Βαγγέλης Ρωχάμης: Ο «Έλληνας πεταλούδας» που έκανε τις αποδράσεις χόμπι
Ανανεώθηκε:
Βαγγέλης Ρωχάμης: ο «Έλληνας πεταλούδας» που απέδρασε 10 φορές από τις φυλακές και… υπερηφανευόταν ότι έχει κάνει τα πάντα εκτός από το να σκοτώσει άνθρωπο, πέθανε στις 6 Φεβρουαρίου σε ηλικία 73 ετών.
Πριν από το θάνατό του, ο Βαγγέλης Ρωχάμης νοσηλευόταν στην παθολογική κλινική του Νοσοκομείου Χαλκίδας με σοβαρά προβλήματα υγείας.
Ο Βαγγέλης Ρωχάμης, παρότι εγκληματίας, είχε καταφέρει να κερδίσει τη συμπάθεια του κόσμου.
Είναι άλλωστε χαρακτηριστικό ότι κάποτε, παρότι καταζητούμενος, διασκέδαζε σε νυχτερινό κέντρο και οι υπόλοιποι θαμώνες δεν τον κατέδωσαν στην αστυνομία.
Τα πρώτα χρόνια και οι αποδράσεις
Ο κακοποιός γεννήθηκε το 1951 και κατά τις δεκαετίες του ’80 και του ’90 απασχόλησε την κοινή γνώμη με την παράνομη δράση του.
Διασκέδασή του, ήταν, όπως αποδείχτηκε, να δραπετεύει από τη φυλακή και να προκαλεί την αστυνομία να τον συλλάβει εκ νέου.
Άλλωστε είχε δώσει δείγματα γραφής από νωρίς.
Σε ηλικία μόλις εννέα ετών, ο Βαγγέλης Ρωχάμης δραπέτευσε από την αποθήκη του σχολείου του στο Λευκαντί -ένα παραλιακό χωριό έξω από τη Χαλκίδα- όπου τον είχε κλείσει η δασκάλα του για τιμωρία.
Η μαθητική του καριέρα έληξε νωρίς, με τον έφηβο να αναζητά μεροκάματα σε οικοδομές στην Εύβοια για να βοηθήσει την οικογένειά του και στη συνέχεια να μετακομίζει στην Αθήνα για να αναζητήσει ευκαιριακή εργασία.
Φυλακίστηκε για πρώτη φορά όταν ήταν 18 ετών για την κλοπή μοτοποδήλατου -κάτι που ποτέ δεν παραδέχτηκε. Πέρασε 25 ημέρες στη φυλακή γιατί δεν είχε να πληρώσει τη χρηματική ποινή που του επιβλήθηκε.
Κατά τη διάρκεια του παράνομου βίου του καταδικάστηκε για ληστείες, κλοπές, φθορά ξένης περιουσίας, οπλοφορία και παράνομη οπλοχρησία και κατάφερε να… ξεγλιστρήσει από τις φυλακές Κορυδαλλού, Χαλκίδας, Κέρκυρας και Αλικαρνασσού.
«Από όλες τις φυλακές έχω αποδράσει, εκτός από τις φυλακές Πατρών. Εκεί πέρασα δυόμιση χρόνια στην απομόνωση και ήταν αδύνατο να το σκάσω» είχε πει κάποτε ο ίδιος.
Παρέμεινε στη φυλακή 22 χρόνια και έζησε άλλα 31 χρόνια κυνηγητού και παρανομίας.
1976 φυλακίστηκε για την κλοπή που πραγματοποίησε στο ταχυδρομείο του χωριού του.
Λίγα χρόνια μετά, το 1980 συνελήφθη για απόπειρα πώλησης κλεμμένων τηλεοράσεων και φυλακίστηκε στον Κορυδαλλό.
Το Δεκέμβριο του 1981 συμμετείχε στην πρώτη στάση κρατουμένων στις φυλακές Κέρκυρας, υιοθετώντας… πρωταγωνιστικό ρόλο.
«Μπορούσα να οργανώνω τους κρατούμενους να είναι αγαπημένοι και διεκδικούσαμε όλοι μαζί περισσότερα δικαιώματα και καλύτερη ζωή στις φυλακές» είχε πει σε συνέντευξή του ο Βαγγέλης Ρωχάμης.
Και, αναφερόμενος σε αντίστοιχη διαμαρτυρία στον Κορυδαλλό είχε πει:
«Το ’81 είχαμε καταλάβει επί ένα μήνα τη φυλακή. Μέχρι και τα υπόγεια ελέγχαμε» αναφέρει και εξομολογείται πως η μόνη φορά που δεν πέτυχε εξέγερση ήταν στην Κέρκυρα, όπου και κάηκε ολοσχερώς το κτήριο, χωρίς ωστόσο να τραυματιστεί κανείς από τους σωφρονιστικούς υπαλλήλους!»
Στις 7 Απριλίου του 1986, ο Βαγγέλης Ρωχάμης δέχτηκε στο επισκεπτήριο τον κουνιάδο του. Δεν επέστρεψε όμως ποτέ στο κελί του αλλά ακολούθησε τους συγγενείς και τους φίλους των κρατουμένων προς την κεντρική είσοδο των φυλακών.
Βγήκε ανενόχλητος από την ξεκλείδωτη πόρτα, χωρίς κανένας να τον ελέγξει.
Εφημερίδες της εποχής έγραφαν ότι «οι φύλακες δεν τον αναγνώρισαν γιατί φορούσε κουστούμι και όχι φόρμα, όπως συνήθιζε».
Ο Ρωχάμης έφυγε ανενόχλητος από την ξεκλείδωτη πόρτα χωρίς κανείς να τον ελέγξει.
Μερικά χρόνια αργότερα, στις φυλακές Χαλκίδας, οι δεσμοφύλακες τον είχαν βάλει να βάψει ένα τοίχο.
Πήδηξε από την ταράτσα στη σκοπιά και από τη σκοπιά στο δρόμο και εξαφανίστηκε εν ριπή οφθαλμού.
Από τις ίδιες φυλακές απέδρασε άλλες δύο φορές.
Προσποιήθηκε το δικηγόρο και εξαφανίστηκε
«Για να πάμε στο επισκεπτήριο περνούσαμε τουλάχιστον δέκα πόρτες. Άλλες ήθελαν κλειδιά και άλλες όχι. Όταν περνούσαμε από την γραμματεία, είδα ότι τα κλειδιά ήταν περασμένα σε ένα ταμπλό. Όταν τα είδα την πρώτη φορά, φρόντισα να έχω ένα κομμάτι πλαστελίνης μαζί μου. Όταν πέρναγα από εκεί – συνήθως όταν επέστρεφε από τα Δικαστήρια – και είχα χρόνο δέκα λεπτά μέχρι να έρθει η σειρά μου, έπαιρνα ένα κλειδί και μπαμ (σ.σ. το έβαζε πάνω στην πλαστελίνη). Πέρασαν δέκα μήνες, ίσως και χρόνος, για να πάρω τα 5 – 6 κλειδιά που χρειαζόμουν. Τα έδινα σε κάποιον έξω και μου τα έφτιαχνε. Το να ανοίξεις όλες τις πόρτες ήταν θέμα υπομονής. Τις δύο τελευταίες τις άνοιξαν μόνοι τους, από εκεί που έφευγαν οι δικηγόροι, γιατί έτσι έφυγα. Είχα ντυθεί σαν δικηγόρος» είχε δηλώσει ο Ρωχάμης στον Πέτρο Κωστόπουλο.
Στην ίδια συνέντευξη είχε υποστηρίξει ότι οι αστυνομικοί δεν τον αντιπαθούσαν αλλά έκαναν «απλώς τη δουλειά τους» ενώ μίλησε για τη μοναδική φορά που είχε «θυμώσει πραγματικά».
«Είχα ένα μπρεν από τανκ. Έκοψα λοιπόν την οροφή μιας BMW και ξεκίνησα από τη Φυλής όπου είχα κρυμμένα αυτοκίνητα για το Χαϊδάρι»«. Στη συνέχεια εξιστόρησε πως στο δρόμο τον έπιασε λάστιχο και έτσι οπλίστηκε με ούζι και άλλα όπλα και πήρε ένα ταξί που περνούσε από το δρόμο. «Κατέβηκα στο Χαϊδάρι και πυροβολούσα τις μαρκίζες και τα κεφάλια από κάποιες κούκλες στα μαγαζιά. Ήθελα να τους δείξω ότι μπορούσα, αλλά δεν ήθελα. Επέστρεψα το ταξί στον κάτοχό του, του άφησα και 200 χιλιάδες δραχμές και εξαφανίστηκα. Είχα στείλει το μήνυμά μου», είχε αναφέρει.
Η φιλία με το Νάσιουτζικ και η… επίσκεψη στα Δικαστήρια
Ο κακοποιός είχε αναπτύξει μια ιδιαίτερη φιλία με τον συγγραφέα Θανάση Νάσιουτζικ, ο οποίος είχε κατηγορηθεί τη δεκαετία του ’80 για το φόνο του φίλου του και επίσης συγγραφέα Θανάση Διαμαντόπουλου.
Η κόρη του Θανάση Νάσιουτζικ, Παυλίνα, είχε αποκαλύψει το 2009 στη «Μηχανή του Χρόνου» μια απίστευτη ιστορία που διαδραματίστηκε στην αίθουσα του δικαστηρίου.
Ο Ρωχάμης, που είχε γίνει φίλος με τον Νάσιουτζικ μέσα στη φυλακή, πήγε στο κατάμεστο Εφετείο ντυμένος σαν ηλικιωμένη γυναίκα, πλησίασε τον κατηγορούμενο και τού πρότεινε να τον βοηθήσει να δραπετεύσει.
«Αν θες, σε παίρνω τώρα και φεύγουμε, έχω τέσσερις – πέντε από έξω» του είχε πει ο Ρωχάμης.
Ο Νάσιουτζικ συνομίλησε με την… ηλικιωμένη για λίγη ώρα αλλά αρνήθηκε ευγενικά να τον ακολουθήσει. Οι συνήγοροί του δεν έμαθαν ποτέ πως η γυναίκα που τον πλησίασε ήταν στην πραγματικότητα ο καταζητούμενος κακοποιός.
Ο Βαγγέλης Ρωχάμης αποφυλακίστηκε με βούλευμα τον Απρίλιο του 2000 και έκτοτε ζούσε στην ιδιαίτερη πατρίδα του, το Λευκαντί της Εύβοιας.