ΕΛΛΑΔΑ

Σταυρινούδης (Παν. Αιγαίου): Ο τουριστικός κλάδος πρέπει να αλλάξει τρόπο σκέψης και κουλτούρα

Θεόδωρος Σταυρινούδης, Καθηγητής στο Τμήμα Οικονομικής και Διοίκησης Τουρισμού του Παν. Αιγαίου & Δ/ντής iTED Lab

Οι πρώτες εκτιμήσεις για τη φετινή πορεία του ελληνικού τουρισμού θέλουν καλές επιδόσεις, φτάνοντας τουλάχιστον στα επίπεδα του 2023. Μάλιστα, δεν είναι απίθανο να «σπάσει» το περσινό ρεκόρ αφίξεων και εισπράξεων. Ήδη, σύμφωνα με το ΙΝΣΕΤΕ, οι διεθνείς αεροπορικές αφίξεις αυξήθηκαν κατά 12,8% μεταξύ Ιανουαρίου και Μαΐου σε σχέση με πέρσι, φτάνοντας τα 5,9 εκατ.

Αν υπάρχει, όμως, κάτι το οποίο είναι σίγουρο είναι το γεγονός πως (και αυτή) η σεζόν ξεκίνησε καταγράφοντας ένα ακόμα ρεκόρ -αυτό των κενών θέσεων εργασίας. Το 2022 οι ελλείψεις εργαζομένων σε ξενοδοχεία και εστίαση υπολογίστηκαν σε 60.000 κενές θέσεις εργασίας, το 2023 ξεπέρασαν αυτόν τον αριθμό και φέτος η σεζόν έκανε ποδαρικό με 80.000 κενές θέσεις.

Τι οδήγησε σε αυτήν την κατάσταση; Σύμφωνα με τον Θεόδωρο Σταυρινούδη, Καθηγητή στο Τμήμα Οικονομικής και Διοίκησης Τουρισμού του Πανεπιστημίου Αιγαίου και Διευθυντή του iTED Lab (Εργαστήριο Καινοτόμου Τουριστικής Επιχειρηματικότητας και Ανάπτυξης Ανθρώπινου Δυναμικού), δεν υπάρχει μόνο ένας λόγος πίσω από αυτούς τους αριθμούς. Αν θέλουμε να ξεχωρίσουμε μία αιτία, πάντως, τονίζει πως, βάσει ερευνών, «η βασικότερη μακροπρόθεσμη αιτία πηγάζει από την αποτυχία του τουριστικού κλάδου να διαμορφώσει και να επικοινωνήσει ένα θελκτικό brand name ως εργοδότης».

Στην ερώτηση αν πρόκειται για μία κατάσταση που παρατηρείται μόνο στη χώρα μας, ο καθηγητής υπογραμμίζει πως δεν πρόκειται για μία «ελληνική ιδιαιτερότητα», καθώς οι ελλείψεις εργαζομένων παρατηρούνται διεθνώς. Στην Ευρωπαϊκή Ένωση, για παράδειγμα, 1 στις 9 θέσεις εργασίας σε τουρισμό και φιλοξενία έμεινε κενή κατά το 3ο τρίμηνο του 2022. Στη γειτονική Ιταλία το ποσοστό είναι μεγαλύτερο, καθώς 1 στις 6 θέσεις δεν καλύφθηκε. «Το μήνυμα, λοιπόν, είναι ξεκάθαρο, διεθνές και διαχρονικό. Κάτι δεν κάνουμε καλά».

Έτσι, γίνεται φανερό πως είναι απαραίτητη η ενίσχυση της απασχόλησης με τρόπο που να σέβεται τις εργαζόμενες και τους εργαζόμενους. Σύμφωνα με τον κ. Σταυρινούδη, αυτή είναι η ουσία της συζήτησης η οποία, όμως, έπρεπε ήδη να είχε γίνει. Όσο για το αν υπάρχει λύση σχολιάζει πως «αν καταφέρουμε να αλλάξουμε τρόπο σκέψης και κουλτούρα, κάτι ιδιαίτερα δύσκολο, οι λύσεις θα έρθουν» επισημαίνοντας την ανάγκη μίας εθνικής στρατηγικής, μαζί με τις τουριστικές επιχειρήσεις, η οποία να επικεντρώνεται στην «ανάπτυξη και ενδυνάμωση του ανθρώπινου δυναμικού που εργάζεται ήδη στον τουρισμό, αλλά και την προσέλκυση και διατήρηση ικανού ποσοτικά και ποιοτικά ανθρώπινου δυναμικού».

Ακολουθεί αναλυτικά η συνέντευξη με τον Θεόδωρο Σταυρινούδη, Καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου και Διευθυντή του iTED Lab:

Πέρσι οι κενές θέσεις εργασίας στον κλάδο του τουρισμού ήταν περισσότερες 60.000, φέτος ο Μάιος «μπήκε» με 80.000, ενώ οι αυξημένες τουριστικές ροές δημιουργούν επιπλέον ανάγκες για τις επιχειρήσεις του κλάδου. Τι οδήγησε σε αυτό το «brain drain»;

Οι κενές θέσεις εργασίας στον ελληνικό τουριστικό κλάδο πρέπει να ιδωθούν μέσα από δύο διαστάσεις. Η πρώτη είναι η ποσοτική, αποτέλεσμα αφενός της μειωμένης προσφοράς εργασίας και αφετέρου της αυξημένης ζήτησης θέσεων εργασίας. Η δεύτερη -και πιο σημαντική- διάσταση είναι η ποιοτική, άμεσα συνυφασμένη με την ποσοτική. Πιο συγκεκριμένα, αρκετές θέσεις εργασίας καλύπτονται, εξ ανάγκης, από ανθρώπινο δυναμικό με τυπικά και ουσιαστικά προσόντα τα οποία υπολείπονται αυτών που απαιτεί η θέση εργασίας που καταλαμβάνουν. Αυτό μακροπρόθεσμα υπονομεύει τα δομικά ποιοτικά χαρακτηριστικά της προσφερόμενης τουριστικής εμπειρίας, σε επίπεδο τόσο επιχειρήσεων όσο και προορισμών. Όλα αυτά, σε ένα ιδιαίτερα ανταγωνιστικό εξωτερικό/διεθνές περιβάλλον.

Τα δεδομένα αυτά είναι αποτέλεσμα ενός ιδιότυπου brain drain εργαζομένων, συχνά έμπειρων, από τον τουριστικό κλάδο οι οποίοι αναζητούν καλύτερες ευκαιρίες απασχόλησης σε άλλους κλάδους, στην Ελλάδα ή το εξωτερικό. Οι αιτίες αυτού του φαινομένου είναι πολλές και πρέπει να αναζητηθούν στο παρελθόν, σε βάθος δεκαετιών. Ενδεικτικά και μόνο αναφέρονται οι «κλασικές» ιδιαιτερότητες της απασχόλησης στον τουρισμό όπως η εποχικότητα και οι συνθήκες εργασίας που όμως δεν αποτελούν ίδιον μόνον του τουριστικού κλάδου. Σ’ αυτά πρέπει να προστεθούν οι διεθνείς τάσεις όπως η μεγάλη παραίτηση και η αυξανόμενη αναζήτηση καλύτερης ισορροπίας προσωπικής–επαγγελματικής ζωής. Οι έρευνές μας, όμως, δείχνουν ότι η βασικότερη μακροπρόθεσμη αιτία πηγάζει από την αποτυχία του τουριστικού κλάδου να διαμορφώσει και να επικοινωνήσει ένα θελκτικό brand name ως εργοδότης.

Η κατάσταση αυτή είναι μια ελληνική ιδιαιτερότητα ή ευθυγραμμίζεται με την εικόνα σε ευρωπαϊκό επίπεδο;

Σαφώς και δεν είναι ελληνική ιδιαιτερότητα, ας μην αυτομαστιγωνόμαστε! Σε μία διεθνοποιημένη και πλήρως παγκοσμιοποιημένη οικονομική και κοινωνική δραστηριότητα όπως είναι ο τουρισμός, οι τάσεις διαμορφώνονται και επιδρούν με ανάλογο τρόπο σε ολόκληρες γεωγραφικές περιοχές (π.χ. Νότια Ευρώπη) ή και ολόκληρες ηπείρους. Προς επίρρωση αυτού, αξίζει να αναφερθεί ότι, σύμφωνα με τα στοιχεία του Παγκόσμιου Συμβουλίου για τα Ταξίδια και τον Τουρισμό (WTTC), το 3ο τρίμηνο του 2022 οι ελλείψεις ανθρώπινου δυναμικού στον τουρισμό και τη φιλοξενία στην Ευρωπαϊκή Ένωση έφτασαν το 11%, δηλαδή 1 στις 9 θέσεις εργασίας δεν καλύφθηκε. Θα είχε, βέβαια, ενδιαφέρον να γνωρίζαμε, και επίσημα, πώς καλύφθηκαν οι υπόλοιπες 8 και τα χαρακτηριστικά των εργαζομένων που τις στελέχωσαν. Στη γειτονική Ιταλία οι συνθήκες ήταν ακόμη χειρότερες καθώς το 16% των διαθέσιμων θέσεων εργασίας δεν καλύφθηκε, δηλαδή 1 στις 6 θέσεις!

Το μήνυμα, λοιπόν, είναι ξεκάθαρο, διεθνές και διαχρονικό. Κάτι δεν κάνουμε καλά. Ας μην κρυβόμαστε, η πανδημία της Covid-19 λειτούργησε ως επιταχυντής ο οποίος έφερε γρηγορότερα και εντονότερα στην επιφάνεια ζητήματα που ήδη γνωρίζαμε.

Πώς μπορεί να ενισχυθεί η απασχόληση, με τρόπο που να σέβεται όσες και όσους εργάζονται στον κλάδο;

Αυτή είναι η ουσία της συζήτησης την οποία, όμως, έπρεπε να είχαμε κάνει χτες. Πού πάμε όχι αύριο αλλά, τουλάχιστον, την επόμενη δεκαετία. Αν καταφέρουμε να αλλάξουμε τρόπο σκέψης και κουλτούρα, κάτι ιδιαίτερα δύσκολο, οι λύσεις θα έρθουν.

Ενδεικτικά, απαιτείται μια εθνική στρατηγική, σε συντονισμό με τις τουριστικές επιχειρήσεις της χώρας, εστιασμένη στην ανάπτυξη και ενδυνάμωση του ανθρώπινου δυναμικού που εργάζεται ήδη στον τουρισμό, αλλά και την προσέλκυση και διατήρηση ικανού ποσοτικά και ποιοτικά ανθρώπινου δυναμικού. Πώς μπορεί να επιτευχθεί αυτό;

Μεταξύ άλλων, μέσα από τη συνειδητοποίηση ότι η σημαντικότερη επένδυση στον τουρισμό είναι αυτή που επιδρά θετικά στα στελέχη και τους εργαζόμενους και τις εργαζόμενες. Αυτοί/ές, με τους επιχειρηματίες φυσικά, παράγουν την πραγματική τουριστική εμπειρία. Όπως και με τη συνειδητοποίηση ότι το πραγματικό, μακροπρόθεσμο και πλέον βιώσιμο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα που μπορούμε να «χτίσουμε» είναι τα χαρακτηριστικά και οι συμπεριφορές των εργαζόμενων στον τουρισμό. Τέλος, μέσα από την ενίσχυση της θελκτικότητας του τουριστικού κλάδου ως χώρου απασχόλησης μέσα από καλύτερες συνθήκες εργασίας, περισσότερες ευκαιρίες ανέλιξης, μεγαλύτερη ανθεκτικότητα του ανθρώπινου δυναμικού και πολλά άλλα.

Δεν θεωρώ ότι όσα προαναφέρθηκαν είναι εύκολα επιτεύξιμα, αλλά γνωρίζω αρκετές ελληνικές τουριστικές επιχειρήσεις που το έχουν καταφέρει και δρέπουν τους καρπούς των προσπαθειών τους.

Από την εμπειρία σας ως καθηγητής, πώς κρίνετε το γενικότερο επίπεδο της τουριστικής εκπαίδευσης στη χώρα μας;

Σίγουρα η όλη συζήτηση για το ανθρώπινο δυναμικό στον τουρισμό πρέπει να ενσωματώνει ως κεντρικό-λειτουργικό συστατικό οποιασδήποτε στρατηγικής την ανάπτυξη του ανθρώπινου δυναμικού μέσα από την εκπαίδευση. Πιο συγκεκριμένα, δράσεις απόκτησης νέων και ενίσχυσης των υπαρχουσών γνώσεων, δεξιοτήτων και συμπεριφορών του ανθρώπινου δυναμικού (reskilling and upskilling). Για να επιτευχθεί αυτό είναι απαραίτητο ένα οργανωμένο εκπαιδευτικό τουριστικό οικοσύστημα το οποίο θα υποστηρίζει το παραγωγικό τουριστικό οικοσύστημα. Το έχουμε αυτό;

Έχουμε τα συστατικά στοιχεία αυτού του οικοσυστήματος όπως πανεπιστημιακές σπουδές σε προπτυχιακό και μεταπτυχιακό επίπεδο, ΣΑΕΚ κ.ά., αλλά αυτά δεν είναι συνδεδεμένα μεταξύ τους αλλά ούτε και με την τουριστική παραγωγή. Τι απαιτείται λοιπόν; Ολιστική προσέγγιση της τουριστικής εκπαίδευσης, έμφαση και στις τεχνικές δεξιότητες και προγράμματα σπουδών που θα συνδυάζουν την επιστημονική γνώση με την πρακτική εφαρμογή της στην τουριστική παραγωγή.Ένα αισιόδοξο μήνυμα: έχουμε την τεχνογνωσία που χρειάζεται!

Τέλος, πιστεύετε ότι ένα ενισχυμένο επίπεδο εκπαίδευσης μπορεί να συμβάλλει στη διεκδίκηση καλύτερων συνθηκών εργασίας άρα και τη βελτίωση του τουριστικού κλάδου;

Μάλλον αφήσατε το δυσκολότερο ερώτημα για το τέλος. Σαφώς η αναβάθμιση των γνώσεων και των δεξιοτήτων του ανθρώπινου δυναμικού οδηγεί σε αναβάθμιση της προσφερόμενης τουριστικής εμπειρίας. Σαφώς το ανθρώπινο δυναμικό το οποίο διαθέτει εμπειρία, επαυξημένες δεξιότητες και επιστημονική γνώση του αντικειμένου θα έπρεπε να τυγχάνει καλύτερων συνθηκών εργασίας. Ωστόσο, δυστυχώς, αυτό δεν είναι πάντοτε ο κανόνας. Γνωρίζουμε τουριστικές επιχειρήσεις που ακολουθούν οργανωμένες και επιτυχημένες πολιτικές διοίκησης ανθρώπινου δυναμικού, με τα ανάλογα θετικά αποτελέσματα, και άλλες που τις αγνοούν παντελώς.

Η χώρα μας χρειάζεται τον τουρισμό και όλα όσα αυτός προσφέρει. Ας διαθέσει ανιδιοτελώς ο καθένας και η καθεμία μας τις γνώσεις του/της σε μια κοινή προσπάθεια αναβάθμισης της τουριστικής εμπειρίας, χωρίς εγωισμούς και σκοπιμότητες, και ας κινηθούμε προς μια κατεύθυνση η οποία θα εστιάζει στη βιωσιμότητα, την αυθεντικότητα και την ανθεκτικότητα του τόπου, του προορισμού, του τουρισμού και των ανθρώπων του.

Διαβάστε ολόκληρο το αφιέρωμα του CNN Greece για τον τουρισμό ΕΔΩ

ΔΗΜΟΦΙΛΗ

× Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies. Με τη χρήση αυτού του ιστότοπου, αποδέχεστε τους Όρους Χρήσης