ΕΛΛΑΔΑ

Δεν αναγνωρίστηκαν οι κατηγορούμενοι στη δίκη για την επίθεση στη Marfin

Δεν αναγνωρίστηκαν οι κατηγορούμενοι στη δίκη για την επίθεση στη Marfin
ΚΟΝΤΑΡΙΝΗΣ ΓΙΩΡΓΟΣ - Eurokinissi

Ολοκληρώθηκε η δεύτερη συνεδρίαση του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου για την δολοφονική επίθεση στην τράπεζα Marfin τον Μάιο του 2010, χωρίς να μπορέσει κάποιος από τους μάρτυρες να αναγνωρίσει τους δύο κατηγορημένους.

Η επίθεση στην τράπεζα έγινε κατά την διάρκεια διαδηλώσεων και είχε ως αποτέλεσμα να χάσουν την ζωή τους από ασφυξία τρεις υπάλληλοι, μια εκ των οποίων ήταν έγκυος.

Στην διαδικασία κλήθηκαν σχεδόν είκοσι μάρτυρες, κανένας εκ των οποίων δεν μπόρεσε να πει με σιγουριά ότι είδε τους Θοδωρή Σίψα και Παύλο Αντρέεβ, στο σημείο της επίθεσης.

Στην πλειονότητα τους οι μάρτυρες ήταν οι τραπεζικοί υπάλληλοι που κατάφεραν να δραπετεύσουν από την φλεγόμενη τράπεζα, πυροσβέστες που συμμετείχαν στην κατάσβεση και ο δημοσιογράφος Ηλίας Προβόπουλος, ο οποίος είχε βρεθεί τυχαία στο σημείο.

Οι κατηγορούμενοι αντιμετωπίζουν τις κατηγορίες της κατά περίσταση ανθρωποκτονίας εκ προθέσεως κατά συναυτουργία και κατά συρροή, της απόπειρας ανθρωποκτονίας, της κατοχής εκρηκτικών υλών και της έκρηξης, μεταξύ άλλων.

«Ξαφνικά μέσα στην πορεία εμφανίζεται μια ομάδα ανθρώπων ντυμένοι όλοι ίδια και με μαντήλια. Χωρίζεται στα δύο, η μια πάει στη Marfin και η άλλη στον Ιανό», είπε στην κατάθεση του ο κ. Προβόπουλος. Έκανε λόγο μια ομάδα 11 ατόμων, μεταξύ των οποίων μία ξανθιά κοπέλα και ενός αρχηγού που φορούσε κόκκινο μαντήλι: «Φαινόταν να δίνει εντολές. Φορούσε το κόκκινο μαντήλι για να αναγνωρίζεται». Εξήγησε δε ότι υπήρχε και μία «υποστηρικτική ομάδα» η οποία «τους προμήθευσε με μαντήλια, πέτρες και άλλα. Όλοι φορούσαν μαύρα, ο αρχηγός φορούσε τζιν».

Ο ίδιος, παρά την αναγνώριση που είχε κάνει στο προανακριτικό στάδιο, δεν κατάφερε να δείξει κανέναν από τους δύο ως υπαίτιο της επίθεσης. Σε ερωτήσεις για την αλλαγή αυτή τόνισε πως δεν είχε αναγνωρίσει το πρόσωπο, καθώς δεν είχε δει κανένα, αλλά έκανε μια ανάλυση. «Αυτά τα άτομα δεν ήταν τα συνηθισμένα που πάνε στις πορείες. Εκεί στηρίζω την άποψη μου αυτή, δεν τους είδα».

Η υπάλληλος, Παναγιώτα Βασιλάκου, περιέγραψε τους δράστες της επίθεσης τόσο στην τράπεζα όσο και στον Ιανό και υποστήριξε: «είδα κάποιον, που φορούσε χακί και κρατούσε κάτι σαν μπουκάλα καταδύσεων και μπροστά είχε πράσινο λάστιχο ποτίσματος. Είχα την αίσθηση πως πετούσε κάτι στη φωτιά που φούντωνε. Μετά από έξι χρόνια, όταν ανάβουμε την ψησταριά να ψήσουμε κρέας, με πιάνει πανικός. Είναι κάποια πράγματα που έχουν κάτσει μέσα μας».

Όπως περιέγραψε, ο ένας εκ των δραστών ήταν «γεροδεμένος με έντονη τριχοφυΐα στα χέρια», ενώ «το πλήθος ήταν άγριο», καθώς «πετούσαν πέτρες παρόλο που φωνάζαμε ότι καιγόμαστε».

Από μεριάς του ο Γιώργος Κόλιας, υπάλληλος και αυτός, έκανε λόγο για μια γυναίκα:
«Σε σύντομο διάστημα το κτίριο πήρε φωτιά. Είχα κάποιους να το σπάνε. Πρέπει να ήταν και μια γυναίκα, όπως κατάλαβα από τη σιλουέτα. Τους φωνάζαμε "σταματήστε" αλλά τίποτα». «Ήταν ομάδα με οργάνωση. Είχαν δομή, πήγαιναν συντεταγμένα σαν στρατιωτικοί. Είχαν πάει για να κάνουν αυτό που έκαναν».

Την δική του εκδοχή έδωσε και ο περιπτεράς Θ. Γιαννακούλιας, ο οποίος την επομένη της επίθεσης είχε αναγνωρίσει πρόσωπα δραστών την επόμενη μέρα της επίθεσης.

«Ήταν πάνω από 60 άτομα. Είχαν μοιρασμένες αρμοδιότητες. Έξι άτομα ήταν αυτά που έσπαγαν, μάλλον με βαριοπούλες. Πέρασα ανάμεσα τους κάποια στιγμή. Φορούσαν τζόκεϊ καπέλα και κουκούλες, ενώ υπήρχε και μια κοπέλα ξανθιά με γαλλική κοτσίδα. Η ομάδα πέταξε τις μολότοφ και ξαναμπήκαν στη πορεία. Έσπασαν τη τζαμαρία με βαριοπούλες και σίδερα που είχαν βγάλει από το δρόμο».

Ο μάρτυς ωστόσο δεν μπόρεσε να δώσει ξεκάθαρη απάντηση για το αν ήταν οι Σίψας και Αντρέεβ μεταξύ των δραστών. Η δίκη θα συνεχιστεί στις 27 Οκτωβρίου.