Φόρουμ Μασσαλίας: Τρείς πυλώνες δράσης για την έξοδο από την ευρωπαϊκή κρίση
Στις 10 και 11 Νοεμβρίου διεξάγεται στη Μασσαλία το πρώτο Ευρωπαϊκό Πολιτικό Φόρουμ. Αποτελεί την δεύτερη κατά σειρά ευρωπαϊκή πρωτοβουλία με στόχο τη σύγκλιση των προοδευτικών πολιτικών δυνάμεων, έπειτα από τη σύσταση της ομάδας της Προοδευτικής Συμμαχίας στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, με τη συμμετοχή εκπροσώπων από κόμματα, συλλογικότητες και οργανώσεις που τοποθετούνται ιδεολογικά στον ευρύτερο άξονα που συνδέει την Αριστερά, τη Σοσιαλδημοκρατία και την Οικολογία.
Κοινό σημείο αναφοράς για τον ευρύτερο προοδευτικό χώρο αποτελεί η αναγνώριση της αποτυχίας των πολιτικών λιτότητας και οι συνέπειες που αυτές προκάλεσαν στις ευρωπαϊκές κοινωνίες. Η ενδυνάμωση της λαϊκιστικής ακροδεξιάς και η ενίσχυση της κοινοβουλευτικής της εκπροσώπησης στην πλειοψηφία των κρατών-μελών της ΕΕ και της Ευρωζώνης, η αποδυνάμωση του κοινωνικού κράτους, η έκρηξη των κοινωνικών ανισοτήτων, του κοινωνικού αποκλεισμού, της φτώχειας και της ανεργίας, η από-επένδυση, αλλά και η έλλειψη διαφάνειας στη διαδικασία λήψης αποφάσεων, αποτελούν τις βασικές συνέπειες των νεοφιλελεύθερων πολιτικών, διαμορφώνοντας ένα εκρηκτικό, διαλυτικό «μείγμα» για τη συνοχή του ευρωπαϊκού οικοδομήματος.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, παρουσιάζεται η ανάγκη αλλαγής της πολιτικής ατζέντας και ανατροπής των δυσμενών πολιτικών συσχετισμών, έτσι όπως αυτές έχουν διαμορφωθεί τα τελευταία χρόνια στην Ευρώπη. Οι δυσκολίες σύγκλισης που εντοπίζονται μεταξύ των αριστερών και σοσιαλδημοκρατικών δυνάμεων είναι αρκετές και σύνθετες, ωστόσο γίνεται πλέον ξεκάθαρο σε ένα πολύ σημαντικό τμήμα του ευρωπαϊκού εκλογικού σώματος, ότι η συνέχιση των ασκούμενων οικονομικών και κοινωνικών πολιτικών οδηγούν σε αδιέξοδο, οξύνουν τους εθνικισμούς και τις κοινωνικές συγκρούσεις.
Πρώτος Πυλώνας: Αναθεώρηση του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης
Από το 2007 και μετά, η Ευρωπαϊκή Ένωση και η Ευρωζώνη είναι αντιμέτωπες με τις συνέπειες των βασικών θεσμικών και λειτουργικών ανωμαλιών του Ευρωπαϊκού Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης, ενός πλαισίου πολιτικών που επιβάλλει αυστηρή δημοσιονομική πειθαρχία στα κράτη-μέλη, χωρίς περιθώρια ευελιξίας και βελτιώσεων.
Η υιοθέτηση του συγκεκριμένου Συμφώνου από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο το 1997, και η τροποποίησή του το 2005, εξυπηρετούσαν την ανάγκη προστασίας του ευρωπαϊκού οικοδομήματος από εξωτερικές οικονομικές απειλές και ανακατατάξεις, ωστόσο το περιεχόμενό του διαμορφώθηκε σε συνθήκες οικονομικής σταθερότητας, χωρίς να έχει αξιολογηθεί η επάρκειά του σε συνθήκες κρίσης. Η εφαρμογή των προβλέψεων του Συμφώνου, από το 2008 και μετά, αποδείχθηκε ανεπαρκής, με αποτέλεσμα να διογκωθούν οι δημοσιονομικές ανισορροπίες σε πολλά κράτη-μέλη της ΕΕ.
Παράλληλα, η πρόσδεση των σοσιαλιστικών δυνάμεων στο νεοφιλελεύθερο άρμα και οι εκλογικές συμμαχίες με τις συντηρητικές πολιτικές δυνάμεις σε πολλά κράτη-μέλη, ήδη από τις αρχές του 2000, απέκλειαν μέχρι σήμερα την έναρξη ενός γόνιμου διαλόγου για την αναθεώρηση του Συμφώνου.
Ωστόσο, και έπειτα από συνεχείς παλινωδίες και μεγάλες εκλογικές ήττες σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, ένα σημαντικό τμήμα των σοσιαλιστικών ηγεσιών αρχίζει σταδιακά να αναθεωρεί τη μέχρι τώρα ασκούμενη πολιτική, επιχειρώντας να επανέλθει ιδεολογικά και πολιτικά στο αρχικό αξιακό πλαίσιο της σοσιαλδημοκρατίας. Μια τέτοια «στροφή» και διαδικασία έχει ήδη δρομολογηθεί σε σημαντικό βαθμό στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, εφαρμόζεται στη περίπτωση της Πορτογαλίας, και κυοφορείται στη Γερμανία, στη Γαλλία, στη Μεγάλη Βρετανία και στην Ισπανία.
Δεύτερος Πυλώνας: Η αποδόμηση της ακροδεξιάς
Η κοινωνική ανισότητα και ο κοινωνικός αποκλεισμός έχουν οξυνθεί σημαντικά τα τελευταία επτά χρόνια στην Ευρωπαϊκή Ένωση, με τα στοιχεία αυτά να μην αφορούν μόνο στα κράτη-μέλη που βρέθηκαν ή βρίσκονται σε πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η Γερμανία, όπου το κοινωνικό και εισοδηματικό «χάσμα» μεταξύ της Δυτικής και Ανατολικής Γερμανίας αυξάνεται διαρκώς, παρά τους συνολικά θετικούς οικονομικούς δείκτες της οικονομίας.
Σε επίπεδο εκλογικής συμπεριφοράς, στο σύνολο σχεδόν των κρατών-μελών, ένα μεγάλο τμήμα του εκλογικού σώματος και των κοινωνικών ομάδων που βιώνουν την ανισότητα και τον αποκλεισμό, ρέπουν κυρίως είτε προς την υποστήριξη ακροδεξιών μορφωμάτων, είτε προς την αποχή.
Σε ένα βαθμό, η τάση αυτή μπορεί να ερμηνευτεί και ως αδυναμία των αριστερών και προοδευτικών δυνάμεων να διαμορφώσουν μια πειστική εναλλακτική πρόταση με ισχυρό εκλογικό αποτύπωμα. Η αδυναμία αυτή είναι αποτέλεσμα τόσο της πολυδιάσπασης που έως και πρόσφατα έχει παρατηρηθεί στα κόμματα που τοποθετούνται στα αριστερά του πολιτικού φάσματος, όσο και της δυσκολίας να αποδομηθεί η λαϊκιστική προπαγάνδα σε καθημερινό επίπεδο, μέσα από τα ΜΜΕ, αλλά και μέσα από τις πολιτικές προτάσεις.
Ωστόσο, έπειτα από την αναγνώριση της ανάγκης δημιουργίας πλατιών πολιτικών συμμαχιών του προοδευτικού χώρου ως απάντηση στην άνοδο του ακροδεξιού λαϊκισμού, έχει προκύψει και μία ακόμη διαπίστωση, η οποία σταδιακά διαμορφώνει ένα ισχυρό επιχείρημα: το σύνολο των ακροδεξιών και ξενοφοβικών κομμάτων αναπτύσσουν μια διχαστική και αντιδραστική ρητορική που δε δίνει απαντήσεις στα μείζονα οικονομικά και κοινωνικά ζητήματα, ενώ την ίδια στιγμή η ρητορική των κομμάτων αυτών τροφοδοτείται από τις πολιτικές επιλογές των συντηρητικών δυνάμεων.
Η, πολλές φορές, ορατή σύμπλευση της νεοφιλελεύθερης και λαϊκιστικής δεξιάς με την ακροδεξιά, στο πλαίσιο μιας αλληλοτροφοδοτούμενης ατζέντας και ρητορικής, τονώνει τις συμμαχίες στο προοδευτικό χώρο, ενισχύει τα βήματα για τη διαμόρφωση κοινών προγραμματικών θέσεων, και νοηματοδοτεί το δίπολο «οπισθοδρόμηση –πρόοδος».
Τρίτος Πυλώνας: Ενίσχυση της διαφάνειας και της δημοκρατικής λογοδοσίας
Οι τελευταίες αποκαλύψεις για τα Paradise Papers αποδεικνύουν την πλήρη αποτυχία των μέχρι τώρα πολιτικών για τον έλεγχο της φοροδιαφυγής. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο αποφεύγουν να νομοθετήσουν ένα αυστηρό και δεσμευτικό νομικό πλαίσιο με κυρώσεις, τροφοδοτώντας με τη σειρά τους ένα διεθνές περιβάλλον ανομίας που οξύνει το αίσθημα της κοινωνικής αδικίας.
Οι δημοσιογραφικές αποκαλύψεις, όσο σημαντικές και εάν είναι, δεν μπορούν να οδηγήσουν στα επιθυμητά αποτελέσματα, ενώ τα σοκαριστικά στοιχεία που αποκαλύπτονται για το ύψος των ποσών που τοποθετούνται σε φορολογικούς παραδείσους πλήττουν σημαντικά την αξιοπιστία των πολιτικών ηγετών.
Ειδικά σε μια περίοδο όπου το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα συνεχίζει να βρίσκεται σε κρίση, με πολλά κράτη-μέλη στην ΕΕ να αδυνατούν να διαχειριστούν ζητήματα που αφορούν στην ενίσχυση της ελεύθερης πρόσβασης στην πρωτοβάθμια υγειονομική περίθαλψη, στην αύξηση των δημοσίων δαπανών για την εκπαίδευση, στη διαχείριση των προσφυγικών ρευμάτων και στην αναδιανομή του παραγόμενου πλούτου, η καταπολέμηση της φοροδιαφυγής αποτελεί ένα από τα πλέον κρίσιμα ζητήματα που απαιτεί συγκεκριμένες αποφάσεις.
Η πολιτική βούληση για την αντιμετώπιση του ζητήματος, όπως και άλλων μεγάλων και αλληλένδετων ζητημάτων δεν υπάρχει, με την ευθύνη να βαραίνει τις πολιτικές ηγεσίες, που από τη μία μιλούν διαρκώς για ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής και της ανάπτυξης, αλλά επί της ουσίας πράττουν ελάχιστα από αυτά για τα οποία δεσμεύονται προεκλογικά.
Με ορίζοντα τις ευρωεκλογές του 2019, οι Ευρωπαίοι πολίτες καλούνται να επιλέξουν μεταξύ δύο ξεκάθαρων πολιτικών προτάσεων: από τη μία πλευρά υπάρχουν οι δυνάμεις της συντήρησης, του λαϊκισμού και της οπισθοδρόμησης, και από την άλλη οι δυνάμεις που επιχειρούν να επαναφέρουν την Ευρώπη στον πυρήνα των ιδρυτικών της αξιών. Το Φόρουμ της Μασσαλίας αποτελεί μια πολύ σημαντική πρωτοβουλία προς την κατεύθυνση της αλλαγής των πολιτικών συσχετισμών στην ΕΕ, με στόχο την ενδυνάμωση της κοινωνικής δικαιοσύνης και της βιώσιμης ανάπτυξης.
*Ο Δημήτρης Ραπίδης είναι πολιτικός αναλυτής και επικοινωνιολόγος.