Καταλωνία: Η μοιραία σύγκρουση δυο κόσμων
Μια τοπική κοινωνία, η καταλανική, σε αναβρασμό εδώ και πολλά χρόνια, που διεκδικεί το δικαίωμά της στην αυτοδιάθεση. Ένα κράτος, το ισπανικό, το οποίο βρίσκεται σε διαρκή πολιτική αλλά και οικονομική ύφεση από το 2010 και μετά, που προσπαθεί να επιβληθεί με τον λάθος τρόπο.
Ένα Σύνταγμα, αυτό του 1978, που ενώ στην εποχή του θεωρήθηκε πρότυπο προοδευτικών πολιτικών αρχών έχει μετατραπεί πλέον στο επίκεντρο της πόλωσης: οι μεν Καταλάνοι– πολλοί εκ των οποίων όταν ψηφιζόταν το ίδιο το Σύνταγμα είχαν βγει στους δρόμους να γιορτάσουν την αυτονομία τους μετά από σαράντα χρόνια φρανκικής καταπίεσης- σήμερα το λοιδορούν. Οι δε, λοιποί Ισπανοί, εν γένει το υπερασπίζονται ως ιερό, τοτεμικό σχεδόν κείμενο και θεωρούν πως οι μονομερείς ενέργειες τις τελευταίες εβδομάδες του εθνικιστή ηγέτη Κάρλες Πουιτζντεμόντ αποτελούν ευθεία κατάλυσή του· καθόλου τυχαία ο συντηρητικός ισπανικός τύπος κάνει λόγο για «πραξικόπημα». Εξαίρεση οι Ποδέμος που κατακεραυνώνουν το ίδιο Σύνταγμα ως απολίθωμα και για το οποίο έχουν εφεύρει τον όρο «καθεστώς του 78», που συνειρμικά παραπέμπει απευθείας στον Φράνκο. Αντ’ αυτού προτείνουν ένα συμπεφωνημένο δημοψήφισμα (referendum pactado), πρόταση η οποία σύμφωνα με τις μετρήσεις θα έβρισκε σύμφωνο το 80% της καταλανικής κοινωνίας, αλλά που η Μαδρίτη απορρίπτει κατηγορηματικά. Αυτά είναι με λίγα λόγια τα συστατικά στοιχεία του δράματος, της μεγαλύτερης πολιτικής κρίσης που ζει η Ισπανία τα τελευταία σαράντα χρόνια, και του οποίου την τελευταία πράξη δεν έχουμε δει ακόμα. Τη Δευτέρα, 9 Οκτωβρίου, αναμένεται η μονομερής ανακήρυξη της ανεξαρτησίας από πλευράς της τοπικής καταλανικής κυβέρνησης. Η ειρωνεία είναι πως μια μόλις μέρα μετά η Ισπανία θα γιορτάσει την ετήσια «Ημέρα της Ισπανικότητας» σε συνθήκες ακραίας πόλωσης και εν δυνάμει διάσπασης.
Αυτό που παρατηρεί κανείς δια γυμνού οφθαλμού αυτές τις μέρες είναι πως αυτή η σύγκρουση ανάμεσα σε δυο κόσμους ασύμβατους μεταξύ τους κλιμακώνεται με ταχύτατους ρυθμούς μέρα με τη μέρα. Όμως δεν ξεσπάει ως κεραυνός εν αιθρία: η κρίση είχε προαναγγελθεί εδώ και καιρό. Η πλέον κομβική στιγμή έχει να κάνει με το Estatut de Autonomía (Χάρτα της Αυτονομίας) που είχε παραχωρηθεί στην Καταλωνία από την σοσιαλιστική κυβέρνηση Θαπατέρο το 2006. Το Estatut που θεωρήθηκε τεράστιο επίτευγμα από τους Καταλάνους που το επικύρωσαν μαζικά, κυρίως επειδή αναγνώριζε για πρώτη φορά την ύπαρξη καταλανικού «έθνους», ακυρώθηκε από το ισπανικό Συνταγματικό Δικαστήριο το 2010. Αφορμή για την εκδίκαση της απόφασης αποτέλεσε η μαζική συλλογή υπογραφών με πρωτοβουλία του Λαϊκού Κόμματος του Μαριάνο Ραχόι. Τίποτα δεν τροφοδότησε περισσότερο τον καταλανικό εθνικισμό από αυτή την μοιραία και τραυματική ακυρωτική απόφαση. Αρκεί να θυμίσουμε πως όταν εκλέχθηκε για πρώτη φορά ο Ραχόι το 2011 υπήρχαν 24 βουλευτές υπέρ της ανεξαρτησίας στο καταλανικό κοινοβούλιο, ενώ σήμερα είναι 74, κοινώς τριπλασιάστηκαν. Αυτό, σε συνδυασμό με την οικονομική κρίση που ενέτεινε τις ούτως ή άλλως τεταμένες οικονομικές σχέσεις της Καταλωνίας με το κεντρικό κράτος (η πρώτη διεκδικούσε παραδοσιακά φορολογικές ελαφρύνσεις, όπως αυτές της Χώρας των Βάσκων) και την εντεινόμενη αδιαλλαξία της Μαδρίτης ενέτειναν το αδιέξοδο και λειτούργησαν ως βούτυρο στο ψωμί των σεπαρατιστών.
Είναι παραπάνω από εμφανής η έλλειψη κουλτούρας διαλόγου ανάμεσα στις δυο πλευρές που οδήγησε στο σημερινό αδιέξοδο, καθώς και η ύπαρξη μιας εντελώς διαφορετικής ερμηνείας του γράμματος του νόμου. Από τη μια πλευρά, η κεντρική εξουσία θεωρεί πως το δημοψήφισμα της 1ης Οκτωβρίου στην Καταλωνία ήταν παράνομο, γιατί κρίθηκε ξανά αντισυνταγματικό από το Συνταγματικό Δικαστήριο της χώρας. Όμως η άποψη πως το κράτος έπρεπε να επιβάλει τη νομιμότητα δια της βίας, όπως συνέβη, ερμηνεύει κανονιστικά την ψυχρή λογική του γράμματος του νόμου. Και αυτό γιατί η νομιμοποίηση της χρήση της βίας για την κρατική επιβολή κρίνεται εκ του αποτελέσματος. Η Μαδρίτη αντέδρασε αργά, χωρίς σχέδιο και με αλόγιστη βία απέναντι σ’ένα πρόβλημα που γνωρίζει χρόνια τώρα αλλά επέμενε να αγνοεί. Η Μαδρίτη θεωρεί πως αντέδρασε σωστά σε αυτή την αντισυνταγματική εκτροπή, στέλνοντας αστυνομικές δυνάμεις, χωρίς να λαμβάνει υπόψη της τα καταστροφικά αποτελέσματα της καταστολής σε συμβολικό επίπεδο και όχι μόνο. Οι άγριες εικόνες ξυλοδαρμών στα εκλογικά κέντρα ξύπνησαν φαντάσματα του παρελθόντος και οι αναφορές στην φρανκικη καταπίεση πολλαπλασιάστηκαν μέσα σε λίγες ώρες. Κοινώς ο μεγάλος χαμένος αυτή την στιγμή είναι η Μαδρίτη, τόσο επιχειρησιακά αλλά και σε επίπεδο εντυπώσεων.
Από την άλλη πλευρά, τα γεγονότα της Κυριακής καθιστούν για πρώτη φορά τον σεπαρατισμό ηγεμονική δύναμη στην Καταλωνία, παρά το γεγονός πως αρθρώνονται πολλές αντίθετες φωνές στο εσωτερικό της. Η πολιτιστική αυτή ηγεμονία και το άνευ προηγουμένου ειρηνικό κίνημα της κοινωνίας των πολιτών που είδαμε τον τελευταίο καιρό βασίζονται πάνω στη ρομαντική θέση πως το μελλοντικό καταλανικό κράτος θα είναι πιο δίκαιο και πλουραλιστικό απ’ότι η άκαμπτη και τιμωρητική Ισπανία σήμερα. Υπάρχει μια νέα γενιά που διαδηλώνει μαζικά, που έχει μεγαλώσει σε καταλανικά σχολεία, με την καταλανική γλώσσα (που είναι και ο πολιορκητικός κριός του εν λόγω εθνικισμού) και το συγκεκριμένο μονοδιάστατο αντι-ισπανικό ιστορικό αφήγημα, που μοιράζεται αυτή την ουτοπία που προβάλλεται ως πανάκια για όλα τα προβλήματα. Αυτή η έντονα φαντασιακή ταυτοτική διάσταση, σε συνδυασμό με το γεγονός πως η Μαδρίτη παρουσιάζεται λιγο-πολύ ως το απόλυτο κακό (πράγμα που η τελευταία κάνει ο,τι μπορεί για να επιβεβαιώσει) ενέτειναν την ορμή αυτού του κινήματος κοινωνικής ανυπακοής που λαμβάνει πλέον εξεγερσιακές διαστάσεις που τείνουν να ξεπεράσουν και αυτές τις ίδιες τις εθνικιστικές ελίτ. Πέρα από τις συχνά προβληματικές και εξαιρετικά βολονταριστικές πολιτικές αποφάσεις του Πουιντζντεμόν και των συνεργατών του, θα ήταν λάθος να μην σταθεί κανείς στην συναισθηματική νομιμοποίηση και την δυναμική καθώς και την εννοιολογική πλαισίωση (framing) αυτού του κινήματος «από τα κάτω», που χωρίς αναγκαστικά να ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, έχει πάραυτα μια εξαιρετική ικανότητα ενεργοποίησης πόρων.
Η σύγκρουση ανάμεσα σ’ αυτές τις δυο τάσεις προμηνύεται αμείλικτη ακριβώς επειδή δεν μοιάζει να υπάρχει περιθώριο διαλόγου, συζήτησης και συνεννόησης. Μετά και το προβληματικό διάγγελμα του Βασιλιά Φελίπε VI, όπου ουσιαστικά καταλόγισε μονοδιάστατα στην καταλανική πλευρά ευθύνες για το αδιέξοδο καθίσταται ακόμα δυσκολότερη η εξεύρεση λύσης, έστω και την ύστατη στιγμή. Το συγκεκριμένο τηλεοπτικό διάγγελμα (χωρίς προηγούμενο από την εποχή της δραματικής έκκλησης του πατέρα του, Χουαν Κάρλος, για επιστροφή στη νομιμότητα που έβαζε τέλος στο πραξικόπημα Τεχέρο το Φεβρουάριο του 1981), αντί να αποφορτίσει την κατάσταση έριξε κι άλλο λάδι στη φωτιά. Δεν είναι λίγοι αυτοί που πιστεύουν πως το μόνο πράγμα που θα μπορούσε να σώσει την ενότητα της Ισπανίας τώρα πια είναι μια αλλαγή κυβέρνησης που θα προωθούσε τη ριζική μεταρρύθμιση του Συντάγματος του 1978 και τη δημιουργία μιας ομοσπονδιακής, και γιατί όχι, αβασίλευτης δημοκρατίας. Ίσως όμως να είναι πολύ αργά, δεδομένου πως ένα τεράστιο κομμάτι της κοινωνίας και από τις δυο πλευρές έχει πλέον ριζοσπαστικοποιηθεί υπερβολικά για να δεχτεί συμβιβασμούς και αλλαγές τέτοιου τύπου που χρειάζονται ευρύτατες πλειοψηφίες.
Πιο ρεαλιστικά, διαφαίνεται πως η κυβέρνηση θα ενεργοποιήσει το άρθρο 155 του Συντάγματος που προβλέπει την κατάργηση της αυτονομίας σε περίπτωση κακοδιαχείρισης, πράγμα που δεν έχει συμβεί ποτέ από το 1978. Μια τέτοια, στρατιωτικού τύπου όμως λύση του προβλήματος, μετά την αποτυχημένη δικαστική και αστυνομική αντιμετώπισή του, θα είχε τραγικά αποτελέσματα για την καταλανική αλλά και την ισπανική κοινωνία γενικότερα. Ας ευχηθούμε πως τα φριχτά φαντάσματα του παρελθόντος δεν ήρθαν εδώ για να μείνουν.
* Ερευνητής CONEX-Marie Curie στο τμ. Ιστορίας του Πανεπιστημίου Carlos III της Μαδρίτης. Το βιβλίο του «Τα παιδιά της δικτατορίας» κυκλοφορεί από τις εκδ. ΠΟΛΙΣ.