Δίκη Λιγνάδη: Σε φορτισμένο κλίμα η κατάθεση του Αιγύπτιου - «Ήταν σαν το ζώο» λέει ο μάρτυρας
Σε φορτισμένο κλίμα με την κατάθεση του δεύτερου φερόμενου ως θύματος του πρώην καλλιτεχνικού διευθυντή του Εθνικού Θεάτρου Δημήτρη Λιγνάδη συνεχίζεται η δίκη του κατηγορουμένου, ενώπιον του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου για τέσσερις υποθέσεις βιασμού.
Ο 25χρονος σήμερα άνδρας με καταγωγή από την Αίγυπτο περιέγραψε τον τρόπο που κακοποιήθηκε από τον Δημήτρη Λιγνάδη στην Επίδαυρο, το καλοκαίρι του 2015 λέγοντας, πως όσα βίωσε εκείνο το βράδυ στα χέρια του κατηγορούμενου ήταν «ακριβώς τα ίδια» με αυτά που είχε ζήσει όταν ήταν πέντε ετών από τον θείο του. Διευκρίνισε δε, πως αποφάσισε να καταγγείλει τον Δημήτρη Λιγνάδη, όχι για λόγους εκδίκησης, αλλά «για να υπάρξει Δικαιοσύνη». Ο μάρτυρας ιδιαίτερα φορτισμένος απαντώντας στις ερωτήσεις της έδρας, περιέγραψε το περιστατικό σε ξενοδοχείο της Επιδαύρου, όπου μαζί με τον Λιγνάδη και ένα ακόμη πρόσωπο (τον Τεό) πήγαν εκεί για «τριήμερο για διακοπές» και για να «δουν παράσταση».
Όπως κατέθεσε, πήγαν όλοι μαζί σε θεατρική παράσταση στην Επίδαυρο αλλά κάθισαν περίπου μισή ώρα στο αρχαίο θέατρο, διότι είχαν βαρεθεί. Έτσι, όλοι μαζί και ο κατηγορούμενος έφυγαν και πήγαν στο Ναύπλιο.
«Φάγαμε στο Ναύπλιο σε ένα εστιατόριο πίτσες, κάναμε βόλτα και φάγαμε και παγωτό. Μας έδειξε ο κατηγορούμενος την εκκλησία που δολοφονήθηκε ο Καποδίστριας, το κάστρο. Ήταν πολύ ωραία. Πέρναγα πολύ καλά. Ήμουν με τον κατηγορούμενο με ένα άνθρωπο που ήμουν πολύ ερωτευμένος», είπε ο μάρτυρας και συνέχισε:
«Ήταν πια μετά τις 12 τα μεσάνυχτα και γυρίσαμε στο ξενοδοχείο. Καθίσαμε και οι τρεις στη βεράντα. Ο κατηγορούμενος έβαλε τζιν. Ήμουν κουρασμένος και τους είπα: «παιδιά κλείνουν τα μάτια μου, πάω για ύπνο». Πήγα στο δωμάτιο, ξάπλωσα και ήμουν με ένα σορτσάκι και μια μπλουζίτσα. Κοιμήθηκα μέσα σε λεπτά. Κάποια στιγμή άρχισα να νιώθω πόνο στη πλάτη, να με τραβάει προς τα πάνω ο κατηγορούμενος».
Στη συνέχεια περιέγραψε, απαντώντας στις σχετικές ερωτήσεις του προέδρου, τι έγινε εκείνο το βράδυ, με τον πρόεδρο να τον ρωτάει, εάν είπε κάτι, τη στιγμή που συνέβαιναν, όσα καταγγέλλει.
Πρόεδρος: Του είπατε κάτι;
Μάρτυρας: Δε μπορούσα να μιλήσω, δεν υπήρχε περίπτωση να σταματήσει.
Πρόεδρος: Όταν αισθανόμαστε ότι απειλούμαστε, φωνάζουμε βοήθεια. Υπήρχε ο φίλος σας εκεί και άλλα διαμερίσματα ήταν νύχτα θα μπορούσαν να ακούσουν ίσως τις διαμαρτυρίες σας…
Μάρτυρας: Το μόνο που σκεφτόμουν εκείνη τη στιγμή, ήταν αυτό που μου είχε συμβεί στα πέντε μου από το θείο μου. Ακριβώς το ίδιο πράγματα, ήμουν πέντε ετών.
Πρόεδρος: Αυτό το λέτε σήμερα εδώ πρώτη φορά;
Μάρτυρας: Όχι το έχω ξαναπεί. Είχα παγώσει, ήμουν φοβισμένος, ένιωθα ότι δεν θα σταματήσει. Ήταν η πρώτη φορά, που ήταν τόσο βίαιος. Μετά από αυτό σηκώθηκε, δεν ξέρω που πήγε. Αυτό διήρκησε έξι με επτά λεπτά. Είχα παγώσει και έκλαιγα και θυμόμουν τα παλιά.
Πρόεδρος: Στον Τεό είπατε κάτι εκείνο το βράδυ;
Μάρτυρας: Δεν μπορούσα να του το πω.
Πρόεδρος: Ήσασταν 17 ετών, ήταν φίλος σας, είχατε κάποιο στήριγμα…
Μάρτυρας: Ντρεπόμουν.
Πρόεδρος: Τι σκεφτόσασταν την επόμενη ημέρα;
Μάρτυρας: Ότι θέλω να φύγω να γυρίσω σπίτι μου. Επέστρεψα με τον κατηγορούμενο και το Τεό δεν υπήρχε άλλο μέσο να επιστρέψω. Με τον κατηγορούμενο δεν μιλάγαμε, υπήρχε μια βαριά ατμόσφαιρα. Τα συναισθήματά μου για εκείνον τότε ήταν ανάμεικτα. Έλεγα δεν αξίζω τίποτα, όμως σκεφτόμουν ότι μου έλεγε πως με αγαπούσε. Ένιωθα οργή και θλίψη. Ήξερα ότι αυτό που έγινε δεν έπρεπε να γίνει. Ένιωθα στεναχώρια γιατί ένα άτομο, που μου έλεγε ότι με αγαπούσε. Μετά όλα αυτά τα συναισθήματα τα πήρα και τα έβαλα στο πίσω μέρος του μυαλού μου. Κάποια στιγμή θα το ξεπεράσω».
Πρόεδρος: Αφού γυρίσατε στην Αθήνα μιλάγατε με τον κατηγορούμενο; Τι σας είπε;
Μάρτυρας: Μιλάγαμε μέσω μηνυμάτων περισσότερο. Προσπαθούσα να καταλάβω τι είχε συμβεί, του είχα πετάξει μια σπόντα ήταν βαριά.
Συνεχίζοντας, ο μάρτυρας αναφέρθηκε στα οικογενειακά προβλήματα που αντιμετώπισε. Όπως ανέφερε, πέρασε μια «καταθλιπτική φάση με τσακωμούς» και ένιωσε, ότι δεν μπορούσε να μείνει στο σπίτι του. Τότε, όπως είπε, πήρε τη πρωτοβουλία να πάει να μείνει στο σπίτι του Δ. Λιγνάδη.
Πρόεδρος; Γιατί δεν πήγατε στον φίλο σας τον Τεό;
Μάρτυρας: Δεν ήξερα ότι πρέπει να πάω στον Τεό, ο καθένας έχει τα δικά του προβλήματα.
Πρόεδρος: Γιατί απευθυνθήκατε στον κατηγορούμενο;
Μάρτυρας: Ήθελα απλά να πάω μέρος που θα μπορούσαμε να ζήσουμε αυτό που είχαμε παλιά.
Πρόεδρος: Δεν σας ξύπνησαν μνήμες από το περιστατικό στην Επίδαυρο; Δε φοβηθήκατε μήπως συμβεί κάτι χειρότερο.
Μάρτυρας: Είναι περίεργο αυτό που σας λέω το ξέρω, αλλά δεν μπορούσα να πάω πουθενά αλλού.
Ακόμη στην κατάθεσή του ο μάρτυρας ανέφερε ακόμη πως: «Το κάνω για να υπάρξει Δικαιοσύνη. Δεν είναι θέμα εκδίκησης είναι θέμα Δικαιοσύνης. Δεν γίνεται άλλο ένα άτομο να με εκμεταλλευτεί και να μην υπάρχει Δικαιοσύνη».
Ερωτηθείς για το αν είχαν πάει ξανά στην Επίδαυρο με το Λιγνάδη, το φερόμενο ως θύμα κατέθεσε ότι είχε πάει και άλλες φορές, αλλά και μόνος του.
Ο μάρτυρας περιέγραψε, ότι ζήλευε τον Λιγνάδη, επειδή είχε σχέσεις με αλλά άτομα, και του είχε παραπονεθεί γι’ αυτό. Υποστήριξε ότι μαζί με κάποια αλλά παιδιά, ήταν «τα παιδιά του Λιγνάδη». «Αυτός μας λέγε συνέχεια τα παιδιά μου, τα παιδιά μου. Και λέγαμε κι εμείς μεταξύ μας, ότι ήμασταν τα «παιδιά του Λιγνάδη», είπε ο μάρτυρας.