Τι αλλάζει στον Ποινικό Κώδικα για βιαστές, εμπρηστές - Η διάταξη για τους δικομανείς
Στοχευμένες αλλαγές στον Ποινικό Κώδικα και στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας ώστε να πάρει τέλος το αίσθημα ατιμωρησίας που επικρατεί στη χώρα μας αλλά και να επιταχυνθούν οι δικαστικές διαδικασίες που ταλανίζουν πολίτες και επιχειρήσεις προωθεί το υπουργείο Δικαιοσύνης.
Με το νομοσχέδιο που παρουσιάζεται αύριο και φέρει την υπογραφή του υπουργού Δικαιοσύνης Γιώργου Φλωρίδη επιχειρούνται μεταρρυθμίσεις σε πολλά πεδία, όπως από το πώς θα διεξάγονται γρηγορότερα οι ποινικές δίκες μέχρι πώς θα τιμωρούνται αυστηρότερα βαριά εγκλήματα αλλά κυρίως πώς θα εκτίονται πλέον οι ποινές.
Στη δέσμη των νέων διατάξεων προβλέπονται ρυθμίσεις με τις οποίες στο εξής η μέγιστη ποινή της πρόσκαιρης κάθειρξης αυξάνεται από τα 15 στα 20 έτη για όλα τα κακουργήματα. Έτσι, εφόσον το μέγιστο όριο κάθειρξης αυστηροποιείται για όλα τα κακουργήματα από τα 15 στα 20 έτη, αυτό συμπαρασύρει προς το αυστηρότερο την υφ’ όρον απόλυση (ως προς τον χρόνο παραμονής στη φυλακή).
Σε ό,τι αφορά τα κακουργήματα κατά της γενετήσιας ελευθερίας, και συγκεκριμένα το αδίκημα της απόπειρας βιασμού, το δικαστήριο θα μπορεί πλέον να επιβάλλει την ποινή που προβλέπεται για το ολοκληρωμένο έγκλημα και όχι υποχρεωτικά μειωμένη ποινή όπως ισχύει σήμερα. Άρα η μέγιστη ποινή κάθειρξης για απόπειρα βιασμού που είναι σήμερα 8 έτη θα είναι πλέον 20 έτη.
Μάλιστα για την απόλυση με όρους θα απαιτείται πλέον αιτιολόγηση από το Δικαστικό Συμβούλιο, (ουσιαστική αξιολόγηση της πρόγνωσης επαναληψιμότητας της πράξης και της κοινωνικής επικινδυνότητας του δράστη σε σχέση με τη βαρύτητα του εγκλήματος) και όχι απλά η συνδρομή των τυπικών προϋποθέσεων έκτισης μέρους της ποινής όπως ισχύει σήμερα.
Ιδίως για τους εμπρησμούς των δασών, η ποινική μεταχείριση αλλάζει ριζικά. Όσοι βάζουν φωτιά από αμέλεια θα τιμωρούνται από τρία έως πέντε χρόνια φυλακή, ενώ από δόλο θα τιμωρούνται ακόμη και με σόβια. Επιπλέον, προβλέπεται πρόστιμο 180.000 ευρώ για τους εμπρηστές από δόλο.
Και για τα πλημμελήματα στη φυλακή
Παράλληλα, σύμφωνα με τις διατάξεις του νομοσχεδίου, στο εξής όσοι καταδικάζονται για οποιοδήποτε αδίκημα σε βαθμό πλημμελήματος σε ποινή 3 ετών και άνω, θα φυλακίζεται . Το δικαστήριο δεν θα δίνει ούτε αναστολή ούτε, θα μετατρέπει την ποινή σε χρηματική.
Αν κάποιος καταδικαστεί σε ποινή από ένα έως δύο χρόνια ή θα πληρώνει (χρηματική ποινή) ή θα εργάζεται στο πρόγραμμα κοινωφελούς εργασίας. Σε περίπτωση που η ποινή του είναι από 2 έως 3 χρόνια, θα οδηγείται στη φυλακή για ένα διάστημα (από 30 ημέρες έως 6 μήνες) και το υπόλοιπο ή θα το πληρώνει ή θα εργάζεται.
Αυστηρές κυρώσεις για τους «επαγγελματίες μηνυτές»
Ακόμη, προβλέπονται αυστηρές κυρώσεις για εκείνους που με καταχρηστική και παρελκυστική άσκηση των δικαιωμάτων τους παρακωλύουν την ταχύτητα απονομής της Δικαιοσύνης. Σύμφωνα με το νομοσχέδιο, θα επιβάλλονται χρηματικά πρόστιμα από 1.000 έως 1.500 ευρώ -υπό τη μορφή δικαστικών εξόδων- στους δικομανείς και «επαγγελματίες μηνυτές», οι οποίοι υποβάλλουν ανακριβείς ή αβάσιμες μηνύσεις, κάτι που έχει ως αποτέλεσμα να επιβαρύνονται οι ρυθμοί απονομής της Δικαιοσύνης. Παράλληλα, στις ποινικές δίκες, ο αριθμός των αναβολών περιορίζεται. Επιτρέπεται μόνο μία για όλους τους παράγοντες της δίκης, δικηγόρους, κατηγορουμένους, και μία δεύτερη μόνο για λόγους υγείας, που βεβαιώνονται από δημόσιο νοσοκομείο.
Με άλλες ρυθμίσεις του νομοσχεδίου προβλέπεται η απεμπλοκή του ποινικού δικονομικού συστήματος από άσκοπες δικονομικές ενέργειες με σκοπό την επιτάχυνση των διαδικασιών. Στο πλαίσιο αυτό α) ενισχύεται η αρμοδιότητα των ολιγομελών δικαστικών συνθέσεων και περιστέλλεται η διαδικασία των δικαστικών συμβουλίων με σκοπό την αποδέσμευση του αριθμού δικαστών από πολυμελείς συνθέσεις και β) απλοποιούνται και ελαστικοποιούνται οι προϋποθέσεις υπαγωγής των υποθέσεων σε εξωδικαστικούς θεσμούς όπως είναι αυτός της ποινικής διαπραγμάτευσης.
Αντιμετώπιση ενδοοικογενειακής βίας
Σε ό,τι αφορά στην αντιμετώπιση της ενδoοικογενειακής βίας με το νομοσχέδιο θεσπίζεται γενικό ακαταδίωκτο για τους δασκάλους, καθηγητές, γιατρούς, ψυχιάτρους, ψυχολόγους, κοινωνικούς λειτουργούς, νοσηλευτές και το ειδικό επιστημονικό προσωπικό, οι οποίοι καταγγέλλουν περιστατικό ενδοοικογενειακής βίας που περιέρχεται στην αντίληψή τους. Συγκεκριμένα, προβλέπεται η προστασία των καταγγελλόντων αυτών από κακόβουλες μηνύσεις που υποβάλλονται εις βάρος τους.