ΕΛΛΑΔΑ

«Καταπέλτης» το βούλευμα για Πισπιρίγκου: Αδιαφορία για ανθρώπινη ζωή, θρασύτητα και επικινδυνότητα

«Καταπέλτης» το βούλευμα για Πισπιρίγκου: Αδιαφορία για ανθρώπινη ζωή, θρασύτητα και επικινδυνότητα
Οι δικαστές κρίνουν πως η Ρούλα Πισπιρίγκου τέλεσε τις αξιόποινες πράξεις που της αποδίδονται, με δόλο και σε ήρεμη ψυχική κατάσταση EUROKINISSI / ΜΠΟΛΑΡΗ ΤΑΤΙΑΝΑ

Σε δίκη παραπέμπεται η Ρούλα Πισπιρίγκου για τη δολοφονία της πρωτότοκης κόρης της Τζωρτζίνας αλλά και για απόπειρα ανθρωποκτονίας αυτής, με βούλευμα - «καταπέλτη» που εξέδωσαν τα μέλη του αρμόδιου Δικαστικού Συμβουλίου.

Οι δικαστές (Γεώργιος Κασίμης, Χαράλαμπος Γεωργακόπουλος και Θεοδώρα Τραϊανίδου) κάνοντας δεκτή την πρόταση του εισαγγελέα, Γιώργου Νούλη, κρίνουν πως η Ρούλα Πισπιρίγκου τέλεσε τις αξιόποινες πράξεις που της αποδίδονται, με δόλο και σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, ενώ σκιαγραφόντας το προφίλ της κατηγορουμένης, κάνουν λόγο θρασύτητα, έντονη αντικοινωνικότητα, αδιαφορία για την ανθρώπινη ζωή, ταπεινά ελατήρια και ιδιαίτερη επικινδυνότητα.

Όσον αφορά στο κίνητρο της αποτρόπαιας πράξης το βούλευμα αφενός αναφέρεται στην εμμονή της Ρούλας Πισπιρίγκου στον Μάνο Δασκαλάκη, καθώς όλα τα περιστατικά συνέβαιναν όταν ήταν σε διάσταση με τον σύζυγό της, αφετέρου αποδίδουν τις πράξεις της στην προσωπικότητα της, βασιζόμενοι και στην περιγραφή της ειδικής πραγματογνώμονα που είχε οριστεί κατά την ανάκριση.

«Η κινητροδότηση της κατηγορούμενης ως προς την εκπόρευση της ως άνω εξακολουθητικής αξιόποινης συμπεριφοράς της ελέγχεται στα δυσμενή και παθογενή χαρακτηριστικά της προσωπικότητάς και της ιδιοσυγκρασίας της, που αποκρυσταλλώνονται, κυρίως, σε ιδέες μεγαλείου συνδεόμενες με τη δημοσιότητα / διασημότητα, αλλά μη έχουσες έρεισμα στην πραγματικότητα, στον ενστερνισμό της αντίληψης πως μπορεί κανείς να αποκτήσει δημοσιότητα / διασημότητα μέσα από παραβατικές πράξεις, στη διαρκή διαπραγμάτευση μεταξύ αλήθειας και ψέματος, πραγματικού και μη πραγματικού, σε αποστέρηση κάθε γνησίου συναισθήματος, σε επικέντρωση (κατά προεξάρχοντα ρόλο) σκέψεων και επενδύσεων γύρω από τον ήδη εν διαστάσει σύζυγό της και υποστηρίζοντα την κατηγορία, με ενδιάθετη έκφραση κτητικότητας επ’ αυτού, στη διακατοχή της από την ιδέα / φόβο της εγκατάλειψης, στην απόδοση μεγάλης σημασίας στο να βρίσκεται κανείς στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος μέσω της διασημότητας που προσφέρει η δημοσιότητα, στην αντίληψη των παιδιών της ως μια ναρκισσιστικής προέκτασης του εαυτού της και σε προσέγγιση εξιδανίκευσης του θανάτου, καταδεικνύεται, κατά την κρίση του παρόντος Συμβουλίου, θρασύτητα, έντονη αντικοινωνικότητα, αδιαφορία για την ανθρώπινη ζωή, ταπεινά ελατήρια και ιδιαίτερη επικινδυνότητα της κατηγορούμενης…», αναφέρεται χαρακτηριστικά στο παραπεμπτικό βούλευμα.

Πρόταση για παράταση της προσωρινής κράτησης της Πισπιρίγκου

Από τα παραπάνω, οι δικαστές κρίνουν πως πρέπει να συνεχιστεί η προσωρινή κράτηση της Πισπιρίγκου για ακόμη έξι μήνες καθώς η κατηγορούμενη είναι ύποπτη τέλεσης νέων, όμοιων αξιόποινων πράξεων ακόμη και κατά των δικών της ανθρώπων.

Οι δικαστές, αξιολογώντας τις καταθέσεις γιατρών και ειδικών, καταλήγουν μάλιστα στο συμπέρασμα ότι η Ρούλα Πισπιρίγκου τον Απρίλιο του 2021 επιχείρησε να δολοφονήσει το παιδί της, όχι διά ασφυξίας αλλά με τη χορήγηση κεταμίνης, χωρίς ωστόσο να το καταφέρει λόγω της άμεσης επέμβασης των γιατρών.

Κάτι που τελικά έφερε εις πέρας την επόμενη φορά που το επιχείρησε, δηλαδή τον Ιανουάριο του 2022, όταν το παιδί νοσηλεύτηκε στο νοσοκομείο «ΠΑΙΔΩΝ».

Το σκεπτικό των δικαστών

Στο σκεπτικό τους οι δικαστές αναφέρουν, μεταξύ άλλων, πως ο αποκλεισμός της μύτης και του στόματος δεν είναι πρόσφορος τρόπος ώστε να προκληθεί ανακοπή, σημειώνοντας πως η κατηγορούμενη χορήγησε μη επακριβώς ταυτοποιήθησα ουσία, κατασταλτική του κεντρικού νευρικού συστήματος, με πιθανότητα που αγγίζει τη βεβαιότητα η ουσία αυτή να είναι κεταμίνη. Μία ουσία που συγκαταλέγεται σε εκείνες που είναι ικανές να προκαλέσουν ανακοπή και η οποία επέφερε πτώση των αφίξεων και μηδενισμό του κορεσμού στο οξυγόνο.

Αναφορικά με τις συνθήκες θανάτου του παιδιού, οι δικαστές υιοθετούν πλήρως τα όσα αναφέρει ο εισαγγελέας Γ. Νούλης στην πρότασή του, περί χορήγησης της θανατηφόρας ουσίας στις 29 Ιανουαρίου μέσα στο νοσοκομείο, όπου νοσηλευόταν το 9χρονο κορίτσι, σε χρόνο που ήταν μόνο η μητέρα του στο δωμάτιο.