ΣτΕ: Η αποζημίωση-αποδοχές των Ελλήνων ευρωβουλευτών δεν μπορεί να φορολογηθεί
Ανανεώθηκε:
Η αποζημίωση-αποδοχές των Ελλήνων ευρωβουλευτών για να μπορεί να φορολογηθεί από το ελληνικό Δημόσιο, θα πρέπει προηγουμένως να ψηφιστεί ειδική νομοθετική ρύθμιση από τη Βουλή, όπως επιτάσσει το Σύνταγμα, ενώ το ίδιο ισχύει και για την εισφορά αλληλεγγύης.
Κατά συνέπεια τα ποσά με τα οποία φορολογήθηκαν οι Έλληνες ευρωβουλευτές έως τώρα θα πρέπει οι αρμόδιες φορολογικές αρχές ή να τα επιστρέψουν ή να τα συμψηφίσουν κατά τις επόμενες φορολογικές χρήσεις.
Αυτό έκρινε το Συμβούλιο της Επικρατείας κατόπιν σχετικής προσφυγής του πρώην ευρωβουλευτή Νότη Μαριά, ο οποίος υποστήριζε ότι δεν θα έπρεπε να κληθεί να υποβάλει εκπρόθεσμη τροποποιητική δήλωση για τα ποσά των αποζημιώσεων –αποδοχών των φορολογικών ετών 2016-2021 και δεν θα έπρεπε η Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.), που στηρίχθηκε σε γνωμοδότηση του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, να επιβάλλει φορολογικό βάρος από τη στιγμή που δεν υπάρχει ειδική νομοθετική διάταξη και χωρίς να έχει δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Κατόπιν αυτού το Β΄ Τμήμα του ΣτΕ με την υπ΄ αριθμ. 431/2023 απόφασή του (πρόεδρος ο αντιπρόεδρος Μιχάλης Πικραμένος και εισηγήτρια η σύμβουλος Επικρατείας Βασιλική Μόσχου) δικαίωσαν τον κ. Μαριά και επέβαλαν δικαστική δαπάνη στο Δημόσιο ύψους 920 ευρώ.
Οι σύμβουλοι Επικρατείας αφού ερμήνευσαν το Σύνταγμα, τον κανονισμό του Ευρωκοινοβουλίου, την Ευρωπαϊκή και Ελληνική νομοθεσία, αποφάνθηκαν ότι μη νόμιμα έγινε η υπαγωγή της αποζημίωσης των ευρωβουλευτών σε φόρο εισοδήματος, ως εισόδημα από μισθωτή εργασία με πράξη του διοικητή της Α.Α.Δ.Ε., μη δημοσιευθείσα στο Φ.Ε.Κ. Έτσι την ακύρωσαν για λόγους νομιμότητας, αλλά και ασφάλειας δικαίου.
Ειδικότερα, αναφέρεται στην εν λόγω απόφαση ότι «προκειμένου, ο Έλληνας νομοθέτης να υπαγάγει την αποζημίωση αυτή σε φόρο εισοδήματος και ειδική εισφορά αλληλεγγύης με βάση την εθνική νομοθεσία, ασκώντας την κατ’ άρθρο 12 παρ. 3 της απόφασης 2005/684/ΕΚ ευχέρεια που του παρέχεται, πρέπει, σύμφωνα με τις αρχές της νομιμότητας και βεβαιότητας του φόρου, αλλά και της σαφήνειας και προβλέψιμης εφαρμογής των εκάστοτε θεσπιζόμενων κανονιστικών ρυθμίσεων, όπως ιδίως εκείνων με τις οποίες επιβάλλονται φόροι, τέλη, εισφορές κ.λπ., τηρώντας, παράλληλα, την επιταγή του άρθρου 78 παρ. 2 του Συντάγματος να θεσπίσει νέα, σαφή, ειδική διάταξη τυπικού νόμου, εντασσόμενη στον Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, με την οποία είτε θα υπαγάγει την εν λόγω αποζημίωση (και τη μεταβατική) ευθέως στις διατάξεις περί φορολόγησης μισθωτών υπηρεσιών είτε εμμέσως θεωρώντας αυτήν κατά πλάσμα δικαίου ως εισόδημα από μισθωτή υπηρεσία».