Σχολικός εκφοβισμός: Ένα φαινόμενο με τρομακτικές συνέπειες στην κοινωνία
Παρότι η γονεϊκότητα στην Ελλάδα έχει αλλάξει μορφή τα τελευταία χρόνια, ενσωματώνοντας καλύτερα πρακτικές ενσυναίσθησης και θετικής ψυχολογίας, τα περιστατικά σχολικού εκφοβισμού ή bullying, όπως είναι ο διεθνής όρος που έχει επικρατήσει, εξακολουθούν να σοκάρουν την κοινωνία.
Αρχικά, χρειάζεται να ξεκαθαριστεί πως με τον όρο αυτό περιγράφουμε περιστατικά έκφρασης ανισότητας δύναμης, η οποία μπορεί να εκφράζεται με διαφορά ανάμεσα σε δύο παιδιά σχετικά με τη σωματική τους διάπλαση, την κοινωνική τους τάξη, τη λεκτική τους έκφραση και στο ‘κύρος’ ή τον ρόλο που έχουν ανάμεσα στα υπόλοιπα παιδιά – μια θέση μέσω της οποίας επιτυγχάνεται η επιβολή τους. Το δεύτερο βασικό γνώρισμα του σχολικού εκφοβισμού είναι η επανάληψη της επιβολής σε βάθος χρόνου από τη στιγμή που οι ρόλοι και οι δυναμικές του κάθε παιδιού παγιώνονται στο συγκεκριμένο κοινωνικό σύνολο.
Εναλλακτικά, σχολικό εκφοβισμό συνιστά η επιθετική συμπεριφορά που είναι εσκεμμένη, απρόκλητη και επαναλαμβανόμενη, αποτελεί κατάχρηση εξουσίας και εμπεριέχει ανισότητα στη δύναμη αντικειμενική (π.χ. σωματική) ή αντιληπτή (π.χ. προσωπικότητας). Εν ολίγοις, κατευθύνεται προς θύματα που εκλαμβάνονται από τους θύτες (έναν ή πολλούς μαζί) ως αδύναμα, είτε σωματικά είτε ψυχολογικά.
Ο σχολικός εκφοβισμός (bullying) μπορεί να έχει και τη μορφή της θυματοποίησης (victimization) και αποτελεί ένα σύγχρονο φαινόμενο που μπορεί να επηρεάσει αρνητικά τη ψυχοσυναισθηματική ανάπτυξη του παιδιού και του εφήβου με σημαντικές επιπτώσεις και στην κοινωνικοποίηση τους αλλά και στην ενήλική τους ζωή. Είναι χαρακτηριστικό πως μόλις το 2000 ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ) αναγνώρισε τον σχολικό εκφοβισμό ως απειλή στη δημόσια υγεία, δρώντας αφυπνιστικά προς τους αρμόδιους, που κλήθηκαν να αντιμετωπίσουν το φαινόμενο όχι μόνο εντός των ορίων του σχολείου, αλλά ακόμα και στο διαδίκτυο.
Εν τούτοις, το φαινόμενο του σχολικού εκφοβισμού υπήρχε από την αρχή της μαζικής εκπαίδευσης, ενώ ο πρώτος ορισμός δόθηκε στη Νορβηγία το 1978, από όπου και ξεκίνησε η ευαισθητοποίηση επί του θέματος και η εις βάθος διερεύνηση του bullying. Οι παράγοντες που χαρακτηρίζουν μια τέτοια ενέργεια ως bullying είναι η πρόθεση και τα κίνητρα, ο αντίκτυπος, η διάρκεια και η μορφή.
Σήμερα αναγνωρίζονται τέσσερις μορφές σχολικού εκφοβισμού:
- Η σωματική βία
- Η λεκτική βία
- Η κοινωνική βία και
- Ο ηλεκτρονικός εκφοβισμός
Οι συνέπειες του σχολικού εκφοβισμού για θύματα και θύτες
Είναι προφανές πως ο σχολικός εκφοβισμός σε κάθε του μορφή έχει σοβαρές συνέπειες στα θύματα. Οι συνέπειες αυτές μπορεί να κυμαίνονται από έναν ελαφρύ ή σοβαρό τραυματισμό μέχρι ένα βαθύ ψυχολογικό τραύμα που οδηγεί σε διαταραχή της ψυχικής υγείας του θύματος. Είναι σημαντικό όμως να γίνει αντιληπτό ότι ο ίδιος ο θύτης, ένα παιδί ή ένας έφηβος που ασκεί bullying έχει και ο ίδιος συνέπειες και τραύματα που χρειάζονται φροντίδα.
Αναλυτικά, οι σωματικές συνέπειες για το θύμα bullying μπορεί να είναι γρατζουνιές, μώλωπες, στραμπουλήγματα, διαστρέμματα ή και πιο σοβαροί τραυματισμοί, αλλά και πονοκέφαλοι, πόνοι στην πλάτη, στομαχόπονοι, η αϋπνία και οι εφιάλτες, απώλεια όρεξης ή βουλιμία, αύξηση ορμονών στρες, άγχος, αδύναμο ανοσοποιητικό, μεγαλύτερη πιθανότητα τραυματισμού στα πρώτα 15΄ μετά το περιστατικό, εύκολη απώλεια ισορροπίας ή παραπατήματα. Όσον αφορά στις πνευματικές συνέπειες που μπορεί να έχει ο εκφοβισμός για τα θύματα, τότε μιλάμε για μειωμένη ικανότητα συγκέντρωσης, δυσκολίες στη μνήμη και στη μάθηση, έλλειψη κινήτρων, χαμηλό προφίλ στην επικοινωνία, διαρκής φόβος χλευασμού, σχολική άρνηση, συχνές απουσίες και μειωμένη σχολική επίδοση, καθώς τα παιδιά θύματα αποφεύγουν να τραβούν την προσοχή με τη συμμετοχή τους στη μαθησιακή διαδικασία, κάνοντας ερωτήσεις, για παράδειγμα.
Όσον αφορά στις κοινωνικές συνέπειες, τα θύματα αρκετές φορές ακολουθούν την ομάδα δημοφιλών-νταήδων του σχολείου και υπομένουν την κοροϊδία από φόβο χειρότερης μορφής βίας. Ενίοτε, προσκολλώνται σε έναν «φίλο», υποτακτικά, από φόβο μην τον χάσουν και μείνουν μόνα, συνδέονται με παιδιά με έλλειμμα στις κοινωνικές δεξιότητες όπως τα ίδια που δεν μπορούν να τα προστατέψουν από τη βία, δυσκολεύονται να δημιουργήσουν αληθινούς φίλους ακόμα και όταν η βία σταματήσει. Ταυτόχρονα, η αυτοεικόνα τους δέχεται σοβαρό πλήγμα, αφού η κοροϊδία μειώνει την αυτοεκτίμησή τους, ιδιαίτερα όταν αυτή σχετίζεται με τη διαφορετικότητά τους (σωματική διάπλαση, εθνικότητα, κλπ). Έτσι, τα παιδιά αυτά δεν αποδέχονται τον εαυτό τους όπως είναι, γίνονται ιδιαίτερα ευαίσθητα σε οποιουδήποτε είδους κριτική, είναι ιδιαίτερα αυστηρά και απαιτητικά με τον εαυτό τους και συχνά επικρίνουν τον εαυτό τους και σταδιακά όλους τους άλλους. Βρίσκονται διαρκώς σε εγρήγορση και κατάσταση άμυνας, αισθάνονται φόβο, αγωνία, νευρικότητα, ευερεθιστότητα, δεν μπορούν να χαλαρώσουν, εκφράζουν επιθετικότητα ως αντίδραση στη βία, μιλούν χαμηλόφωνα ή γρήγορα και «χάνουν» λέξεις. Σε πολύ δύσκολες περιπτώσεις, τα θύματα bullying εμφανίζουν μελαγχολία, κατάθλιψη ή και τάσεις αυτοκτονίας.
Από την άλλη πλευρά, ένα παιδί που ασκεί bullying είναι συχνά το ίδιο θύμα βίας, είτε από το οικογενειακό του είτε από το ευρύτερο περιβάλλον. Δεν μπορεί να αποδεχθεί τον εαυτό του και να αντλήσει δύναμη και αυτοεκτίμηση με θετικούς, δημιουργικούς τρόπους, ενώ έχει μεγάλη δυσκολία στη δημιουργία διαπροσωπικών σχέσεων. Δεν μπορεί να διαχειριστεί τον θυμό και τις συγκρούσεις του με τους άλλους, ενώ είναι σχεδόν δεδομένο ότι μεγαλώνοντας, οι «οπαδοί» θα αποχωρήσουν και θα μείνει μόνο του, ενώ πιθανώς να εμφανίσει άγχος και τάσεις κατάθλιψης. Παράλληλα, έχει πολλές πιθανότητες να εμφανίσει παραβατικές συμπεριφορές ως ενήλικας, καθώς διατρέχει αυξημένο κίνδυνο νεανικής και ενήλικης εγκληματικότητας, χρήσης ουσιών και αλκοόλ, αλλά και βίαιης συμπεριφοράς προς τα παιδιά και τον/τη σύντροφο μέσα στην οικογένειά τους.