Χρονογράφημα: Οι ωραίοι άνθρωποι
Έχω μια υπενθύμιση στο κινητό για εκδήλωση στην Πειραιώς. Το κινητό κλείνει από μπαταρία. Έχω ξεμείνει έξω από το ψυχιατρικό του Κορυδαλλού πασχίζοντας να θυμηθώ λεπτομέρειες. Μάταια. Ξεκινώ. Παρκάρω κάπου στη μέση της οδού και αρχίζω να την ανεβοκατεβαίνω, μήπως και βρω κάπου κόσμο μαζεμένο -η ευφυΐα ουδέποτε υπήρξε δυνατό μου σημείο.
Βγαίνει από αυτοκίνητο ένας τυπάς με μια βαλίτσα, τί ψάχνεις, μου λέει, μια εκδήλωση, του λέω, σε ποιον αριθμό, μου λέει, δε θα έψαχνα, αν ήξερα, του λέω, στάσου μου λέει και βγάζει το έξυπνο τηλέφωνο. Πες τί ξέρεις και θα γκουγκλάρω μου λέει, έχεις ακατάστατο αμάξι, όπως εγώ -περίεργο για άνδρα- και μου είναι οικείο του λέω, έλειπα τρεις μήνες Αμερική, μου λέει, τώρα ψαρώσαμε, του λέω, για αποπροσανατολισμένη έχεις πολλή όρεξη, μου λέει, δεν την χάνω εύκολα, του λέω. Μοριακός βιολόγος είμαι, μου λέει, τώρα όντως ψαρώσαμε, ψάχνε συγχρόνως, όμως, γιατί θα χάσω την εκδήλωση, του λέω, είσαι και επιθετική, μου λέει, είναι που δεν είμαι μοριακή βιολόγος του λέω, στράφι πήγε το ψάξιμο, δε βρίσκουμε κάτι, τον αποχαιρετώ, με αποχαιρετά, facebook δεν έχει, υγιή δεν τον λες, συνέχισα το ποδαράτο.
Άκρη ουδεμία, είμαι έτοιμη να τα παρατήσω, ώσπου σε μια έκλαμψη επάνω, μπαίνω σε ένα σαντουϊτσάδικο, ζητώ φορτιστή, τον έχει η κυρία του μπουφέ, μου τον δίνει πρόθυμα, αναμένω. Στο τέταρτο επάνω και αφού έχουμε αναλύσει όλα τα συναισθηματικά αδιέξοδα του σύγχρονου ανθρώπου (τα χει με ένα νυμφευμένο καμιά τριετία το κορίτσι, από μήνα σε μήνα χωρίζω της λέει, δε θα χωρίσει, φύγε της λέω, δεν μπορώ τον αγαπώ μου λέει, άνθρωπος είμαι, λύγισα μπροστά στο επιχείρημα αυτό και δεν αντέλεξα, εσύ καλά; μου λέει, βέβαια, βέβαια, προς το χειρότερο της λέω) και έχουμε τσακωθεί με τον ντελιβερά για το κατά πόσο ταιριάζει ως προπονητής στη Βασίλισσα ο Ζιζού, ανάβει η συσκευή, ευχαριστώ, είμαι κοντά, σπεύδω.
Καμιά πεντακοσαριά μέτρα προ του πολυπόθητου τελικού προορισμού, μια οικογένεια από τουρίστες ψάχνουν το σταθμό του μετρό, μου λένε, πάμε παρέα προς τα εκεί, εκεί πάω, τους λέω, από Καναδά είμαστε μου λένε και τί ομορφιά και τί καιρός και τί αρχαία μου λένε, στα νέα πάσχουμε τους λέω, γελάμε, φτάνουμε. Μπαίνω στο χώρο, ωραία επιχειρήματα, καλή συμμετοχή, με πλησιάζει μια φίλη από τα παλιά, πολύ γλυκιά, πολύ χαμογελαστή, κάνει ένα τσιγάρο εκτός, τα λέμε, ενθουσιάζομαι με τον ενθουσιασμό της για τη δουλειά εκεί, χορτάτος άνθρωπος, μες στη διάθεση για έργο, μου συστήνει και άλλους τέτοιους, ξαναμπαίνουμε στις ομιλίες, καλές ερωτήσεις, ψαγμένοι συμμετέχοντες, διάλογος.
Βγαίνω να πάω ως το αμάξι, έχει γενέθλια μια εκ των κολλητών, έλα Σύνταγμα, να με γιορτάσεις, θα ΄μαι με παιδιά από τη δουλειά μου λέει, έφτασα της λέω, γέλια, χαρές, τί μάζεψε για τους πρόσφυγες την εβδομάδα αυτή ο ένας, τί είδε στο θέατρο ο άλλος, ψάχνει να βρει σπίτι, γιατί χωρίζει ο από δω, ψάχνει να βρει σπίτι, γιατί θα συγκατοικήσει ο από κει, ζωή.
Γυρνώ σπίτι μετά τις 2, ποιος ξυπνά στις 8 αύριο, βγάζω φακούς, βγάζω μπογιές, ανοιγοκλείνω ψυγείο, βουρτσίζω δόντια, ξεφυλλίζω εφημερίδα, σβήνω φως, σκέφτομαι, ανάβω φως, βάζω φορτιστή στην πρίζα.
Ζωή.
(Κυκλοφορείτε πολύ ωραίοι άνθρωποι εκεί έξω. Μην αφήσετε κανέναν να σας πείσει για το αντίθετο.)