρέφει μόνο μία από τις ισχυρότερες αποικιοκρατικές πρωτεύουσες, αλλά κλονίζει επιπλέον και όλα τα θεοκρατικά θεμέλια παρόμοιων ιδεών.

Ο Voltaire ειρωνεύεται τη δεσμευτική αιγίδα του θείου σχεδίου, αποδέχεται τη δύναμη της σύμπτωσης στα ιστορικά γεγονότα και υποστηρίζει παράλληλα τη φυσική νομοτέλεια. Πίσω από κάθε περιπέτεια του Candide (και η σκηνοθεσία καταφέρνει να τις παρουσιάσει σχεδόν όλες) ακούγεται και ένας καγχασμός για τον ισχυρισμό περί του «καλύτερου δυνατού κόσμου», ο οποίος είναι έτοιμος να δικαιολογήσει την πυρά της Ιεράς Εξέτασης, τους βανδαλισμούς του πολέμου, τον αυταρχισμό των ηγετών, την υποκρισία και τη μισαλλοδοξία των θρησκευτικών αρχόντων («Οι φιλόσοφοι μπορεί να μην εκτελούν ιερείς, οι ιερείς πάντως δεν χορταίνουν ποτέ να εκτελούν φιλοσόφους»).

PEFANIS2

Ο Μοσχόπουλος στρέφεται συχνά προς την ιστορία και σε θέματα που αγκαλιάζουν πολλούς τόπους και λαούς της Ευρώπης ─ ας θυμηθούμε μόνο την αριστουργηματική του Μέδουσα (2011). Ο ευφυής αυτός σκηνοθέτης μοιάζει σα να θέλει να διατρέξει διαφορετικούς και παράλληλους χρόνους για να αντλήσει περίεργες συμπτώσεις, κρυμμένες αλληλουχίες, ίσως δε και απροσδιόριστες ακόμα νομοτέλειες στο σώμα του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Η μέθοδός του θυμίζει τον βολταιριανό τρόπο σκέψης και μάλλον η συνάντησή του με τον γάλλο φιλόσοφο δεν είναι τυχαία. Στον Candide δεν δυσκολεύτηκε να διαπιστώσει ότι κρύβεται η εμπειρία του φιλοσόφου από την προσωπική του ζωή, από τα θεατρικά έργα που είχε ήδη δημοσιοποιήσει (εξού και η θεατρική στόφα του πεζογραφήματός του), αλλά και από τις θέσεις που θα υποστηρίξει πέντε χρόνια αργότερα στο Φιλοσοφικό Λεξικό του (1764). Καμία αμφιβολία ότι ο σκηνοθέτης εντόπισε λ.χ. τις αντιπολεμικές θέσεις του Voltaire στο Λεξικό, ο οποίος ισχυρίζεται ότι: «όλες οι διαστροφές μαζί, όλων των τόπων και όλων των αιώνων δεν θα ισοδυναμούσαν ποτέ με τα δεινά που προκαλεί μία και μόνη πολεμική εκστρατεία» (5)

Δεν είναι όμως μόνο οι συγκεκριμένες αναφορές που τον ενδιαφέρουν, αλλά κυρίως ο αφηγηματικός στοχασμός του Voltaire, ο ιδιαίτερος βηματισμός του, ο ρυθμός των θεματικών μοτίβων που επανέρχονται και των γλωσσικών εικόνων που πρέπει να ενσαρκωθούν, να ζωντανεύσουν επί σκηνής. Με άλλα λόγια, ο οξυδερκής Μοσχόπουλος συλλαμβάνει τον εσώτερο βολταιριανό παλμό και ενεργοποιεί την αρχικά αδιόρατη κίνηση της σκέψης που μεταβαίνει από τον συλλογισμό στην αφήγηση, από την αφήγηση στη γλωσσική εικόνα, την οποία αναλαμβάνει ο ίδιος να μετατρέψει σε ζωντανή σκηνική πράξη με καθαρά θεατρικά μέσα.

Το «καθαρά θεατρικά μέσα» εδώ σημαίνει λιτότητα, αμεσότητα, ακρίβεια και συμμετρία. Λιτότητα και αμεσότητα, διότι εκεί που κάποιος θα χρησιμοποιούσε κατά κόρον το video ή εμβόλιμες σκηνές για να παρακολουθήσει τα περιπετειώδη ταξίδια του Candide, αυτός εμπιστεύεται τη δύναμη της βολταιριανής γλώσσας, τη ζέση των ηθοποιών του και την απλότητα μιας ξύλινης μινιατούρας θεάτρου για να δείξει πόσο μικρός και πόσο μεγάλος μπορεί να είναι ο άνθρωπος. Ακρίβεια και συμμετρία, διότι χρησιμοποιεί διακριτικά σημαίνοντες φωτισμούς (Σοφία Αλεξιάδου), απέριττες σκηνογραφικές γραμμές (Ευαγγελία Θεριανού) και εύστοχα ενδυματολογικά (Κλαίρ Μπρέισγουελ) και κινησιολογικά στοιχεία (Σοφία Πάσχου) για να επικεντρώσει το βλέμμα του θεατή στην «ψύχα» του έργου.

Η Μαρκησία της Ελένης Βλάχου διαθέτει όλον τον απαθή κυνισμό της αριστοκρατικής αυτοπεποίθησης, αλλά και το γυναικείο πάθος που η διασκευή προσθέτει στο πρωτότυπο. Η θυγατέρα του Πάπα της Ειρήνης Μπούνταλη έχει περάσει από τα χίλια κύματα της απανθρωπιάς και φέρει στην όψιμη ηλικία της τη δύναμη της επιβίωσης. Ο Δον Ισαάκ Ποκοκουράντε του Φοίβου Συμεωνίδη μεταδίδει την κούραση και τον κυνισμό του Ευρωπαίου αστού που ζει την εμπορευματοποίηση της τέχνης και της γνώσης. Η Κυνεγόνδη της Ευσταθίας Τσαπαρέλη ενσαρκώνει με πειστικότητα τη βολταιριανή γυναίκα που μετατρέπει σε φιλότιμο τον πόνο και σε ευκαιρία τον βιασμό. Ο Δημήτρης Φουρλής, ως Ιησουίτης και ως γιος του Βαρόνου, δέχεται μεγάλο φορτίο της βολταιριανής διακωμώδησης της αριστοκρατίας και του κλήρου και το φέρει με επιτυχία έως το τέλος. Ο Κακάμπο του Παντελή Βασιλόπουλου είναι το πρόσωπο που παρεισφρέει καταλυτικά, με την πολυγλωσσία, τη λογική και την καπατσοσύνη του, σε όλες τις καταστάσεις και συνέχει ειρωνικά όλες τις κοινωνικές τάξεις. Ο Μαρτέν του Βασίλη Κουλακιώτη αντισταθμίζει σταθερά τον φιλοσοφικό εφησυχασμό που προσφέρει ο Πανγκλός του Μάνου Γαλάνη, χαρίζοντας αυτήν την άγρυπνη συνείδηση και τη δύσθυμη γνώση που μόνο οι μεγάλοι σατιρικοί μπορούν να έχουν όταν προσπαθούν να συγκρατήσουν την αγωνία ή την πλήξη τους, αν όχι και τα δύο.

Ο Valery επεσήμαινε το 1944 πόσο κρίμα είναι που δεν ζητήθηκε από τον ίδιο τον Voltaire να εικονογραφήσει τον Candide. (6)Θα τολμούσα να πω ότι ο σκηνοθετημένος από τον Μοσχόπουλο Μιχάλης Συριόπουλος αναπληρώνει το κενό αυτό, εκφράζοντας μια γνήσια candida anima. Μια «αθώα» ψυχή που ωριμάζει μέσα από τις περιπέτειες, δηλαδή παύει να είναι αθώα και αφήνεται, με τους αναγνώστες του Voltaire και τους θεατές του Μοσχόπουλου, σε ένα ανοικτό τέλος: στον κήπο που πρέπει να καλλιεργηθεί. Ένα νέο πραγματιστικό ήθος, μια ειρωνική τομή στη μεταφυσική έπαρση, ένα ουτοπικό σχήμα κοινωνικής σύγκλισης, μια παρωδιακή μετατόπιση από την υψιπετή θέαση του κόσμου στην υλική παραγωγή του: τι από όλα βρίσκουμε σε αυτόν τον κήπο;

[1] Jean Starobinski: Critique et légitimation de l’artifice à l’âge des Lumières, Gallimard, Paris 1989, σ. 126.

[2] Μίλτος Πεχλιβάνος: «Οι κήποι του Candide και κάποιες σύγχρονες μεταφυτεύσεις τους», στο Βολταίρος: Καντίντ ή η αισιοδοξία, Πόλις, Αθήνα 2005, (σσ. 151-203), σ. 155.

[3] Βλ. τις κριτικές μου σε τούτη τη στήλη στις 27 Δεκεμβρίου 2016 http://www.cnn.gr/opinions/arthra/story/60289/to-dyskolo-eidos-tis- komodias-ii-mixail-mpoylgkakof-mayro-xioni-to-imerologio-enos-makariti και στις 13 Φεβρουαρίου 2017 http://www.cnn.gr/opinions/arthra/story/67248/anthropoi-mixanes-kai-nomoi-h-diki-toy-kafka-sto-theatro-porta

[4] Claude Lévi-Strauss: L’homme nu, Plon, Paris 1971, σσ. 614-615.

[5] Βολταίρος: Φιλοσοφικό Λεξικό, Οξύ, Αθήνα 2017, λήμμα: «Πόλεμος», σσ. 396.

[6] Βλ. Paul Valery: «Βολταίρος», ομιλία στη Sorbonne το 1944, ό.π., (σσ. 529-542), σ. 533.

* Ο Γιώργος Π. Πεφάνης είναι αναπληρωτής καθηγητής φιλοσοφίας και θεωρίας του θεάτρου και του δράματος στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών και κριτικός θεάτρου.