ΕΛΛΑΔΑ

Δολοφονία μεσίτριας: «Ο αγγειοχειρούργος με υποδείκνυε ως δολοφόνο», λέει ο σύζυγος

Δολοφονία μεσίτριας: «Ο αγγειοχειρούργος με υποδείκνυε ως δολοφόνο», λέει ο σύζυγος
Φωτογραφία από τη σύλληψη του αγγειοχειρούργου στις 05/05/2017 INTIME/ΤΟΣΙΔΗΣ ΔΗΜΗΤΡΗΣ

«Για σχεδιασμένες ενέργειες» από την πλευρά του 43χρονου ειδικευόμενου αγγειοχειρουργού, ο οποίος δικάζεται στο Δευτεροβάθμιο Μικτό Εφετείο Θεσσαλονίκης για την ανθρωποκτονία της 36χρονης μεσίτριας, κάνει λόγο ο σύζυγος του θύματος.

«Τίποτα δεν προμήνυε ότι θα ζούσαμε ένα δράμα, μοναδικό στα παγκόσμια χρόνια. Ήταν μια υγιέστατη γυναίκα, γέννησε φυσιολογικά τρία παιδιά. Έκανε δύο εγχειρήσεις για αφαίρεση κιρσών, με γενική νάρκωση. Όμως δεν είχε λυθεί πλήρως το πρόβλημα» ανέφερε ο μάρτυρας.

Και συνέχισε λέγοντας:

«Στις 26 Απριλίου, ήταν δεύτερο ραντεβού. Φυσικά δεν μπορούσαμε να φανταστούμε τι θα συμβεί. Μας καθησύχαζε. Πήγε μόνη στο νοσοκομείο. Εκεί χάσαμε κάθε επαφή. Από 9.30 το βράδυ αρχίσαμε να ανησυχούμε. Είχα κακό προαίσθημα γιατί η Ντιάνα δεν έλειπε ποτέ. Δεν απαντούσε στο τηλέφωνο και σε μηνύματα. Άρχισαν να με ζώνουν τα φίδια. Πήγαμε με το γιο μου να την ψάξουμε στο Ιπποκράτειο. Ήταν αδιανόητο για μένα να εμπλέκεται νοσοκομείο ή γιατρός σε τέτοιο πράγμα».

Αναφορικά με την επικοινωνία του με τον γιατρό, ο ίδιος είπε, σύμφωνα με το grtimes.gr :

«H καταγγελία στην αστυνομία έγινε την άλλη μέρα, το μεσημέρι. Βρήκα στοιχεία του γιατρού, του έστειλα μήνυμα, δεν απάντησε. Τον πήρα στο σταθερό στο νοσοκομείο. Μου είπε ότι ‘δεν ήρθε και ότι ήταν φοβισμένη’. Τον ευχαρίστησα».

«Στην αρχή δεν έκανα αναφορά για τον γιατρό γιατί δεν τον θεωρούσα ύποπτο. Ήμουν κι εγώ ύποπτος. Μετά τους είπα για τον γιατρό και τον κάλεσαν για κατάθεση. Εξαρχής εμφανίστηκε με δικηγόρο και αρνήθηκε τα πάντα. Υποδείκνυε εμένα. “Ο μόνος που είχε λόγο να σκοτώσει τη Ντιάνα είναι ο σύζυγος της” έλεγε. Με υποδείκνυε ως δολοφόνο. Ζούσα μια μεγάλη αγωνία. Όταν βρέθηκε το σώμα της, λυτρωθήκαμε».

Σχετικά με την ανεύρεση της σορού της ατυχής 36χρονης, ο σύζυγος της επισήμανε τα εξής:

«Σε μία χαράδρα, δίπλα σε μια χωματερή, βρέθηκε το πτώμα της γυναίκας μου. Ήθελε να την πετάξει εκεί για να μην τη βρει κανένας. Ήταν γυμνή. Την αναγνώρισα από το σωματότυπο. Είδα ένα σκουλαρίκι που της είχα πάρει εγώ. Ήταν αγνώριστη. Επτά μέρες μέσα στο λιοπύρι, με έντομα και ζώα δίπλα της… Ακόμη και μετά τον εντοπισμό του πτώματος, δεν ομολόγησε. Όλες οι ενέργειες ήταν σχεδιασμένες».

Η υπόθεση της δολοφονίας της 36χρονης μεσίτριας, η οποία είχε εξαφανιστεί τον Απρίλιο του 2017, ύστερα από επίσκεψή της στο Ιπποκράτειο Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης και βρέθηκε τελικώς νεκρή σε απόκρημνη περιοχή της Χαλκιδικής αναβιώνει στο Μικτό Ορκωτό Εφετείο Θεσσαλονίκης.

Η γυναίκα είχε πάει στο νοσοκομείο για μία επέμβαση για κιρσούς.

Τι είχε πει ο γιατρός

Η αστυνομία από την πρώτη στιγμή τον είχε θεωρήσει ύποπτο, καθώς ήταν ο τελευταίος που εμφανιζόταν να έχει επικοινωνία μαζί της.

Δεν ήταν, όμως, μόνο οι τηλεφωνικές επικοινωνίες που τον «πρόδωσαν», αλλά και το gps στη συσκευή του κινητού του τηλεφώνου, το οποίο αποτύπωνε όλη τη διαδρομή που ακολούθησε από τη Θεσσαλονίκη προς τη Χαλκιδική, ενώ -επιπλέον- στο αυτοκίνητό του βρέθηκε βιολογικό υλικό της θανούσας.

Ο ίδιος στην πρωτοβάθμια δίκη είχε υποστηρίξει ότι ο θάνατος της γυναίκας ήταν αποτέλεσμα ιατρικού λάθους, ενώ επιχειρώντας να δικαιολογήσει τις μετέπειτα ενέργειές του απολογήθηκε ότι τα έχασε, όταν διαπίστωσε ότι η ασθενής ήταν νεκρή.

«Δεν βρήκα το θάρρος να απευθυνθώ σε κάποιον να πω τι είχε συμβεί. Δεν μπορούσα να το αποδεχθώ, ούτε να σκεφθώ ψύχραιμα. Την έβαλα στο αυτοκίνητο κι άρχισα να οδηγώ. Ήμουν χαμένος τελείως», ανέφερε χαρακτηριστικά.