Χρυσή Αυγή: Καθαρογράφηκε η ιστορική απόφαση - Ο τρόπος λειτουργίας της εγκληματικής οργάνωσης
Αντίστροφη μέτρηση για τον προσδιορισμό της δίκης σε δεύτερο βαθμό για την εγκληματική οργάνωση της Χρυσής Αυγής, σηματοδοτεί πλέον η καθαρογραφή της πρωτόδικης ιστορικής απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων, που χαρακτηρίστηκε «ορόσημο για το κράτος δικαίου στην Ελλάδα».
Σύμφωνα με πληροφορίες η υπ’ αριθμ. 2644/2020 απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου που έστειλε στη φυλακή τον «σκληρό πυρήνα» της ηγετικής ομάδας της Χρυσής Αυγής για διεύθυνση εγκληματικής οργάνωσης και άλλους νεοναζιστές για συμμετοχή στη δολοφονία του Παύλου Φύσσα καθαρογράφηκε και αριθμεί 12.746 σελίδες, εκ των οποίων οι 500 αποτελούν το σκεπτικό της ιστορικής ετυμηγορίας.
Ειδικότερα, σύμφωνα με το σκεπτικό της πρωτόδικης απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων, που εκδόθηκε πριν από 17 μήνες, η Χρυσή Αυγή υπήρξε εγκληματική οργάνωση, η οποία εκκολάφθηκε και στους κόλπους του πολιτικού σχηματισμού και μετέπειτα πολιτικού κόμματος με την επωνυμία λαϊκός σύνδεσμος Χρυσή Αυγή, με επικεφαλής τον αρχηγό της Νικόλαο Μιχαλολιάκο που σκοπό είχε την «διά της βίας αντιμετώπιση των αλλοδαπών, των ιδεολογικών αντιπάλων και των αντιφρονούντων».
Η ναζιστική ιδεολογία στον πυρήνα της εγκληματικής οργάνωσης
Όπως αναφέρεται στο σκεπτικό της απόφασης:
Η Χρυσή Αυγή ιδρύθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1980 ως ολιγάριθμη ομάδα εθνικοσοσιαλιστικής επιμόρφωσης με επικεφαλής τον κατηγορούμενο Νικόλαο Μιχαλολιάκο, η οποία στη συνέχεια μετεξελίχθηκε σε πολιτικό σχηματισμό κατά τα πρότυπα του γερμανικού εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος με την επωνυμία λαϊκός σύνδεσμος Χρυσή Αυγή.
Η ναζιστική ιδεολογία της οργάνωσης αποτυπώνεται σε έγγραφα της ίδιας της οργάνωσης από ιδρύσεως της, όπως ενδεικτικά:
- Κείμενο του Χρήστου Παππά με τίτλο «Χρυσή Αυγή Όρκος 30/6/1983»,
- Άρθρα του κατηγορουμένου Νικόλαου Μιχαλολιάκου (1987) με τον τίτλο «Χίτλερ για χίλια χρόνια»
- Ιδεολογική διακήρυξη που είναι κείμενο αμιγώς εθνικοσοσιαλιστικό όπως και μεγάλος αριθμός φωτογραφιών, εγγράφων, βίντεο του Αδόλφου Χίτλερ των SS με ναζιστικά σύμβολα, ναζιστικές σημαίες, στρατιωτικές στολές των ναζί.
Η ναζιστική αυτή ιδεολογία δεν άλλαξε από το 1992, ούτε οι υποστηρικτές αυτής απομακρύνθηκαν, όπως αβάσιμα οι κατηγορούμενοι ισχυρίζονται. Τούτο άλλωστε σαφώς προκύπτει από δηλώσεις, έγγραφα, φωτογραφίες, βίντεο, ναζιστικά σύμβολα, ναζιστικό χαιρετισμό, ομιλίες εντός των γραφείων αλλά και δημόσια ,όπως ενδεικτικά αποσπάσματα δημοσιεύματα στην εφημερίδα χρυσή Αυγή του 2006 δηλώσεις του Νίκου Μιχαλολιάκου ομιλίες του και άλλα.
Τη ναζιστική ιδεολογία τους ηγετικά στελέχη της Χρυσής Αυγής την καθιστούσαν εμφανή πλην άλλων και με δερματοστιξία, όπως ο ναζιστικός αετός του Ιωάννη Λαγού, η σβάστικα του Ηλία Κασιδιάρη, το «Sieg Heil» του Παναγιώτη Ηλιόπουλου, όπως και με άλλους τρόπους μεταξύ των οποίων και η εκπαίδευση ενηλίκων με το «χάιλ Χίτλερ».
Η απαρέγκλιτη τήρηση της «Αρχής του Αρχηγού»
Κύριο χαρακτηριστικό της εγκληματικής οργάνωσης, η οποία εκκολάφτηκε και στους κόλπους του πολιτικού σχηματισμού και μετέπειτα πολιτικού κόμματος με την επωνυμία λαϊκός σύνδεσμος Χρυσή Αυγή και δραστηριοποιείτο υπό την κάλυψη του, ήταν η ιεραρχική δομή της, με επικεφαλής τον αρχηγό της Νικόλαο Μιχαλολιάκο στη συνέχεια τους βουλευτές του κόμματος οι οποίοι είχαν οριστεί και περιφερειάρχες σε συνενωμένες μεγάλες εκλογικές περιφέρειες για τον συντονισμό των δράσεων και τέλος, τους υπεύθυνους κάθε τοπικής οργάνωσης που αποκαλούνταν πριν αρχές. Η εγκληματική τους δράση που σκοπό είχε την διά της βίας αντιμετώπιση των αλλοδαπών, των ιδεολογικών αντιπάλων, των αντιφρονούντων και δια του τρόπου αυτού την επιβολή και διάδοση πολιτικών ιδεών και θεωριών, εκδηλωνόταν μέσω των τοπικών οργανώσεων και πάντα υπό την καθοδήγηση ανώτερου στην ιεραρχία στελέχους της.
Η ιεραρχική δομή της Χρυσής Αυγής ήταν τέτοια ώστε να εξασφαλίζει όχι μόνο ότι κάθε κατώτερο όργανο θα υπακούει στις εντολές του ανώτερου, αλλά περαιτέρω ότι καμιά κομματική ενέργεια δεν θα υλοποιείται χωρίς την ρητή εκ των προτέρων εντολή του ανώτερου οργάνου που φτάνει ως την κεντρική διοίκηση. Η αρχή αυτή επαναλαμβάνεται από τα στελέχη της οργάνωσης και αποτελεί αντικείμενο εγκυκλίων (σ.σ. γίνεται αναλυτική αναφορά σε αυτές με τις οποίες προκύπτει η ιεραρχική δομή και η αδιάλειπτη ενημέρωση για όλες τις εξελίξεις και δράσεις)
Και καταλήγει ότι χαρακτηριστικά παραδείγματα που επιβεβαιώνουν πλήρως στην ιεραρχία από τον αρχηγό μέχρι τον τελευταίο υποστηρικτή και την απαρέγκλιτη τυφλή και απόλυτη πειθαρχία των κατώτερων στους ανώτερους, χωρίς δικαίωμα έκφρασης αντιλογίας ακόμα και απορίας, πειθαρχία απαραίτητη για την υλοποίηση των καταστατικών σκοπών και στόχων της εγκληματικής οργάνωσης είναι – μεταξύ άλλων ενδεικτικά ομιλίες, δηλώσεις του Νίκου Μιχαλολιάκου, του Ηλία Παναγιώταρου, του Γιάννη Λαγού, του Γιώργου Πατέλη και άλλων.
Η αρχή του αρχηγού αποδεικνύεται ότι διαπερνά την ιεραρχική δομή της εγκληματικής οργάνωσης από την αρχή της ίδρυσης της. Ο γενικός γραμματέας, ο αρχηγός, ο ανώτατος ηγέτης Νίκος Μιχαλολιάκος έχει την απόλυτη απεριόριστη και αδιαμφισβήτητη εξουσία ως και την απόλυτη ευθύνη των τελικών αποφάσεων. Η πίστη στον αρχηγό ανάγεται σε επίπεδο μεταφυσικής, εκδηλώνεται δε πανηγυρικά και με τη διαδικασία του όρκου για την οποία γίνεται λόγος κατωτέρω.
Η μετεξέλιξη ενός πυρήνα σε τοπική οργάνωση, το άνοιγμα των γραφείων, η συγκρότηση του πενταμελούς συμβουλίου διοίκησης αυτής ήταν αποκλειστική αρμοδιότητα και ευθύνη της κεντρικής διοίκησης η οποία εκπροσωπείτο ανά πάσα στιγμή από τον εκάστοτε υπεύθυνο περιφέρειας. Η κεντρική διοίκηση ήξερε λοιπόν και τους επικεφαλής και τα μέλη και τους υποστηρικτές των τοπικών, έστελνε οδηγίες και λάμβανε γνώση για οποιαδήποτε πράξη των τοπικών και καμιά τοπική δεν άνοιγε καν αν δεν είχε την έγκριση του αρχηγού προσωπικά και του πολιτικού συμβουλίου.
Από την αποδεικτική διαδικασία προέκυψε ότι κάθε παραβίαση της ιεραρχίας επέσυρε πειθαρχικές ποινές για μέλη τα οποία παράκουσαν εντολή που δόθηκε από ανώτερο όργανο. Υπεύθυνος στο πειθαρχικό συμβούλιο ήταν οι Γιάννης Λαγός και Ηλίας Παναγιώταρος. Οι πειθαρχικές ποινές περιελάμβαναν ακόμα και τον αποκλεισμό του αποπεμφθέντος από τα γραφεία. (Ενδεικτικές περιπτώσεις περιλαμβάνονται στην απόφαση).
Το modus operandi των εγκληματικών επιθέσεων
Η επιχειρησιακή δράση της Χρυσής Αυγής έναντι τρίτων υλοποιείται από επίλεκτες ομάδες στελεχών, μελών, υποστηρικτών που ασπάζονται τους σκοπούς της και την ιδεολογία της, για την οποία τακτικές ήταν οι ιδεολογικού προσανατολισμού επιμορφωτικές συναντήσεις, όπου αναλύονται θέματα σχετικά με τις απόψεις και τους στόχους της Χρυσής Αυγής από ειδικούς ομιλητές. Πρόκειται για ομάδες ατόμων που συμμετείχαν σε παραστρατιωτικές εκπαιδεύσεις, έφεραν ομοιόμορφη στρατιωτική ενδυμασία, κατείχαν σχεδόν όλοι παράνομα όπλα και επιτίθετο σε συγκεκριμένες ομάδες - στόχους.
Στα εξωτερικά γραφεία της Χρυσής Αυγής οι ομάδες αυτές αναφέρονται ως ομάδες ασφαλείας, σε μπλούζες Χρυσαυγιτών αναγράφεται ομάδες κρούσης, οι μάρτυρες τις αποκαλούσαν τάγματα εφόδου, ενώ οι κατηγορούμενοι ομάδες περιφρούρησης. Οι επιθέσεις τους είχαν πάρα πολλά κοινά στοιχεία όπως αριθμός δραστών υπέρτερος απέναντι στα θύματα, μπλούζες Χρυσής Αυγής και πολλές φορές δήλωση ταυτότητας, μαχαίρια, κοντάρια, ξύλα και σίδερα ως όπλα, γρήγορος χρόνος εκτέλεσης 10 με 15 λεπτά, συχνά παράγγελμα τέλους επίθεσης και τα θύματα ήταν πάντα ιδεολογική αντίπαλοι της Χρυσής Αυγής οι μετανάστες.
Αυτό ήταν το modus operandi των ομάδων αυτών, οι επιθέσεις των οποίων σημειώθηκαν σε όλη την Ελλάδα. Τα μέλη των ομάδων αυτών εξασκούντο με όπλα διαφόρων ειδών και τύπων με σκοπό να εκπαιδευτούν και να εξοικειωθούν με αυτά. Κινούντο συντεταγμένα ως παραστρατιωτικές ομάδες με στρατιωτικά παραγγέλματα και στρατιωτικό βηματισμό. Η ομοιόμορφη αμφίεση τους αποτελούμενη κυρίως από ρούχα παραλλαγής, μαύρα ρούχα, αρβύλα, κράνη, ο εξοπλισμός τους με κοντάρια όπου ήταν τυλιγμένες σημαίες, σιδερολοστούς, ασπίδες και ρόπαλα, ο στρατιωτικός βηματισμό τους, τα παραγγέλματα, οι κραυγές, οι αρχές και τα συνθήματα όπως αίμα τιμή Χρυσή Αυγή και γενικά ο τρόπος που ενεργούσαν σκοπό είχε να προκαλέσει τον φόβο σε όποιον ήθελε να βρεθεί στο δρόμο τους. Οι ομάδες αυτές που σε κάποιες περιπτώσεις ήταν ολιγομελείς αποτελούμενες από δύο έως πέντε άτομα δρούσαν άλλοτε προγραμματισμένα άλλοτε παρεμπιπτόντως στο πλαίσιο των καθημερινών τους δραστηριοτήτων, πάντοτε όμως με την εδραία πεποίθησή ότι ενεργούν ως γνήσιοι Χρυσαυγίτες υλοποιώντας τις καταστατικές αρχές και επιδιώξεις της εγκληματικής αυτής οργάνωσης.
H εκπαίδευση των ταγμάτων εφόδου
Βασική μέριμνα της ηγεσίας της Χρυσής Αυγής ήταν η εκπαίδευση κυρίως η σωματική των μελών, στελεχών αλλά και υποστηρικτών της και ειδικότερα όσον συγκροτούσαν τις προαναφερόμενες ομάδες. Επρόκειτο για σκληρή σωματική εκπαίδευση στο ύπαιθρο όπως στον ποταμών εδώ, στη λίμνη Δόξα, στο Φενεό Κορινθίας και αλλού όπου εκτός από τις βιοσωματικές ασκήσεις και εκτέλεση στρατιωτικών ασκήσεων και γυμνασίων, καταρρίχηση, έρπινγκ, αναρρίχηση κι άλλα εκπαιδεύονται επίσης τη χρήση πυροβόλων όπλων και μαχαιριών.
Βασικό ρόλο εκπαιδευτή είχε αναλάβει ο κατηγορούμενος Ηλίας Κασιδιάρης, ρόλο τον οποίο του είχε αναθέσει ο ίδιος ο Νικόλαος Μιχαλολιάκος με δήλωσή του στο ξενοδοχείο Στάνλεϊ, όπου ανέφερε χαρακτηριστικά ο Κασιδιάρης θα αναλάβει το κομμάτι της ιδεολογίας και εκπαίδευση στελεχών του κόμματος. Επισκοπήθηκαν φωτογραφίες του που εικονίζεται ο τελευταίος ασκήσεις σκοποβολής μαζί με άλλα άτομα όχι σε νόμιμο σκοπευτήριο ως και φωτογραφία αυτού μαζί με επίσης κατηγορούμενους Πατέλη, Καζαντζόγλου, Τσακανίκα κι άλλους Χρυσαυγίτες σε ένα βουνό να κρατάνε την σημαία της χρηστής ευχές με το Μαίανδρο ως και σήμερα με τον κέλτικο σταυρό και να κάνω σκοποβολή στο βουνό. Σκοπός των εκπαιδεύσεων αυτόν ήταν η εξοικείωση των μελών σε συνθήκες μάχης και πάραστρατιωτικής δράσης.
Αποδεικνύεται ότι μέλη, οπαδοί και στελέχη ηγετικά και μη του κόμματος το εφοδιάζουν παράνομα με όπλα, κατείχαν αυτά και εξασκούντο σε αυτά, με στόχο αφενός την τόνωση της ψυχολογίας της βίας και της υπεροχής αφετέρου ανά πάσα στιγμή να είναι ικανοί και ετοιμοπόλεμοί στη μάχη του εθνικισμού και την επίτευξη των σκοπών της εγκληματικής αυτής οργάνωσης.
Η στοχοποίηση των θυμάτων
Στη Χρυσή Αυγή τα θύματα της επιλέγοντο ανάμεσα σε κατηγορίες ανθρώπων που είχαν χαρακτηριστεί ως «εχθροί» (Πρόσφυγες, μετανάστες, πολιτικοί αντίπαλοι κι άλλα). Η στοχοποίηση εκφράζεται μέσω της ρητορικής μίσους και της διαδικασίας «απανθρωποποίησης» των εχθρών, που στη συνέχεια γινόταν πράξη μέσα από τις επιθέσεις των ταγμάτων εφόδου. Τα τάγματα εφόδου υλοποιούσαν την πολιτική της Χρυσής Αυγής και γι’ αυτό δεν αποδοκιμάζοντο αλλά επιβραβεύοντο και η δράση τους επικροτείτο. (σ.σ γίνεται αναλυτική αναφορά σε δηλώσεις βουλευτών και στελεχών και προκηρύξεις και άρθρα)
Η δημόσια αυτή ρητορική μίσους του αρχηγού, της ηγετικής ομάδας ως και υψηλόβαθμων στελεχών του κόμματος απέναντι σε όσους σκέφτονται διαφορετικά, απέναντι σε πολιτικούς αντιπάλους, αντιφρονούντες, μετανάστες απέναντι σε κατηγορίες ανθρώπων που ανήκουν στους χαρακτηρισμένους εχθρούς του, καλλιεργούσαν την ιδέα και πράξη της φυλετικής υπεροχής, διαμόρφωναν σκόπιμα και όχι τυχαία σε ορισμένους οπαδούς στελέχη και μέλη αντίστοιχη συνείδηση, εξουδετέρωναν τους ενδοιασμούς, ηθικούς φραγμούς και αναστολές τους και εξοικειώνουν αυτούς με τη χρήση βίας και με το έγκλημα.
Η επιθετική αυτή δημόσια ρητορική γεμάτη μίσος και απροκάλυπτη βία διαμορφώνει σε ορισμένους οπαδούς, μέλη και στελέχη που δρούσαν στα πλαίσια μιας οργάνωσης με αυστηρή ιεραρχία, πίστη σε πολιτικές και συνθήματα όπως αίμα τιμή Χρυσή Αυγή, πειθαρχία και απόλυτη υπακοή των κατώτερων στους ανώτερους όπως τις στρατιωτικές μονάδες, συνείδηση που υποβιβάζει σε κατώτερα ανθρώπινα όντα τον αντιφρονούντα, τον πολιτικό αντίπαλο, τον μετανάστη, πυροδοτούσε και διευκόλυνε την τέλεση των εγκληματικών πράξεων προς υλοποίηση των καταστατικών της οργάνωσης στόχων, ενοχοποιώντας το θύμα. Η ρητορική αυτή αποκρυπτογραφούσε το «μήνυμα», το «γενικό πλαίσιο εντολής» εντός του οποίου έπρεπε να κινηθούν οι δράστες των εγκληματικών ενεργειών. Ελεγχόμενοι οι δράστες πλήρως από το κόμμα και τα ιδεολογικά του όργανα και δρώντας έξ ονόματος και λογαριασμό του κόμματος και της πολιτικής τους ιδεολογίας, μετά από κάθε μία αξιόποινη πράξη αποτελούσαν, θεωρούσαν ότι πρόσφεραν εξαιρετική υπηρεσία στην πατρίδα και στο κόμμα τους, ότι επέτυχαν «νίκη» στη μάχη του εθνικιστικού κινήματος, πίστευαν δε ότι μέσω της παράνομης και εγκληματική τους δράση μετατρέπονται σε άτομα σημαντικά και υπολογίσιμα.
Η δράση αυτή, ανεξάρτητα εάν πρόκειται για μέλη του κόμματος κατά την τυπική του όρου έννοια, υποστηρικτές η οπαδούς οι φίλους του κόμματος, αφού για το κόμμα όλα αυτά τα άτομα είναι ενεργά και ισότιμα μεταξύ τους, σε όλα τα περιστατικά βίας που αναφέρονται δεν έδρασαν αυτοβούλως αλλά προγραμματισμένα και οργανωμένα κατά κανόνα ως μέλη «ταγμάτων εφόδου» κάποιες τοπικές οργανώσεις και κυρίως δε εκείνον της Νίκαιας, του Περάματος και του Πειραιά, πάντοτε υπό την εποπτεία και καθοδήγηση κάποιου βουλευτή του κόμματος ή αλλού ηγετικού στελέχους κάποιες από τις εμπλεκόμενες τοπικές οργανώσεις. Ενεργούσαν εξ ονόματος και για λογαριασμό του κόμματος, όπως δήλωναν άλλωστε και κατά τις επιθέσεις τους, όπως έγινε κατά τις επιθέσεις αυτών στον κοινωνικό χώρο Αντίπνοια, σε βάρος των αιγυπτίων Αλλιεργατών, σε βάρος των συνδικαλιστών του ΠΑΜΕ κι αλλού, εφαρμόζοντας πιστά τις ιδεολογικές αρχές του, τις ιδεολογικές διακηρύξεις του αρχηγού, των βουλευτών του και υψηλόβαθμων στελεχών του, τις οποίες προέβαλαν με κάθε ευκαιρία και σε κάθε εκδήλωση.
Αναφορικά με τους μετανάστες, η ρητορική αυτή αποτέλεσε μήνυμα, σήμα ότι το έθνος που κινδυνεύει πρέπει να απαλλαγεί από τους μη ανήκοντες στη φυλή. Έτσι οι δράστες επειδή δρούσαν υπό την κάλυψη της ηγεσίας του κόμματος, εγκληματικές πράξεις ρατσιστικές επιθέσεις σε βάρος αλλοδαπών εκλαμβάνονται ως υποχρέωση και καθήκον τους ως εθνικιστές να υλοποιήσουν την εξόντωση τους, συμβάλλοντας στην κάθαρση της φυλής. Από την συνεκτιμήσεις και στην αξιολόγηση όλων των ανωτέρω σαφώς προκύπτει ότι καμία από τις κατώτερο αναφερόμενες εγκληματικές ενέργειες δεν θα είχε γίνει σε αντίθεση με τη θέλησή της ηγεσίας και χωρίς τη γνώση της.
Η δολοφονία του Παύλου Φύσσα
Στην ιστορική απόφαση γίνεται εκτενής αναφορά στην ιατροδικαστική έκθεση νεκροψίας νεκροτομής του Παύλου Φύσσα αναφέροντας τα τραύματα αυτά, όσο και εκείνα που επίσης διαπιστώθηκαν στη ράχη, στο μέτωπο, στα δάχτυλα και στις παλάμες του θύματος, αποδεικνύουν ότι το θύμα δέχτηκε επίθεση και χτυπήματα από τα μέλη της Χρυσής Αυγής, πριν το θανάσιμο τραυματισμό του. Χαρακτηριστικές και ενδεικτικές για την κατάσταση που επικρατούσε στο σημείο, όπου έλαβε χώρα το τραγικό περιστατικό, είναι oiπαρακάτω σχετικές διαβιβάσεις από και προς την ομάδα ΔΙΑΣ, την Άμεση Δράση και την Ασφάλεια Πειραιά από τις 10:30 το βράδυ της 17ης έως τις 00:30 το πρωί της 18ης Σεπτεμβρίου 2013.
Ο Παύλος Φύσσας δεν πρόλαβε να αντιδράσει απέναντι στον Ρουπακιά, ο οποίος ενεργώντας βάσει σχεδίου κινήθηκε πράγματι κυκλωτικά, σε σχέση με τους υπόλοιπους επιτιθέμενους Χρυσαυγίτες που με τα αλλεπάλληλα κύματα επιθέσεων σε βάρος του Παύλου Φύσσα, ανέμεναν το Ρουπακιά να έρθει από διαφορετική κατεύθυνση και να αιφνιδιάσει τον Παύλο Φύσσα όπως και έγινε. Ο εν λόγω δράστης δεν είχε οποιαδήποτε προσωπική σχέση, αντιπαλότητα, αντιδικία η αντιπαράθεση με το θύμα αλλά η εγκληματική του ενέργεια αποτέλεσε εκτέλεση συγκεκριμένου σχεδίου και εντολής. Ειδικότερα από τις νόμιμες καταγεγραμμένες συνομιλίες των μελών της Χρυσής Αυγής από την ΕΥΠ προκύπτει ότι ο Παύλος Φύσσας ήταν στόχος της Χρυσής Αυγής στην περιοχή του Πειραιά.
Συνάγεται αβίαστα ότι το σχέδιο επίθεσης σε βάρος του ήταν στοχευμένο και οργανωμένο.
Στην απόφαση γίνεται επίκληση των καταθέσεων των μαρτύρων καταλήγοντας ότι ο Ρουπακιάς δεν έδρασε μόνος του και αυτοβούλως, η ανθρωποκτονία του Παύλου Φύσσα ήταν αποτέλεσμα της οργανωμένης κινητοποίησης της ασφάλειας της τοπικής οργάνωσης Νίκαιας της Χρυσής Αυγής, το δε κίνητρο ήταν πολιτικό ιδεολογικό.
Ο κατηγορούμενος Γεώργιος Ρουπακιάς δεν ήταν ένας απλός ψηφοφόρος της Χρυσής Αυγής ούτε ένας τυχαίος περαστικός από τα γραφεία, όπως ισχυρίστηκε σε δηλώσεις του ο γενικός γραμματέας Νικόλαος Μιχαλολιάκος. Ήταν μέλος της τοπικής Νίκαιας ήδη από τον Ιούλιο του 2012 και μάλιστα μέλος του πενταμελούς της τοπικής Νικίας της Χρυσής Αυγής και συγκεκριμένα ήταν ταμίας.
Για τους υπόλοιπους 15 συγκατηγορούμενους του που καταδικάστηκαν για συνέργεια στην ανθρωποκτονία ως μέλη της εγκληματικής οργάνωσης, το δικαστήριο έκρινε ότι δημιούργησαν ευνοϊκές συνθήκες για την τέλεση του κακουργήματος και συγκεκριμένα κλίμα γενικότερης σύγχυσης και οχλαγωγίας, έντασης και εκφοβισμού του ευρισκομένου το σημεία αυτού Παύλο Φύσσα καθώς και της ολιγομελούς παρέας του, στην οποία συμμετείχαν και δύο νεαρές γυναίκες, με τον προπηλακισμό τούτων με ιαχές και ύβρεις καθώς και με τον ξυλοδαρμό τους εκ μέρους κάποιων από το τάγμα εφόδου, με αποτέλεσμα της συμπεριφοράς τους αυτής, που συνιστούσε προετοιμασία εδάφους για την καίρια και μοιραία παρέμβαση του Ρουπακιά, ο Παύλος Φύσσας να εγκλωβιστεί από αυτούς και έτσι να καταστεί ευάλωτος, ενώ παράλληλα ενδυνάμωσαν και ενθάρρυναν ψυχικά το Γ. Ρουπακιά, ο οποίος έχοντας πλέον την αίσθηση της αριθμητικής υπεροχής, της δύναμης και της ασφάλειας, έπληξε τον Παύλο Φύσσα αιφνιδιαστικά και απρόκλητα, επανειλημμένως στο αριστερό ημιθωράκιο, με συνέπεια εκ των πραγμάτων αυτών ως μόνη και αποκλειστική αιτία να επέλθει ο θάνατος του.
Χωρίς τα άτομα αυτά ο Ρουπακιάς δεν θα πήγαινε μόνος του στο Κοράλλι, δεν θα τολμούσε μόνος του να μαχαιρώσει εν ψυχρώ το Φύσσα, με τον οποίο δεν είχε καμία διαφορά.
Στο σκεπτικό της απόφασης γίνεται λόγος και για επιχείρηση συγκάλυψης της ανθρωποκτονίας του Παύλου Φύσσα από την ηγεσία και επιφανή στελέχη της Χρυσής Αυγής επικαλούμενο σχεδιαγράμματα των τηλεφωνικών κλήσεων που έλαβαν χώρα το βράδυ, κάνοντας μνεία μεταξύ άλλων και στη συνομιλία Λαγού - Πατέλη.
Τέλος, επισημαίνεται πως η Χρυσή Αυγή έκλεισε τυπικά τα γραφεία της στη Νίκαια αφού όπως προκύπτει από τις τηλεφωνικές συνομιλίες των μελών της συγκεντρωνόταν πλέον στα γραφεία της τοπικής του Πειραιά, ενώ προέκυψε ότι ο Λαγός στην προσπάθεια συγκάλυψης που γινόταν έδινε εντολές «να καθαρίσουν τα σπίτια» δηλαδή να απαλλαγούν από όπλα και τυχόν άλλο υλικό ενοχοποιητικό για τη Χρυσή Αυγή, όσοι δε κατηγορούμενοι γνώριζαν ότι παρακολουθούνται τα τηλέφωνα, ενίοτε προσπαθούσαν να περάσουν την γραμμή ότι δεν είχαν ιδέα τι είχε συμβεί ενώ κάποιοι από αυτούς πέταξαν τα τηλέφωνά τους και τα αντικατέστησαν με καινούργια.