ΑΠΟΨΕΙΣ

Αν κάτι μπορεί να πάει στραβά, θα πάει

Αν κάτι μπορεί να πάει στραβά, θα πάει
EUROKINISSI

Το μόνο βέβαιο στις μέρες μας είναι η αβεβαιότητα. Όμως η ανθρώπινη φύση απεχθάνεται την αβεβαιότητα και προσπαθεί με κάθε τρόπο να την αποφεύγει. Τις περισσότερες φορές όμως αντί να την αποφεύγει με ενεργό τρόπο, κάνοντας κάτι, απλά την αγνοεί. Και πληρώνει αυτή την στάση πολύ ακριβά.

Αυτές οι σκέψεις ήρθανε στο μυαλό μου καθώς αναρωτιόμουνα πότε θα γίνουν οι επόμενες κοινοβουλευτικές εκλογές. Υπάρχουν δύο σενάρια. Το πρώτο τοποθετεί τις εκλογές αμέσως μετά από την λήξη του τρίτου μνημονίου, δηλαδή το Φθινόπωρο του 2018. Το δεύτερο προβλέπει εξάντληση της τετραετίας, δηλαδή εκλογές τον Σεπτέμβριο 2019. Η πρωτοβουλία αναμφίβολα ανήκει στον ΣΥΡΙΖΑ, παρόλο ότι δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι δανειστές και οι λοιποί φίλοι και σύμμαχοι ασκούν την επιρροή τους στο θέμα αυτό. Δεν είναι τυχαίο ότι μόλις πρόσφατα ανακοινώθηκε η διεξαγωγή των εθνικών εκλογών στην Ιταλία. Με δεδομένη λοιπόν την επιρροή των φιλίων εξωτερικών δυνάμεων, το ερώτημα είναι τι θα αποφασίσει ο ΣΥΡΙΖΑ.

Και τα δύο σενάρια είναι καλά αναπτυγμένα και με επιχειρήματα υπέρ και κατά. Εκείνο όμως που θεωρώ ότι λείπει είναι η διασύνδεση κάθε εκλογικού σεναρίου με την επίπτωση της αβεβαιότητας, δηλαδή την πιθανότητα να επαληθευθεί ως προς τον στρατηγικό στόχο του ΣΥΡΙΖΑ.

Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει στρατηγικό στόχο να κερδίσει τις επόμενες εκλογές. Πόσο κοντά στον στόχο αυτό φέρνει τον ΣΥΡΙΖΑ κάθε σενάριο;

Ας πάρουμε για παράδειγμα το σενάριο για εκλογές τον Σεπτέμβριο 2019. Κάποιος μπορεί να ισχυριστεί ότι με μια σειρά μέτρων ενίσχυσης των ασθενέστερων στρωμάτων, ο ΣΥΡΙΖΑ θα μπορέσει στο διάστημα 9/2018 έως 9/2019 να αυξήσει την εκλογική του επιρροή, οπότε φαίνεται να είναι ασφαλέστερο για τον ΣΥΡΙΖΑ να γίνουν οι εκλογές τον Σεπτέμβριο 2019, αφού το ποσοστό του εκλογικού σώματος που θα τον υποστηρίζει θα είναι τότε δυνητικά μεγαλύτερο.

Αν προσθέσουμε τώρα στην συλλογιστική αυτή την επίπτωση της αβεβαιότητας, η εικόνα αλλάζει. Με βάση το νόμο της αβεβαιότητας, όσο πιο μακριά επιχειρεί κάποιος μια πρόβλεψη, τόσο μειώνεται η πιθανότητα να επαληθευθεί. Έτσι αν το σενάριο για εκλογές το Σεπτέμβριο 2018 έχει 50% πιθανότητα να επαληθευθεί, το σενάριο για εκλογές τον Σεπτέμβριο 2019 θα έχει λιγότερο από 50%, ας πούμε 40%.

Η εικόνα τώρα γίνεται πιο περίπλοκη. Μπορεί τον Σεπτέμβριο 2019 το εκλογικό ποσοστό του ΣΥΡΙΖΑ να είναι μεγαλύτερο, όμως το ποσοστό επαλήθευσης του σεναρίου είναι χαμηλότερο από εκείνο του Σεπτεμβρίου 2018, επειδή υπεισέρχεται η αβεβαιότητα. Η αβεβαιότητα πρακτικά σημαίνει ότι μπορεί να έρθουνε τα πάνω κάτω και να αλλάξει σημαντικά το τοπίο σε σχέση με αυτό που βλέπουμε σήμερα. Οπότε η πρόβλεψη, όποια και αν είναι αυτή, είναι παρακινδυνευμένη.

Έχουμε επομένως ένα φαινόμενο με δύο αντιτιθέμενες τάσεις. Από τη μια μεριά είναι η υποτιθέμενη τάση βελτίωσης του εκλογικού ποσοστού του ΣΥΡΙΖΑ με την πάροδο του χρόνου, από την άλλη όμως είναι η αβεβαιότητα, που απλά μας λέει ότι όσο επιχειρούμε να προβλέψουμε κάτι στον απώτερο χρόνο, τόσο μειώνεται η πιθανότητα επαλήθευσης της πρόβλεψης, όποια και αν είναι αυτή.

Τα πράγματα γίνονται πιο περίπλοκα αν λάβουμε υπόψη μας ότι η αβεβαιότητα στην ελληνική πολιτική και οικονομική πραγματικότητα είναι πολύ υψηλή. Τα ποσοστά που δώσαμε στο προηγούμενο παράδειγμα είναι εντελώς ενδεικτικά και δεν μπορεί να χρησιμοποιηθούν, παρά μόνο για να εξηγήσουν τη φύση της αβεβαιότητας, όχι για να την ποσοτικοποιήσουν.

Εξάλλου είναι γνωστό ότι πολλοί μεγάλοι και ισχυροί οργανισμοί τόσο στον ιδιωτικό όσο και στον δημόσιο τομέα σε όλο τον κόσμο επιχειρούν να αναπτύξουν συστήματα για να μειώσουν την αβεβαιότητα, χωρίς αποτελέσματα που να αντιστοιχούν στα έξοδα των προσπαθειών τους.

Οι επιπτώσεις της αβεβαιότητας στα προγράμματα δράσεων των κομμάτων είναι σημαντικές.

Ένα πρόγραμμα δράσεων ενός έτους σε σύγκριση με ένα πρόγραμμα δράσεων δύο ετών είναι πολύ περισσότερο πιθανό να εκτελεσθεί. Η παγίδα στην οποία πέφτουν οι πολιτικοί –και άλλοι– σχεδιαστές είναι ότι εστιάζουν στο περιεχόμενο των προγραμμάτων και ξεχνoύν την αβεβαιότητα.

Λένε λοιπόν ότι το πρόγραμμα των δύο ετών θα πετύχει πολλά περισσότερα, μόνο και μόνο επειδή οι δράσεις στο διετές πρόγραμμα είναι περισσότερες. Η αβεβαιότητα όμως μπορεί να οδηγήσει το διετές πρόγραμμα σε ελάχιστα αποτελέσματα. Γιατί οι συνθήκες μπορεί να αλλάξουν τόσο πολύ, που οι δράσεις του διετούς είναι πλέον αδύνατο να πραγματοποιηθούν, ή είναι σε λάθος τομέα ή/και κατεύθυνση.

Ας πούμε λοιπόν τα πράγματα με το όνομα τους.

Στην φάση που βρίσκεται η Ελλάδα σήμερα, κανείς δεν μπορεί να ισχυρισθεί ότι μπορεί να εκτελέσει με επιτυχία ένα διετές πρόγραμμα δράσεων. Το μέγιστο χρονικό διάστημα μέσα στο οποίο μπορεί να γίνει μια ρεαλιστική πρόβλεψη είναι ο ένας χρόνος, και αυτό οφείλεται στην ολοκλήρωση του τρίτου μνημονίου, παρά σε άλλους παράγοντες. Έρχεται δηλαδή αυτή η συμφωνία και η ολοκλήρωση της να προσδώσει ένα στοιχείο σταθερότητας στα πράγματα της Ελλάδος, σταθερότητας που αποσύρεται μετά την λήξη του.

Επομένως μετά τον Αύγουστο 2018 αυξάνεται ο βαθμός αβεβαιότητας για την εξέλιξη των πολιτικών και οικονομικών θεμάτων της Ελλάδος, όπως επίσης και των διεθνών της σχέσεων, ιδιαίτερα δε των σχέσεων με τις γείτονες χώρες, το Κυπριακό, και το μεταναστευτικό/προσφυγικό.

Δεν είναι –και πάλι– τυχαίο ότι το θέμα της ονομασίας της ΠΓΔΜ επανέρχεται αυτή την χρονική στιγμή, με χρονοδιάγραμμα να κλείσει το πρώτο εξάμηνο του 2018.

Οι επιπτώσεις αυτής της διαπίστωσης για τον προγραμματισμό των δύο πολιτικών κομμάτων εξουσίας είναι σημαντικές.

Ο ΣΥΡΙΖΑ θα πρέπει να επιλέξει ποιες είναι οι δράσεις εκείνες που θα οδηγήσουν στις μεγαλύτερες ωφέλειες την εκλογική του πελατεία και θα προσελκύσουν και αναποφάσιστους ψηφοφόρους, στο διάστημα ενός το πολύ χρόνου, και να αποφύγει την παγίδα των αφελών που ονειρεύονται διετία. Και επειδή οι εκλογές δεν πρέπει να γίνονται μέσα στα Χριστούγεννα, μιλάμε για τους 10 πρώτους μήνες του 2018.

Όλα τα άλλα σενάρια για τα καλά που θα φέρει το 2019 είναι εκτός τόπου και χρόνου, και είναι πολύ επικίνδυνα και για τον ΣΥΡΙΖΑ και για την Ελλάδα, αφού μας απομακρύνουν από την πραγματικότητα. Η πρόσφατη επίσκεψη του Τούρκου Προέδρου Ερντογάν στην Ελλάδα μας έδειξε πολύ καθαρά πόσο επικίνδυνο είναι να επιχειρείς να «κατασκευάσεις» την πραγματικότητα, αφού στο τέλος χάνεις την επαφή μαζί της. Ο ΣΥΡΙΖΑ φαίνεται να είναι επιρρεπής προς αυτή την κατεύθυνση, να «παραμυθιάζεται» δηλαδή με τα ίδια του τα λόγια.

Είναι αναμφισβήτητο ότι δίπλα στους αφελείς που ονειρεύονται την διετία ευρίσκονται και «σύμμαχοι» και δανειστές, που επιθυμούν να έχουν στην Ελλάδα Κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ μέχρι το 2019, αφού όλα πάνε –για αυτούς– καλά με τον ΣΥΡΙΖΑ, και κανείς δεν αλλάζει ομάδα που κερδίζει. Όμως αυτοί παίζουν εκ του ασφαλούς και δεν είναι και η καλύτερη εγγύηση για το μέλλον μας, αφού τόσες και τόσες φορές έπεσαν έξω στις εκτιμήσεις και τους υπολογισμούς τους, και τώρα ζορίζονται και πάλι με τις τράπεζες, όπου κάτι ψήνεται.

Η Νέα Δημοκρατία από την άλλη μεριά, θα πρέπει να ετοιμασθεί για να δώσει την μάχη των εκλογών το Φθινόπωρο του 2018. Αυτό σημαίνει ότι όλη η αναδιοργάνωση και επαναστελέχωση του κόμματος πρέπει να έχει ολοκληρωθεί μέχρι τον Ιούνιο 2018. Χρειάζεται συσπείρωση, συγκέντρωση όλων των δυνάμεων της, και εστίαση στον στόχο, που είναι η αποδόμηση του Κυβερνητικού απολογισμού. Για να κάνει όμως κάτι τέτοιο πειστικά η Νέα Δημοκρατία, θα πρέπει να πείσει ότι μπορεί να νοικοκυρέψει τον οίκο της πρώτα και να δημιουργήσει ρεύμα εμπιστοσύνης στον κεντρώο χώρο, κάτι που μέχρι τώρα δεν το έχει καταφέρει.

Ο Κυριάκος Μητσοτάκης πρέπει να αποφύγει το μέγιστο σφάλμα της δημιουργίας υπερβολικών προσδοκιών, στο οποίο τον ωθούν οι επιβουλευόμενοι τον θώκο. Οι μέγιστες προσδοκίες μπορεί να διαψευσθούν με ήττα στις επόμενες εκλογές, που θα την χρεώσουν στον Κυριάκο Μητσοτάκη και θα επιχειρήσουν να τον αποπέμψουν ως αποτυχόντα.

Η ανάλυση που προηγήθηκε αποδεικνύει αν μη τι άλλο ότι τα πράγματα και οι συγκυρίες δεν είναι τόσο απλά. Το να περιμένει κανείς βέβαιη νίκη της Νέας Δημοκρατίας στις επόμενες εκλογές είναι είτε αφελές είτε εκ του πονηρού. Και σίγουρα αδικεί και τιμωρεί χωρίς κανένα λόγο τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Όταν ένα πολιτικό κόμμα δεν έχει την πολιτική πρωτοβουλία, δεν μπορεί να δημιουργήσει τις συνθήκες εκείνες που θα το φέρουν στην εξουσία. Όσοι ισχυρίζονται λοιπόν ότι είναι η δουλειά του Προέδρου να νικήσει η Νέα Δημοκρατία στις επόμενες εκλογές επιζητούν το αδύνατο. Πιθανή νίκη της Νέας Δημοκρατίας στις επόμενες εκλογές θα είναι το αποτέλεσμα σοβαρών λαθών του ΣΥΡΙΖΑ και όχι κινήσεων της Νέας Δημοκρατίας. Με βάση τα σημερινά δεδομένα, η Νέα Δημοκρατία δείχνει σημάδια κόπωσης, ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ δείχνει να κλείνει την ψαλίδα με τη Νέα Δημοκρατία. Και ίσως μπορεί να το κάνει στους επόμενους μήνες, με λίγη τύχη και φρόνηση. Τίποτε όμως δεν δίνει στον ΣΥΡΙΖΑ την βάση και τον λόγο να ελπίζει ότι μπορεί να προβλέψει τι θα γίνει το 2019, ή ακόμη χειρότερα για αυτόν, να στηρίξει την πολιτική του δράση σε ένα διετές πρόγραμμα. Δεν πρέπει να ξεχνάμε το νόμο του Μέρφυ: «Αν κάτι μπορεί να πάει στραβά, θα πάει.»

Οπότε οι εκλογές το Φθινόπωρο του 2018 είναι αναμφισβήτητα το καλύτερο σενάριο για τον ΣΥΡΙΖΑ, ενώ οι εκλογές τον Σεπτέμβριο 2019 είναι το καλύτερο σενάριο για τη Νέα Δημοκρατία.

*Ο Νίκος Μορόπουλος είναι Σύμβουλος Εταιρικών Μετασχηματισμών (MSc)