Αντίθετοι οι πρυτάνεις στο σχέδιο νόμου για τα μεταπτυχιακά
«Σημαντικά εμπόδια στη λειτουργία και ανάπτυξη των μεταπτυχιακών σπουδών» εντοπίζουν οι πρυτάνεις στο υπό διαβούλευση νομοσχέδιο του υπουργείου Παιδείας. Σύμφωνα με ομόφωνη απόφαση της έκτακτης Συνόδου τους που συγκλήθηκε χθες, Σάββατο 10 Ιουνίου το σχέδιο νόμου χρίζει επανεξέτασης.
Οι πρυτάνεις τονίζουν ότι το νομοσχέδιο χαρακτηρίζεται «από υπερ-ρυθμίσεις σε μια σειρά από θέματα, οι οποίες συχνά φθάνουν σε επίπεδο καταστρατήγησης του αυτοδιοίκητου των Πανεπιστημίων» και τονίζουν ότι «η οριζόντια προσέγγιση θα λειτουργήσει αρνητικά στη διαμόρφωση και υλοποίηση της κατάλληλης στρατηγικής ανάπτυξης του κάθε Πανεπιστημίου χωριστά».
Ειδικότερα, οι πρυτάνεις ζητούν, σε συνεργασία με το Υπουργείο Παιδείας, να επανεξεταστούν οι ρυθμίσεις, προκειμένου να ευθυγραμμιστούν με τις κατευθύνσεις που έχουν ορίσει και οι οποίες αφορούν, μεταξύ άλλων, στην ενίσχυση του αυτοδιοίκητου των πανεπιστημίων ως προς τα Προγράμματα Μεταπτυχιακών Σπουδών (ΠΜΣ) και στη συστηματική αξιολόγηση και διασφάλιση ποιότητας των ΠΜΣ, από τις εσωτερικές δομές των Ιδρυμάτων και την Αρχή Διασφάλισης και Πιστοποίησης της Ποιότητας στην Ανώτατη Εκπαίδευση (ΑΔΙΠ).
Η Σύνοδος ζητά τα δίδακτρα των ΠΜΣ, εφόσον υπάρχουν, να καθορίζονται με βάση την αρχή της ανταποδοτικότητας και να ορίζονται από τη Σύγκλητο.
Επίσης, όπως αναφέρει το ΑΠΕ-ΜΠΕ, όσον αφορά τους οικονομικά ασθενέστερους φοιτητές, οι πρυτάνεις ζητούν να εξασφαλιστούν από το Υπουργείο πόροι για την παροχή υποτροφιών και παράλληλα, τα πανεπιστήμια να μπορούν να παρέχουν τη δυνατότητα απαλλαγής διδάκτρων σε περίπτωση παροχής ακαδημαϊκών υπηρεσιών από τους φοιτητές.
Ακόμη, όσον αφορά στα ζητήματα ίδρυσης, λειτουργίας και διαχείρισης των ΠΜΣ, αυτά, σύμφωνα με τη Σύνοδο, θα πρέπει «να αντιμετωπίζονται στο πλαίσιο των ιδιαιτεροτήτων και των εσωτερικών διαδικασιών κάθε Ιδρύματος». Έτσι, ζητούν την κατάργηση των διατάξεων που θεωρούν ότι λειτουργούν ως «αντικίνητρα στην ανάπτυξη υψηλής στάθμης μεταπτυχιακών σπουδών», καθώς και η όποια αμοιβή των καθηγητών «να υπόκειται στους γενικούς περιορισμούς που τίθενται από την κείμενη νομοθεσία».
Εξάλλου, όσον αφορά το άσυλο, οι πρυτάνεις ζητούν, σε περιπτώσεις αξιόποινων πράξεων που τελούνται εντός των χώρων των ΑΕΙ να παρεμβαίνει αυτεπάγγελτα η Πολιτεία.
Για τα όσα προβλέπονται για τα Περιφερειακά Συμβούλια Ανώτατης Εκπαίδευσης και Έρευνας, η Σύνοδος σημειώνει ότι δεν διασφαλίζεται ένα σαφές πλαίσιο λειτουργίας, ούτε ο διαχωρισμός των αρμοδιοτήτων τους από τις αρμοδιότητες θεσμικών οργάνων του πανεπιστημίου, αλλά ούτε και το πλαίσιο των αρμοδιοτήτων των Συμβουλίων που εμπλέκεται με εκείνες των άλλων οργάνων που λειτουργούν σε επίπεδο Περιφέρειας. Παράλληλα, εκφράζουν επιφυλάξεις για την τελική σύνθεση των Περιφερειακών Συμβουλίων.
Σχετικά με τους Ειδικούς Λογαριασμούς Κονδυλίων Έρευνας (ΕΛΚΕ), αν και, όπως αναφέρουν οι πρυτάνεις, «το προτεινόμενο νομοσχέδιο είναι αποτέλεσμα επίπονης και μακροχρόνιας διαπραγμάτευσης της Συνόδου των Πρυτάνεων με το Υπουργείο Παιδείας και το Υπουργείο Οικονομικών που θα επιτρέψει τη στοιχειώδη λειτουργία των ΕΛΚΕ σε αυτή τη μεταβατική φάση», επισημαίνουν ότι υπάρχουν περιθώρια βελτίωσης ορισμένων διατάξεων για τις οποίες ζητείται η παρέμβαση των υπουργών Παιδείας και Οικονομικών και κρίνουν απαραίτητη τη θεσμοθέτηση ενός νέου πλαισίου λειτουργίας των ΕΛΚΕ, «ευέλικτου και αποτελεσματικού, που θα επιτρέπει τη δραστηριότητά τους εκτός φορέων Γενικής Κυβέρνησης».
Όσον αφορά στις διαδικασίες ανάδειξης οργάνων διοίκησης, η Σύνοδος επαναλαμβάνει την αντίθεσή της με τα όσα προτείνει το νομοσχέδιο. «Σε σχέση με την πρόταση για ανάδειξη των Αντιπρυτάνεων με ξεχωριστή εκλογή, η Σύνοδος θεωρεί ότι μια τέτοια ρύθμιση δεν εξασφαλίζει τον απαιτούμενο συντονισμό στη λειτουργία της Πρυτανείας και θέτει σε κίνδυνο την αποτελεσματικότητα της καθημερινής λειτουργίας του Πανεπιστημίου», αναφέρει η απόφαση της Συνόδου.
Οι πρυτάνεις επισημαίνουν ότι τάσσονται υπέρ της διατήρησης του σημερινού συστήματος επιλογής (με την έγκριση των Αναπληρωτών από τη Σύγκλητο) ή εναλλακτικά του ενιαίου Πρυτανικού σχήματος.
Τέλος, η Σύνοδος αναφέρει ότι είναι απαραίτητο να υπάρξει μία μεταβατική περίοδος, μέσα σε «εύλογο χρονικό διάστημα», κατά την οποία θα δημοσιοποιηθούν οι καταργούμενες και μεταβατικές διατάξεις.