ΕΛΛΑΔΑ

Η Παναγία μέσα από τα «μάτια» Ελλήνων λογοτεχνών ποιητών και ζωγράφων

Η Παναγία μέσα από τα «μάτια»  Ελλήνων λογοτεχνών ποιητών και ζωγράφων

Εικόνα της Παναγίας

eurokinissi

Σημαντικοί Έλληνες ποιητές, ζωγράφοι και λογοτέχνες μέσα από τα έργα τους ο καθένας από την δική του σκοπιά, αποτυπώνουν τις σκέψεις τους και τον τρόπο που «βλέπουν» την Παναγία την οποία εορτάζουμε σήμερα 15 Αυγούστου.

Με τη φράση «φορείς τον ήλιο φόρεμα, σκαμνί σου το φεγγάρι, για να ακουμπάς τα πόδια σου και γύρω στα μαλλιά σου στεφάνι δωδεκάστερο», ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες ποιητές, ο Κωστής Παλαμάς, απευθύνεται στην Παναγία, στο έργο του «η φλογέρα του βασιλιά».

Ο ζωγράφος Νικόλαος Λύτρας φαντάζεται και απεικονίζει τη Θεοτόκο ένθρονη ενώ ο Νικόλαος Γύζης, ένας από τους πιο σημαντικούς Έλληνες ζωγράφους του 19ου αιώνα, δηλώνει ότι θαυμάζει την «Πλατυτέρα».

Το έργο αυτό ζωγραφίζει το 1890 ο Πολυχρόνης Λεμπέσης και σήμερα βρίσκεται στον Άγιο Γεώργιο Καρύτση, στην Αθήνα. Ως «Πάσχα του καλοκαιριού» περιγράφει, άλλωστε, τη γιορτή της Κοίμησης της Θεοτόκου, ο λογοτέχνης και ζωγράφος Φώτης Κόντογλου.

«Δίπλα στην ορθόδοξη υμνολογία και αγιογραφία αναπτύσσεται μια συναρπαστική ποίηση, μια γοητευτική πεζογραφία και μια μεγαλειώδης ζωγραφική που με άπειρες παραλλαγές υμνολογεί και δοξάζει την Παναγία» επισημαίνει στο Αθηναικό πρακτορείο ο καθηγητής του Τμήματος Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Μιχαήλ Τρίτος.

Οι αναφορές στην πεζογραφία

Παρουσιάζοντας σχετικές αναφορές από την πεζογραφία, συμπληρώνει το απόσπασμα του Κωστή Παλαμά με τους στίχους: «και δέρνουν τα πλευρά σου φτερούγια σαν του σταυραετού, με εκείνα για να τρέχεις από του παράδεισου το φως στης κόλασης τη νύχτα». Από την πλευρά του ο Φώτης Κόντογλου σε ένα εμπνευσμένο κείμενό του για την Κοίμηση της Θεοτόκου γράφει: «σήμερα το αγέρι φυσά γλυκύτερα στα κουρασμένα πρόσωπά μας, τα δέντρα σαν να γενήκανε πιο χλωρά, το αυγουστιάτικο κύμα σαν να αρμενίζει δροσερό μέσα στο πέλαγο, και αφρίζει φουσκωμένο από χαρά μεγάλη, το κάθε τι πανηγυρίζει και αγάλλεται. Ω! Τι θάνατος λοιπόν είναι αυτός, του γέμισε την οικουμένη και τις καρδιές μας με τη χαρά της Αθανασίας».

Ένας από τους σύγχρονους λογοτέχνες, ο Νίκος Πεντζίκης λέει με νόημα: «γονατίζω στα πόδια, στα πόδια της παντοτεινής του μητέρας, κόρης, Παρθένου. Δέξου τις παρακλήσεις αναξίων σου ικετών, κορυφή δυσανάβατη στους λογισμούς, βάθος δυσθεώρητο στα άτια, καθέδρα βασιλική που βαστάζεις τον βαστάζοντα πάντα. Άστρο που φανερώνει τον ήλιο. Αγρέ που βλασταίνει την ευφορία της συμπόνιας. Τραπέζι στρωμένο με χορταστική αφθονία. Λιβάδι που ξανανθίζει τη δύναμη, αυτή του πασχαλιάτικου αμνού. Λιμάνι όσων κινδυνεύουν, πρεσβεία, μεσιτεία, εξίλασμα του κόσμου, λύτρωση ουρανός όλων των ημερών».

Ο πεζογράφος Σπύρος Μελάς σε ένα πανέμορφο κείμενό του το 1949 γράφει, μεταξύ άλλων, «η λατρεία μας σε σένα είναι υφασμένη με αυτή την εθνική μας ύπαρξη. Μας παραστέκεις, μας σκέπεις, μας κραταιώνεις, γιατί πιστεύουμε σωστά. Πιστεύουμε πως δέχτηκες στα αγνά σου σπλάχνα τον Θείο Λόγο για να δώσεις το γήινο σχήμα στο λυτρωτή του κόσμου. Μαρτύρησες και πόνεσες μαζί του για τη σωτηρία μας. Και έζησες στερημένη τη γλυκιά μορφή του κάτω από τη στοργική φροντίδα του Ιωάννη, ως την ημέρα που έγειρες και εκοιμήθηκες τον μακάριο ύπνο της συντελεσμένης αποστολής, για να ανέβεις με τα φτερά των αγγέλων στην αιώνια δόξα του μονογενή σου».

Έναν από τους πιο εκφραστικούς ύμνους στη Θεοτόκο έγραψε, τέλος ο Άγιος της λογοτεχνίας μας, όπως αποκαλεί ο Μιχαήλ Τρίτος, τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη. «Πηγή μου ζωηφόρος που δροσίζει με το βαθύ ποτάμι με τον νόμο σου τόσες ψυχές, δρόσισε και εμένα, την ψυχή μου. Είσαι εσύ η πόλις του Θεού και ακόμη το αγιασμένο σκήνωμα που ευφραίνονται τα ρεύματα κυλώντος ποταμού. Είθε στην καρδιά μου που έχει στραγγιστεί να δώσει ζωή και δύναμη η χάρη σου».

Οι εικόνες της Παναγίας στην νεοελληνική ζωγραφική

Μιλώντας για την παρουσία της Παναγίας στην νεοελληνική ζωγραφική ο καθηγητής του Τμήματος Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης χαρακτηρίζει εντυπωσιακή την Παναγία Μυρτιδιώτισσα του Κωνσταντίνου Παρθένη στο Ναό του Αγίου Αλεξάνδρου Παλαιού Φαλήρου, ένα έργο του 1919. Σημειώνει ότι ανάμεσα στις τοιχογραφίες του μητροπολιτικού ναού Άμφισσας που αγιογράφησε ο Σπύρος Παπαλουκάς το 1927 δεσπόζουν οι αγιογραφίες της Πλατυτέρας και της Κοιμήσεως της Θεοτόκου.

Εξάλλου, όπως λέει, ο Φώτης Κόντογλου που ταυτίζεται με την παράδοση ζωγράφισε περίπου 10 Πλατυτέρες Παναγίες, εκείνες δηλαδή που η μορφή τους απεικονίζεται στις κόγχες των ιερών ναών, αρχίζοντας το 1935 στο παρεκκλήσι Ζαΐμη στο Ρίο Πατρών. Επίσης ζωγράφισε σκηνές από την ζωή της Παναγίας και την Κοίμηση. Πλήθος είναι και οι φορητές εικόνες που ζωγράφισε ο Αστεριάδης Αγήνωρ, ο Σπύρος Βασιλείου, ο Γεώργιος Γουναρόπουλος, ο Νίκος Εγγονόπουλος και άλλοι φημισμένοι ζωγράφοι. Την Πλατυτέρα, άλλωστε, ανέλαβε να ζωγραφίσει ο Γιάννης Καρούσος στον Άγιο Ανδρέα Πατρών και τον Άγιο Παντελεήμονα Αχαρνών.

Η Παναγία στη συνείδηση του ελληνισμού

«Ο ελληνικός λαός είδε πάντοτε με σεβασμό τη γαλήνια και πονεμένη μορφή της Παναγίας και το υπερύμνητο πρόσωπό της βρίσκεται βαθύτατα ριζωμένο στην εθνική και πνευματική του παράδοση. Η τιμή των Ελλήνων προς τη Θεοτόκο είναι πάντα συνυφασμένη με την εθνική τους ύπαρξη. Η Υπεραγία Θεοτόκος είναι η Παναγία του Γένους που έγινε ύμνος, δύναμη και ελπίδα, ιστορία και αγώνας στις κρίσιμες ώρες του Ελληνισμού» υπογραμμίζει, ο κ. Τρίτος και δεν παραλείπει να αναφέρει ότι στις 100 εκκλησιές που υπάρχουν στην Ελλάδα οι 80 φέρουν το όνομά της.

Ο ίδιος τονίζει ότι στη συνείδηση του ελληνισμού η Παναγία είναι η μάνα της ρωμιοσύνης, η κυρά των αγγέλων, η Παναγία του έθνους και προσθέτει ότι η πιο τρανή απόδειξη του γεγονότος αυτού είναι η αυθόρμητη επίκλησή της στην ώρα του κινδύνου. Στα προσωνύμια που της αποδίδονται συμπεριλαμβάνει τη Μεγαλόχαρη, την Παντάνασσα, την Παρηγορήτρια, τη Λαοδηγήτρια, τη Σώτειρα, τη Θεία Σκέπη, το Αμάραντο Άνθος, τη Γλυκοφιλλούσα, την Ελεούσα, τη Γογργοεπήκοο, τη Δακρυροούσα, τη Ζωοδότρα, την Κοσμοσώτειρα, τη Χρυσοπηγή, τη Γιάτρισσα, την Ψυχοσώτρα, την Κεχαριτωμένη. Τονίζει, τέλος, με νόημα ότι η λίστα αυτή δεν τελειώνει ποτέ.