«Το έγκαυμα δεν σου καίει μόνο το σώμα, αλλά και την ψυχή»: Οι επιζήσαντες της τραγωδίας θυμούνται
Ανανεώθηκε:
Μέσα σε μισή ώρα είδαν το θάνατο να τους χτυπάει με θράσος την πόρτα και τη ζωή τους να αλλάζει χωρίς επιστροφή. Είδαν ανθρώπους να εξαϋλώνονται μπροστά στα μάτια τους, τα ρούχα τους να εξαφανίζονται πάνω στο κορμί τους, τα παιδιά τους να λιώνουν από το θερμικό κύμα. Από υγιείς, έγιναν νεφροπαθείς. Από ευτυχείς παραθεριστές, «ζωντανοί - νεκροί». Δύο επιζώντες –ενάντια σε όλα τα προγνωστικά- της τραγωδίας στο Μάτι αφηγούνται τη ζωή μετά την πυρκαγιά. Τέσσερα χρόνια μετά, τα «αν…» είναι πολλά, ακόμη περισσότερη όμως είναι η οργή.
Θα μπορούσε να ήταν μια κανονική Δευτέρα. Η κυρία Πηνελόπη Κωνσταντάκη, 69 χρονών σήμερα, απολάμβανε μόνη τον απογευματινό της καφέ. Την προηγούμενη μέρα, Κυριακή, ο αδελφός της κι άλλοι φίλοι την είχαν επισκεφτεί στο σπίτι της, στο Κόκκινο Λιμανάκι.
Λίγες ημέρες πριν είχε γιορτάσει τα 65α γενέθλιά της. Από το 1985 και μετά αυτός ο ήσυχος οικισμός είναι η μόνιμη κατοικία της.
«Εκείνη την ημέρα ήταν πολύ ήσυχα, δεν είχα πάρει είδηση. Είχε βέβαια πολύ αέρα, ένας νοτιοδυτικός άνεμος που λύγιζε ακόμη και μεγάλα δέντρα. Κάποια στιγμή άκουσα κορναρίσματα, μαρσαρίσματα, αλλά επειδή έχουμε μια εκκλησία στην περιοχή φαντάστηκα ότι θα γινόταν κάποια απογευματινή βάφτιση. Κάποια στιγμή βγαίνω στη βεράντα και βλέπω από το πίσω μέρος του σπιτιού τεράστιες φλόγες, πολύ κοντά στην εκκλησία, που βρίσκεται δύο παράλληλους δρόμους πάνω από το σπίτι μου».
Το σπίτι ακριβώς δίπλα στο δικό της, ξύλινο και με μια μεγάλη κουκουναριά μέσα στην αυλή του ήδη φλεγόταν εκσφενδονίζοντας κουκουνάρια – κάρβουνα, μεταδίδοντας πολύ γρήγορα τη φωτιά.
«Περίμεναν ότι θα ήμουν η 100ή νεκρή»
«Τότε σκέφτηκα ότι πρέπει να φύγω. Έκλεισα το σπίτι, πήρα κάποια χρήματα που είχα, τα χαρτιά μου, το κινητό μου και βγήκα. Το αυτοκίνητό μου ήταν εδώ αλλά έβλεπα ότι δεν μπορούσα να οδηγήσω. Γινόταν πανζουρλισμός από κίνηση αλλά κι από τους καπνούς είχε αρχίσει να γίνεται σκοτάδι. Ήταν πεντέμιση – έξι το απόγευμα και νόμιζες ότι ήταν δύο τη νύχτα. Δείλιασα να οδηγήσω».
Κατηφορίζοντας προς τον πλησιέστερο κεντρικό δρόμο, βλέπει το σπίτι κάποιων γνωστών της ανοικτό και μπαίνει στο οικόπεδο σε αναζήτηση βοήθειας. Ένα φλεγόμενο πεύκο στην αυλή θα αποδειχθεί μοιραίο. «Το πεύκο πήρε φωτιά και αρχίζει να καίγεται η σκεπή του σπιτιού και να εκτοξεύονται τα κουκουνάρια. Τα δύο αυτοκίνητα που βρίσκονταν στον περίβολο άρχισαν να εκρήγνυνται. Είπα ‘αυτό είναι το τέλος μου’. Φορούσα βερμούδα και αμάνικη μπλούζα. Όπου το σώμα μου ήταν ακάλυπτο κάηκα σε ποσοστό 45%».
Αναζητώντας βοήθεια βγήκε στο δρόμο, περπατώντας δίπλα σε νεκρούς και ημιθανείς. Ένας γείτονας την κατέβασε στη Ραφήνα, μια καφετέρια έγινε ένα αυτοσχέδιο κέντρο πρώτων βοηθειών: «Μου έδωσαν νερό, γάλα, κάλεσαν ασθενοφόρο. Μετά από κάποια ώρα δεν άντεχα άλλο, ημιλιπόθυμη με πήγαν στο νοσοκομείο.
Η κ. Κωνσταντάκη ήταν η τελευταία βαριά εγκαυματίας της φονικής πυρκαγιάς που βγήκε από το νοσοκομείο.
Ενάμιση ολόκληρο χρόνο μετά την ημέρα της καταστροφής.
«Ήμουν οχτώ μήνες στο Λάτσειο και το Θριάσιο και άλλους οχτώ μήνες στο κέντρο αποκατάστασης διότι ήταν πολύ δύσκολο να περπατήσω, ήμουν όμως αποφασισμένη. Βγήκα παραμονές Χριστουγέννων του 2019. Τα προηγούμενα Χριστούγεννα από αυτά που βγήκα με περίμεναν ότι θα ήμουν η 100ή νεκρή. Αλλά τελικά εγώ γλίτωσα και πέθανε κάποιος άλλος», λέει σκεπτική και θυμάται με ευγνωμοσύνη την γιορτή που διοργάνωσαν για χάρη της τη μέρα που πήρε εξιτήριο.
«Είχα συγκινηθεί τόσο πολύ που όταν το θυμάμαι ακόμη δακρύζω. Με αγκάλιασαν όλοι πάρα πολύ».
«Έχω πολύ θυμό»
Η Πηνελόπη είναι χαρακτηριστική περίπτωση επιζήσαντα φυσικής καταστροφής, ή κάθε άλλης, που υπό «κανονικές» συνθήκες, δεν θα έπρεπε να ζει.
«Είχα εγκαύματα στα πόδια, από τα γόνατα και κάτω, στα χέρια από τους ώμους και κάτω, κάτω από το λαιμό και στη πλάτη μου. Έκαψα τα πέλματά μου γιατί φορούσα πέδιλα που έλιωσαν πάνω μου. Με περίμεναν να καταλήξω. Έλεγαν στον αδελφό μου, αφήστε την, σε δύο μέρες θα πεθάνει ήσυχα. Έπαθα οχτώ σηψαιμικά σοκ και ενδονοσοκομειακή λοίμωξη που δεν μπορούσαν να καταπολεμήσουν με τίποτα. Πήρα τόση αντιβίωση που χάλασαν τα νεφρά μου, έπαθα ωτοσκλήρυνση και έγινα υποθυρωιδική. Από εκεί που ήμουν ένα υγιές άτομο, έγινα νεφροπαθής. Πηγαίνω για αιμοκάθαρση τρεις φορές την εβδομάδα. Κανονικά θα έπρεπε να κάνω φυσιοθεραπείες αλλά δεν αντέχω οικονομικά. Όταν έφυγα πια από το κέντρο αποκατάστασης, άρχισαν και οι θρομβώσεις. Έχω κάνει επτά πλαστικές και τέσσερις επεμβάσεις ξύπνια καθώς φοβούνται καρδιακή ανεπάρκεια».
Οι ουλές της είναι διάσπαρτες στο σώμα, τις πιστοποιεί και το 82% ποσοστό αναπηρίας της. Κάθε βράδυ παλεύει με τις φαγούρες και τις κράμπες. Τρεις φορές την εβδομάδα κάνει αιμοκάθαρση. «Εκείνο που με πειράζει περισσότερο είναι ότι έχω καθηλωθεί, δεν μπορώ να κάνω μια εκδρομή, ένα ταξίδι, μπορώ να φύγω μόνο για ένα διήμερο. Άλλαξε η ζωή μου από τη μια στιγμή στην άλλη».
Η ίδια όμως δηλώνει σκληρό άτομο.
«Αν δεν ήμουν έτσι δεν θα είχα επιβιώσει. Όμως τον πρώτο καιρό δεν μπορούσα καν να το συζητήσω, ήθελα να ξεχάσω. Ερχόταν ο ψυχολόγος και τον έδιωχνα. Κάποια στιγμή αποφάσισα να μιλήσω. Τότε ξέσπασα».
Τη σκέψη της κατακλύζουν πολλά «αν». «Ο αδελφός μου μου λέει ότι αν αυτό συνέβαινε Κυριακή, που ήμασταν όλοι μαζί, δεν θα είχα καεί». Αν είχαν εκτρέψει την κίνηση προς τη Μαραθώνος κι όχι προς το Μάτι... Αν, όπως έμαθε αργότερα, τρεις κάτοικοι της περιοχής που την είδαν ολομόναχη εκείνη την ημέρα, είχαν σταματήσει με το αυτοκίνητο να την πάρουν…
«Έχω πολύ θυμό. Πάνε να πέσουν όλοι στα μαλακά και να το κάνουν πλημμέλημα. Το Μάτι ήταν μια τραγωδία. Μας άφησαν να καούμε διότι δεν πήραν εγκαίρως μέτρα. Ο κόσμος μπλοκαρίστηκε και εγκλωβίστηκε. Θέλουμε να τιμωρηθούν παραδειγματικά στη μνήμη των 103 ανθρώπων που έφυγαν. Αλλά κι αυτοί που απομείναμε, παλεύουμε κάθε μέρα. Δεν ζητιανεύουμε αλλά γίναμε μισεροί..
«Έζησα ξεκάθαρα το θάνατό μου»
Η Κάλλι Αναγνώστου, 40 ετών σήμερα, δεν είχε προλάβει να κάνει ούτε ένα σωστό μπάνιο το καλοκαίρι του 2017.
«Τα τελευταία δύο χρόνια ζούσαμε στο Ντουμπάι και είχαμε έρθει στο Μάτι, εγώ και ο γιος μου, 5μιση ετών τότε, στο σπίτι των πεθερικών μου για διακοπές. Ο άντρας μου είχε μείνει πίσω για τη δουλειά. Δυο μέρες μας πήρε να συνηθίσουμε την αλλαγή ώρας και τις προηγούμενες ημέρες έβρεχε και φύσαγε. Δεν είχαμε ευχαριστηθεί διακοπές». Είχε όμως υποσχεθεί στον γιο της να επισκεφτούν, εκείνο το απόγευμα, το Πλανητάριο. Αυτό δεν έγινε ποτέ.
Λίγο πριν τις 6 εκείνο το απόγευμα άρχισαν να τους ζώνουν τα φίδια. «Ο ουρανός μαύριζε αλλά δεν υπήρχε καμία ενημέρωση και δεν απαντούσε κανένας στα τηλέφωνα. Βγήκα στη βεράντα ψάχνοντας τη φωτιά. Εκείνη τη στιγμή ένα τεράστιο κομμάτι καύτρας σκάει στο χέρι μου. Τότε συνειδητοποιώ ότι κάτι γίνεται, όχι κάπου μακριά αλλά σε εμάς, δίπλα μας. Μέχρι να σκεφτούμε τι θα κάνουμε έχει πάει έξι και δέκα και έχει πέσει το ρεύμα. Ο μικρός είχε μόλις ξυπνήσει έντρομος. Ήταν γυμνός. Ανέβηκα πάνω να του πάρω ρούχα και κατεβαίνοντας βλέπω πια τις φλόγες μέσα στο σπίτι».
Ούτε που θυμάται πώς κατέβηκε τα σκαλιά. Πώς πρόλαβε να βάλει ένα σορτσάκι στον μικρό (όχι μπλούζα ή παπούτσια -«έφυγε με κάτι παντόφλες που έλιωσαν στον δρόμο και μαζί με αυτές και τα πόδια του») και να βγει έξω. «Δοκιμάσαμε να ανοίξουμε το γκαράζ να πάρουμε αυτοκίνητο, ήταν αδύνατο. Το σπίτι μας είναι μόλις 100 μέτρα από τη Λεωφόρο Μαραθώνος αλλά επειδή ερχόταν από εκεί η φωτιά δεν προλαβαίναμε να φύγουμε από εκεί.
Βγαίνοντας πρώτη από το σπίτι, η Κάλλι «έφαγε» πρώτη και το θερμικό κύμα. Δεν έβλεπες ούτε στο μισό μέτρο.
«Βγήκαμε και οι τέσσερις στον δρόμο και αρχίσαμε να τρέχουμε. Πρώτη εγώ, μετά ο πεθερός μου, μετά το παιδί και μετά η πεθερά μου. Έτσι θα μας έβρισκαν στη σειρά αν δεν είχαμε φανεί πάρα πολύ τυχεροί... Αλλά μέσα στην ατυχία μας βρέθηκε ένας γείτονας λίγα μέτρα πιο κάτω, ο οποίος είχε σταματήσει με το αυτοκίνητό του γιατί είδε κάτι σκιές που δεν ήξερε τι ήταν. Θα είμαι γι’ αυτό το πράγμα πάντα ευγνώμων και μας πήγε στο λιμάνι. Εγώ ήδη από τα εγκαύματα είχα ήδη αρχίσει να έχω διάφορα συμπτώματα, το ίδιο και ο μικρός αλλά όχι τόσο έντονα. Ως μάνα, το καλύτερο που μπορούσα να κάνω ήταν να μην ασχοληθώ μαζί του. Δεν το πήρα αγκαλιά όταν τρέχαμε, γιατί ήξερα ότι καθώς είχα φάει ήδη το πρώτο θερμικό κύμα, ο θάνατός του έτσι και τον έπαιρνα αγκαλιά θα ήταν βέβαιος μαζί μου. Όταν κατεβήκαμε στο λιμάνι μου μιλούσε και εγώ δεν του απαντούσα γιατί ήξερα ότι με κάθε ανάσα που θα έχανα θα με έχανε. Βρέθηκαν κάποιες τουρίστριες νοσοκόμες στο λιμάνι που του έδεσαν τα ποδαράκια του όσο μπορούσαν για να τον προστατέψουν. Είχαμε κάτσει πίσω από τα βραχάκια. Μέχρι να φτάσουμε είχα λιποθυμήσει 2-3 φορές, δεν μπορούσα να κουνηθώ».
Η επόμενη πράξη γράφτηκε στο νοσοκομείο: «Είχα εγκαύματα σε όλο το σώμα. Στο 40% σταμάτησαν να μετράνε γιατί ήμουν πια σε καταστολή και με έβαλαν και σε έκτακτο χειρουργείο. Διασωληνώθηκα και νοσηλεύτηκα περίπου 2,5 μήνες. Μετά ήμουν ένα χρόνο σε κατ’ οίκον περιορισμό, όπως το λέω, γιατί νοσηλεία δεν το λες. Έμαθα να κάνω αλλαγές μόνη μου στον εαυτό μου, να βγάζω συρραπτικά. Ο πρώτος χρόνος ήταν πολύ δύσκολος,
Ο γιος της Κάλλι, ο Κωνσταντίνος, νοσηλεύτηκε για 35 μέρες στο Αγία Σοφία. «Ήταν το μοναδικό παιδάκι που έμεινε τόσο καιρό, με 40% εγκαύματα σε πλάτη, χέρια και πόδια». Στο διάστημα της παραμονής του στο νοσοκομείο, δεν συναντήθηκαν ποτέ.
«Ούτε εκείνος μπορούσε να μετακινηθεί γιατί για πολύ καιρό ήταν με ανοικτές πληγές αλλά ούτε κι εγώ γιατί για μεγάλο διάστημα ήμουν με σωληνάκια». Τόσο ο πεθερός της, όσο και η πεθερά της μετρούσαν κι ίδιοι τις δικές τους πληγές.
Η ζωή μετά δεν θα ήταν ποτέ ξανά η ίδια. «Έζησα ξεκάθαρα τον θάνατό μου. Οι γιατροί μου έλεγαν ότι δεν έπρεπε να είχα ζήσει. Όταν με διασωλήνωσαν υπήρξε στιγμή που ζήτησαν από τους οικείους μου να έρθουν να με αποχαιρετήσουν γιατί έλεγαν ότι με όλα αυτά που είχα εσωτερικά και εξωτερικά δεν μπορούσα να επιζήσω Έκανα αιμόπτυση, είχαν κλείσει στο 99% οι κυψέλες στους πνεύμονές μου, είχα πάρει μικρόβιο στο νοσοκομείο και ήξερα ότι δεν ήταν να ζήσω. Το γεγονός ότι έχω ζήσει οφείλεται καθαρά στην τύχη. Κανένας δεν το περίμενε ότι θα φτάσω να ζήσω».
Όλο το πλάνο της επόμενης ημέρας ανατράπηκε. «Ήρθε ο σύζυγός μου από το Ντουμπάι. Μείναμε εδώ γιατί μετά δεν μπορούσαμε να πάμε πουθενά. Έχουμε βρει σπίτι στο Βουτζά και μένουμε εδώ. Γνωρίζω τον "βιαστή" μου και νιώθω καλά μαζί του», λέει χαρακτηριστικά.
«Το 80% του σώματός μου είναι γεμάτο με εγκαυματικές περιοχές. Υπάρχουν τουλάχιστον 5 με 6 χειρουργεία που πρέπει να κάνω τα οποία όμως δεν κάνω, αφενός γιατί μιλάμε για ένα ποσοστό αποκατάστασης που δεν ξεπερνά το 20-25%. Επίσης, όταν υπάρχει ένα παιδί το οποίο ενδέχεται να χρειαστεί να κάνει εκείνο επεμβάσεις, το να με δει εμένα να ταλαιπωρούμαι 2-3 χρόνια στη σειρά θα είναι πολύ δύσκολο» εξηγεί η ίδια.
Ο μικρότερος εγκαυματίας στο Μάτι
Κοντά στα 10 πλέον, η εικόνα του Κωνσταντίνου εκείνη την ημέρα, στα βράχια του Ναυτικού Ομίλου να φωνάζει ότι καίγεται και να ζητάει τη μαμά του έχει μείνει χαραγμένη στη μνήμη πολλών. Σήμερα, βίαια πιο ώριμος, σύμφωνα με τη μαμά του προσπαθεί να κατανοήσει πώς οι διακοπές με τους παππούδες έγιναν εφιάλτης μέσα σε λίγα λεπτά.
«Ο μικρός, επειδή είναι παρθένος οργανισμός, φορώντας τα ελαστικά και κάνοντας θεραπείες, μπορούσε να διαχειριστεί καλύτερα τα τραύματά του. Ενδέχεται να μπορέσει να γλιτώσει χειρουργεία αν είμαστε τυχεροί. Ψηλώνει, μεγαλώνει και να κάνει κάποιες μικρές επεμβάσεις. Από τα 12 και μετά θα δούμε αν χρειαστεί μεγαλύτερες.
»Θυμάται τα πάντα. Έχει ωριμάσει βίαια, απότομα, έχει αποκτήσει χαρακτήρα και σκέψη ενήλικα με οργή παιδιού. Δεν μπορεί να χωρέσει στο μυαλό του πώς μείναμε απροστάτευτοι και γιατί ενώ εμείς του λέγαμε ότι υπάρχουν άνθρωποι που φροντίζουν για την ασφάλειά του, δεν υπήρξε κανένας και πουθενά. Αυτό τον εξοργίζει».
»Τόσο ο μικρός, όσο και η υπόλοιπη οικογένεια, ζούμε με το μετατραυματικό στρες. Κάποιες φορές παγώνει ψυχολογικά, μετά αρχίσει και κάνει σχέδια, τα ζωγραφίζει, τα γράφει σε ιστορίες και συζητά για το τι θα έπρεπε να είχε γίνει».
«Ο καθένας ξέρει καλά πώς να κρύψει τα ουρλιαχτά του»
Στην ερώτηση αν πλησιάζοντας στην τραγική αυτή επέτειο το τραύμα γίνεται πιο έντονο, η Κάλλι απαντά: «Για εμάς το τραύμα δεν σταματά ποτέ. Το έχουμε πάνω μας, γύρω μας και αναγκαστικά ζούμε συνεχώς με αυτό. Είμαστε οι ζωντανοί – νεκροί της υπόθεσης.
Πολλοί λένε ότι είμαστε ήρωες και αγωνιστές. Δεν είμαστε τίποτα απ’ όλα αυτά. Δεν επιλέξαμε ποτέ να βρεθούμε σε αυτήν τη θέση. Υπάρχει πολύς κόσμος που μου λέει ότι θα έπρεπε να θεωρώ παράσημα όλα αυτά που έχω πάνω μου. Τους λέω ‘λυπάμαι, δεν έχετε ιδέα τι είναι να ζεις με αυτό’.
Κάποια από τα μάτια που σε κοιτάνε καθημερινά είναι και μάτια συγγενών ανθρώπων που χάθηκαν. Για μένα το να ξυπνήσω μετά τη διασωλήνωση μαθαίνοντας ότι έχουν πεθάνει παιδιά και βρέφος ήταν ό,τι χειρότερο. Να γνωρίζω ότι εγώ σώθηκα από τύχη, γιατί δεν έπρεπε να έχω ζήσει, είναι μαρτύριο.
Είναι το ψυχικό βάρος που κουβαλάς από αυτήν την κατάσταση. Είδα άνθρωπο μπροστά μου να φλέγεται, να κινείται φλεγόμενος και να πέφτει κάτω. Αυτήν την εικόνα πώς θα μπορέσω εγώ ποτέ να αποβάλω; Είδα τον εαυτό μου καμένο μέχρι το κόκκαλο. Ζω τον μισό χρόνο ως ανάπηρη γιατί μαζεύουν τα νεύρα και το δέρμα, δεν έχω καμία ελαστικότητα και πολλά από τα νεύρα δεν έχουν επαναλειτουργήσει. Δεν μπορώ να ζω με αυτό το πράγμα και να λέω ότι όλα είναι καλά. Εννοείται ότι φοράμε μια μάσκα για τους υπόλοιπους αλλά όταν ο καθένας βρίσκεται μόνος του ξέρει καλά πώς μπορεί να κρύψει τα ουρλιαχτά του».
Ασχολούμενη ήδη πριν την τραγωδία με την προσωπική ανάπτυξη και εξέλιξη ατόμων, πλέον έχει ειδικευτεί στη διαχείριση τραύματος:
«Άρχισα να δουλεύω με ανθρώπους εδώ στην περιοχή. Παραμένω εδώ για όσο αντέχω να μένω και να είμαι και χρήσιμη. Μένω και για το παιδί, γιατί δεν μπορώ να τον ξαναπάρω μακριά από κάτι. Έχει μπει σε ένα περιβάλλον που τον προσέχουν. Όλοι έχουν πέσουν πάνω του γιατί είναι ο μικρότερος εγκαυματίας».
Το δικαστικό κομμάτι της υπόθεσης είναι μια ακόμη ανοικτή πληγή για τους περίπου εξήντα εγκαυματίες της εθνικής τραγωδίας.
«Όταν ήμουν στο νοσοκομείο απέφευγα να μου λένε πολλά γιατί με πλήγωνε πολύ αυτή η προσπάθεια που γινόταν να μας μετατρέψουν από θύματα σε θύτες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, την ημέρα που έφευγα, με πάρα πολλές ανοικτές πληγές και να τρέχουν αίματα από παντού, από το νοσοκομείο. Σταματήσαμε κάπου για νερό γιατί έπρεπε να πάρω οπωσδήποτε παυσίπονο. Ακριβώς εκεί, στο παράθυρο το δικό μου, στο αυτοκίνητο, κάθισαν δύο άνθρωποι που έλεγαν ‘τ΄άκουσες; Βγήκε και η άλλη που ήταν διασωληνωμένη, θα την πληρώνουμε κι αυτή που πήγε και κάηκε και έκαψε’. Εκείνη την ώρα αντιλαμβάνομαι ότι μιλάνε για μένα και δεν ήξερα αν ήθελα να ουρλιάξω και να πεθάνω από ντροπή.
Κανείς δεν μπορεί να διανοηθεί πώς είναι να στάζουν τα χέρια και τα πόδια σου από τα αίματα και να ακούς αυτό το πράγμα. Ο λόγος που ζητάμε τη δικαίωση και την αλήθεια δεν είναι γιατί θέλουμε χρήματα και αξιώματα και να γίνουμε γνωστοί. Είναι γιατί θέλουμε αυτό που έχουμε περάσει να το καταλάβει επιτέλους ο καθένας και να ξέρουν τι γίνεται. Αυτό που έχει συμβεί σε μένα, στο παιδί μου, στους 103 νεκρούς, σε όλους τους εγκαυματίες και σε αυτούς που ζουν με το ψυχικό τραύμα από τότε δεν μπορεί να ισοσκελστεί με κανένα οικονομικό ζήτημα και με κανένα τούβλο».
Τι θα συνιστούσε δικαίωση για την ίδια:
«Η μόνη δικαίωση θα ήταν να καούν όλοι όπως καήκαμε, αλλά επειδή ακριβώς το έχουμε περάσει δεν θα τολμούσα να το πω για κανέναν αυτό. Ζητάμε όμως να ληφθούν τα σωστά μέτρα για να καταλάβουν ότι μιλάμε για την αξία της ανθρώπινης ζωής και να σταματήσουν να κρύβονται από καρέκλες και αξιώματα.
»Δεν είναι αποποίηση ευθύνης είναι αποποίηση της ανθρώπινης ζωής. Σου αφαιρούν το δικαίωμά σου να ζήσεις. Αν είχαμε μια ενημέρωση την ώρα που θα έπρεπε να την έχουμε, δεν θα είχαμε δει τόσους ανθρώπους να χάνονται. Αν το ελικόπτερο έφευγε και δεν μας παρατούσε, θα ήταν εύκολο να είχαμε σωθεί. Εμείς ξέραμε όλοι που έπρεπε να πάμε, γιατί γι’ αυτό ξεκινήσαμε. Ο καθένας όταν βγήκε από το σπίτι του ήξερε πού έπρεπε να πάει. Αλλά ήταν πλέον πολύ αργά».
Η Κάλλι λέει ότι τα τέσσερα χρόνια που έχουν μεσολαβήσει από το μοιραίο εκείνο απόγευμα είναι «τέσσερα χαμένα χρόνια. Κανένας δεν ξέρει το βάρος που κουβαλάμε όλοι εμείς και κανένας δεν θα μάθει. Ουρλιάζουν όλα τόσο πολύ μέσα μου που καμιά φορά απορώ πώς αντέχουμε να συνυπάρχουμε μαζί τους. Ες αεί θα ζούμε ως ασθενείς εγκαυματίες.
«Ο άνθρωπος που ήμουν πριν πέθανε και εγώ πρέπει να γεννήσω έναν καινούριο άνθρωπο και δεν ξέρω πώς», καταλήγει.