ΕΛΛΑΔΑ

Δίκη για Μάτι: Συγκλονίζουν οι μαρτυρίες διασωθέντων και συγγενών θυμάτων

Δίκη για Μάτι: Συγκλονίζουν οι μαρτυρίες διασωθέντων και συγγενών θυμάτων
Οι περιγραφές των μαρτύρων ενώπιον του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου της Αθήνας συγκλονίζουν ΙΝΤΙΜΕ

Με μαρτυρίες διασωθέντων και συγγενών θυμάτων συνεχίζεται η εκδίκαση της υπόθεσης για τη φονική πυρκαγιά στο Μάτι τον Ιούλιο του 2018.

Οι περιγραφές των μαρτύρων ενώπιον του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου της Αθήνας συγκλονίζουν. Η μεταφορά των εικόνων που βίωσαν εκείνες τις ώρες συνταράσσουν. «Δίπλα στα ασθενοφόρα ήταν πλαστικές σακούλες μαύρες με νεκρούς», «Έλιωσαν ακόμα και σίδερα», «Είδα έναν παππού να επιπλέει στη θάλασσα…», «Ανέσυραν μια γυναίκα, της έκαναν ανάνηψη, δεν τα κατάφερε…», είναι μερικές από τις δεκάδες εφιαλτικές εικόνες που μετέφεραν προς τους δικαστές οι μάρτυρες.

Παρά ταύτα, οι δικηγόροι υποστήριξης της κατηγορίας κατέθεσαν νωρίτερα στο δικαστήριο υπόμνημα του ελληνικού δημοσίου, που υποβλήθηκε στα διοικητικά δικαστήρια και στο οποίο επιρρίπτεται ευθύνη στους νεκρούς κατοίκους σε ποσοστό 95% γιατί δεν είχαν καθαρίσει τις αυλές!

Οι συγκλονιστικές καταθέσεις

Συγκεκριμένα, ο μάρτυρας, Αλέξανδρος Φλώρος, περιέγραψε στο δικαστήριο ότι εκείνο το απόγευμα βλέποντας ότι κάτι σοβαρό θα γίνει έφυγε από το σπίτι μαζί με την οικογένεια του και πήρε το δρόμο για την παραλία που απείχε 600 μέτρα από το σπίτι του. «Είδα τη φωτιά να έρχεται προς τα εμάς, υπήρχαν παντού στάχτες. Έβλεπα πυκνή ροή οχημάτων από τη Μαραθώνος και κάτω. Φωνάζω στην οικογένεια να βγουν έξω και μπήκαμε στο αυτοκίνητο να φύγουμε» τόνισε ο μάρτυρας.

«Όσο περνούσε η ώρα η ορατότητα μειωνόταν. Ο καπνός είχε φτάσει να είναι έντονος και είπαμε να πάμε προς τη θάλασσα. Σταματήσαμε να πατώνουμε όλοι, δεν μπορούσαμε να αναπνεύσουμε, πάμε κι άλλο μέσα, κι άλλο μέσα. Χάσαμε στεριά. Δυστυχώς οι συνθήκες ήταν πολύ άσχημες. Κολυμπάγαμε, κολυμπάγαμε, προσπαθούσαμε να μείνουμε ενωμένοι, να είμαστε σε απόσταση να βλέπουμε τον άλλον. Κάποια στιγμή τα πράγματα δυσκόλεψαν διότι άρχισε να νυχτώνει. Βλέπαμε τα αεροπλάνα που ήταν χιλιόμετρα πάνω και νομίσαμε ότι ήρθαν να μας σώσουν. Αυτό γινόταν συνέχεια. Κάποια στιγμή η γυναίκα μου λέει, «αυτό ήταν…», περιέγραψε.

Τελικά, όπως είπε, ο μάρτυρας ένα ψαροκάικο ήταν αυτό που τους εντόπισε που φωνάζανε βοήθεια, βοήθεια. «Μας έριξε φως με φακό, μετά μια κουλούρα. Η γυναίκα μου είχε πάθει υποθερμία, τα παιδιά είχαν γίνει μπλε. Μας έδωσαν κουβέρτες. Είδα έναν παππού να επιπλέει στη θάλασσα… Ανέσυραν μια γυναίκα, της έκαναν ανάνηψη, δεν τα κατάφερε… Μας έβγαλαν στην ακτή, από το σοκ δεν θυμόμασταν να πάρουμε τηλέφωνο κάποιον δικό μας… Δίπλα στα ασθενοφόρα ήταν πλαστικές σακούλες μαύρες με νεκρούς. Η κόρη μου είπε «μπαμπά τι να πάω να πω για το μάτι μου (σς είχε κλείσει), δεν βλέπεις τι γίνεται τώρα;» περιέγραψε ο μάρτυρας, το σπίτι του οποίου καταστράφηκε ολοσχερώς, έλιωσαν ακόμα και τα ερ κοντίσιον και τα σίδερα, ενώ, όπως είπε όλη αυτή η κατάσταση τους δημιούργησε πολλά προβλήματα και μέχρι σήμερα πάνε σε ψυχολόγο.

Στη συνέχεια, κατέθεσε στο δικαστήριο ο εγκαυματίας, Κωνσταντίνος Χατζησταματίου. «Γύρω στις 6 το απόγευμα, άρχισαν να πέφτουν μεγάλες καύτρες και η φωτιά ήταν σχεδόν μέσα στην αυλή μας. Βγαίνοντας από είσοδο ήταν το πρώτο θερμικό κύμα που μας έκαψε. Τρέξαμε προς παραλία, δεν μπορούσες να δεις σε απόσταση μεγαλύτερη από πέντε μέτρα. Είδα ένα αυτοκίνητο μας πήρε και μας κατέβασε στο λιμάνι. Παρέμεινα μιάμιση ώρα εκεί» είπε ο μάρτυρας και συνέχισε: «Μέσα στον καπνό που μας έπνιγε, είδα κόκκινα φώτα και έτρεξα να δω ποιος ήταν για βοήθεια. Τους είπα σας παρακαλώ κινδυνεύει η ζωή μου και να με πάρουν. Με κατέβασαν από το τζιπ με έβαλαν σε ιδιωτικό ασθενοφόρο και με πήγε στο νοσοκομείο. Είχα εγκαύματα. Έμεινα 40 ημέρες στο νοσοκομείο. Υποβλήθηκα σε δύο πλαστικές επεμβάσεις».

Ο μάρτυρας, Ιωάννης Χατζηαθανασίου έχασε την αδελφή του, η οποία έμενε στο Κόκκινο Λιμανάκι. «Η αδελφή μου απανθρακώθηκε. Έμενε στο Κόκκινο Λιμανάκι. Δεν ειδοποιήθηκε κανένας, ούτε εγώ ειδοποιήθηκα για την πυρκαγιά. Κινδύνευσα κι εγώ αλλά ευτυχώς όταν πλησίασε το σπίτι μου στη Ραφήνα, η φωτιά είχε κατευναστεί».