Τέμπη - «Ή θα πηδήξεις ή θα καείς ζωντανός»: Συγκλονίζουν οι μαρτυρίες των επιζώντων
Ανανεώθηκε:
Σχεδόν δύο εβδομάδες μετά το σιδηροδρομικό δυστύχημα στα Τέμπη, οι επιζώντες της 28ης Φεβρουαρίου διηγούνται στιγμή προς στιγμή το τραγικό συμβάν, αποκαλύπτοντας τις στιγμές φρίκης που βίωσαν οι επιβάτες.
Ειδικότερα, σε συνέντευξη που παραχώρησαν στον Alpha μίλησαν τόσο για το χρονικό της σύγκρουσης, όσο και για τα τραύματα που αυτή τους άφησε.
Ο επιζών Στέργιος Μιναέμης, ο οποίος βρισκόταν στο βαγόνι 3 ταξίδευε για να κάνει μια νέα αρχή.
«Βρισκόμουν στη θέση 51 στο βαγόνι 3 με σκοπό να φτάσουμε Θεσσαλονίκη, να βρω ένα μέρος να νοικιάσω γιατί με περίμενε ήδη ο αδελφός μου και να ξεκινήσουμε μια νέα αρχή. Μια μεγάλη βαλίτσα, ένα μπουφάν, τον υπολογιστή μου και το κινητό μου.
Δεν σώθηκε τίποτα. Έγιναν όλα κάρβουνο. Διάβαζα ένα άρθρο στο κινητό μου και θυμάμαι το παιδί που καθόταν απέναντι μου. Πρώτα είδα το παιδί να πετάγεται στα αριστερά μου και να σκάει δίπλα μου και μετά κατάλαβα ότι υπήρχε φρενάρισμα ή σύγκρουση.
Δεν μπορούσαμε να καταλάβουμε εκείνη τη στιγμή τι έγινε. Αν είχε πεταχτεί κάτι στις ράγες, αν εκτροχιαστήκαμε ή αν τρακάραμε με άλλο τρένο», περιέγραψε αρχικά ο Στέργιος Μιναέμης.
Συνεχίζοντας μιλάει για τις συνθήκες που προκάλεσε η σύγκρουση:
«Το πρώτο μου μέλημα ήταν να βρω από που θα φύγουμε. Δεν συγκρίνεται το βαγόνι από το πώς μπήκαμε με το πως ήταν όταν φύγαμε.
Δεν είχες την αίσθηση του χώρου, δεν σου ήταν κάτι οικείο αλλά όλα ήταν μια μάζα, ένα χάος δεν ήξερες τι ήταν κουπέ, τι ήταν διάδρομος, τι ήταν τζάμι. Δεν ήξερες ποιο ήταν το πάνω, το κάτω, το αριστερά και το δεξιά.
Μας έδωσε ο Θεός εκείνη τη στιγμή ένα παράθυρο, μέσα από τον καπνό, που βλέπαμε καθαρά τον δρόμο. Μέσα από ένα απόλυτο σκοτάδι, φωτιές δίπλα από το παράθυρο, καπνός, δεν είχαμε οξυγόνο και ήμασταν με μια, δυο ανάσες. Τρίτη ανάσα δεν ξέρω αν πρόλαβε κάποιος να πάρει πριν κλείσουν όλα.
Είδαμε την πίσσα, τον δρόμο, τα φώτα και από εκεί καταλάβαμε ότι θα σωθούμε».
«Το ύψος ήταν μεγάλο, περίπου στα δύο μέτρα. Μέσα δεν μπορούσαμε να πάρουμε ανάσα, καιγόμασταν κιόλας. Εκεί λέω «αγόρι μου ή θα πηδήξεις και αν ακρωτηριαστείς, ακρωτηριάστηκες γιατί κάτω είχε σίδερα σαν λεπίδες από το τρακάρισμα, ή θα καείς ζωντανός και θα μείνεις από οξυγόνο».
Οπότε δεν ήταν κάτι διαπραγματεύσιμο. Ήταν μονόδρομος και προσπαθούσαμε να βγούμε προς τον δρόμο που δεν ήταν τόσο εύκολο»
«Βλέπω συνέχεια την Ιφιγένεια, δεν με έχει αφήσει ακόμα»
Τους εφιάλτες του μοιράστηκε και ο 18χρονος Άγγελος Τσιμούρας. Βρισκόταν στο βαγόνι 6, από όπου προσπαθώντας να βοηθήσει συνεπιβάτες του να βγουν από το τρένο αναφέρει πως «φώναζα αν είναι κανείς μέσα στο τρένο και στην αρχή δεν έπαιρνα απάντηση».
«Κάθε βράδυ έχω εφιάλτες. Τα τρία πρώτα βράδια δεν κοιμήθηκα αλλά μετά ξεκίνησα να έχω τρεις, τέσσερις, πέντε ώρες ύπνου.
Γενικώς με επισκέπτονται και δεν με αφήνουν να κοιμηθώ. Δεν θέλουν να με αφήσουν ακόμα. Ίσως να θέλουν να μου που κάτι. Να ξυπνήσω κάποιον; Δεν ξέρω. Κάτι όμως θέλουν σίγουρα να μου πουν.
Βλέπω συνέχεια την Ιφιγένεια, δεν με έχει αφήσει ακόμα. Την πρώτη βραδιά που κοιμήθηκα είδα και το άλλο παιδί που ήταν στο βαγόνι αλλά πολύ θολά. Η Ιφιγένεια έρχεται όμως καθαρά ακόμα», ανέφερε αρχικά ο φοιτητής
Ο 18χρονος Άγγελος αναφέρει χαρακτηριστικά «βρισκόμουν στο βαγόνι 6 όπου η σύγκρουση δεν ήταν ισχυρή. Εγώ δηλαδή δεν το κατάλαβα ότι έγινε σύγκρουση. Σταματάει όμως το τρένο, υπήρχε μια γιαγιά που είχε χτυπήσει και είχε κόψει το φρύδι της, ξεκινάνε τα ουρλιαχτά οπότε καταλαβαίνω πως κάτι είχε συμβεί.
Στην αρχή ασχολήθηκα με την γιαγιά, γιατί έπρεπε να την βγάλω κάτω από το βαγόνι, ενώ υπήρχαν και άνθρωποι που δεν τους ένοιαζε αυτό.
Τους ένοιαζε απλά να βγάλουν τη βαλίτσα τους και να φύγουν όσο πιο γρήγορα μπορούσαν αν και δεν υπήρχε καν σύγκρουση ή κίνδυνος στο δικό μας βαγόνι».
Παράλληλα, περιέγραψε την προσπάθειά του να σώσει τους συνεπιβάτες του σημειώνοντας ότι «το καταλαβαίνω, μπορώ να το δικαιολογήσω και κάπως πως ήθελαν να σώσουν το τομάρι τους. Έπειτα έφυγα από εκεί προς τα μπροστινά βαγόνια, φώναζα αν είναι κανείς μέσα στο τρένο και στην αρχή δεν έπαιρνα απάντηση.
Μετά πήρα απάντηση, υπήρχαν κι άλλοι που έψαχναν εκείνη την ώρα και ένας από αυτούς ήταν ο κ. Γιώργος ο οποίος ήταν πραγματικά σαν άγιος που εμφανίστηκε σε μένα εκείνη την βραδιά. Δεν μπορώ να το εξηγήσω.
Μαζί με τον κ. Γιώργο από το βαγόνι τέσσερα φύγαμε από τα παράθυρα, γιατί οι πόρτες ήταν εγκλωβισμένες και κατευθυνθήκαμε στο βαγόνι τρία.
Εκείνος ήταν που ανέβηκε πρώτος στο βαγόνι τρία, πάτησε στα συντρίμμια για να μου δείξει που να πατήσω και να μην κοπώ.
Δηλαδή θυσίασε τα δικά του χέρια ώστε να κοπεί αυτός και μετά να ανέβω εγώ για να δούμε τι θα δούμε. Προτού όμως ανέβω πάνω, μου είπε να πάω να φωνάξω την ΕΜΑΚ για να φέρουν ψαλίδια και φορεία».