Χανιά: Νέες μαρτυρίες για το γηροκομείο-κολαστήριο - «Έκλαιγαν, παρακαλούσαν για νερό»
Ανανεώθηκε:
Ανατριχίλα προκαλεί η περιγραφή πρώην εργαζόμενης στο γηροκομείο στα Χανιά, για τα περιστατικά κακομεταχείρισης σε βάρος ηλικιωμένων που είδε μέσα στη δομή φροντίδας ηλικιωμένων.
Πρόκειται για πρώην εργαζόμενη του οίκου ευγηρίας, η οποία απολύθηκε αιφνιδιαστικά όπως η ίδια καταθέτει χωρίς ποτέ να της αποδοθούν τα δεδουλευμένα της. Η ίδια δηλώνει μιλώντας στον Περιφερειακό Τηλεοπτικό Σταθμό Creta, ότι η Διεύθυνση του οίκου ενοχλήθηκε, όταν άρχισε να ζητάει τα απαραίτητα για τη φροντίδα των ηλικιωμένων, όπως καθαρά υποσέντονα, σαπούνι για τον καθαρισμό τους ή φαγητό για το οποίο οι ηλικιωμένοι εκλιπαρούσαν.
Η ίδια τονίζει πως ήδη από το 2009 προέκυπταν στοιχεία για την κατάσταση που επικρατούσε στη μονάδα. «Από την αρχή λειτουργίας της δομής υπάρχουν καταγγελίες και τόσα εντάλματα. Όλο αυτό έχει μείνει στο συρτάρι, είναι ντροπή…Όσοι μιλήσαμε κυνηγηθήκαμε, περάσαμε ένα Γολγοθά 1,5 χρόνο τώρα. Το σοκαριστικό ήταν ότι ενώ βγήκαν πράγματα προς τα έξω, πολλοί άνθρωποι ενώ ξέρουν δεν μίλησαν και ενώ είχαν ανθρώπους του εκεί μέσα, εθελοτυφλούσαν εσκεμμένα και άφησαν κάποιους λίγους να βγάλουν το φίδι από την τρύπα. Αυτό για εμένα ήταν από τα πιο άσχημα που βίωσα».
Όπως τονίζει η ίδια την περίοδο που εργαζόταν στη δομή το προσωπικό ήταν ελάχιστο, μόλις 3 υπάλληλοι για 60 τρόφιμους, ενώ η διοίκηση της δομής και οι συνθήκες που είχε δημιουργήσει μέσα στη μονάδα δεν τους επέτρεπε να φροντίζουν τους ηλικιωμένους όπως θα έπρεπε.
«Μας απομάκρυναν από κοντά τους, δεν μας άφηναν, τους κάπως ευαίσθητους βοηθούς νοσηλευτών μας απομάκρυναν από τους γέροντες μόνο και μόνο για να μην κλαίνε οι άνθρωποι και ζητούν βοήθεια. Δουλεύαμε σαν ρομπότ, μηχανικά μας έβαζαν οποιαδήποτε άλλη δουλειά εκτός από το να ασχολούμαστε με τον άνθρωπο σαν άνθρωπο, με τις ανάγκες και την επικοινωνία που χρειάζονται».
«Παρακαλούσαν για λίγο νερό και περίμεναν ώρες μέχρι να βρούμε χρόνο να τους πάμε ένα ποτήρι νερό, έμεναν με τις ακαθαρσίες τους ώρες ολόκληρες είτε γιατί δεν είχαμε pampers, είτε γιατί δεν μπορούσαμε, είτε γιατί δεν μπορούσαμε να τους πάμε στην τουαλέτα εκείνη τη στιγμή, δεν υπήρχε χρόνος, όλα γίνονταν γρήγορα, ειδικά η νυχτερινή βάρδια ήταν κόλαση, ένας νοσηλευτής για 60 τρόφιμους».
«Οι περισσότεροι ήταν ανήμποροι άνθρωποι, κατάκοιτοι. Είχαν και περιπατητικούς τους οποίους τους καθήλωναν, τους ακινητοποιούσαν για να μην είναι στα πόδια τους, για να μην τους ζαλίζουν, για να μπορούν να κάνουν την δουλειά τους τέλος πάντων, χωρίς να πρέπει να φροντίσουν και αυτούς. Τους αντιμετώπιζαν όπως τους άλλους με κατασταλτικά φάρμακα, καθηλωμένους σε αναπηρικά αμαξίδια δεμένους. πολλές φορές και πίσω στη μπάρα δεμένους ώστε να μην μπορεί το αμαξίδιο να φύγει γενικά στους διαδρόμους, στα δωμάτια, στους χώρους δεν υπήρχε άνθρωπος να κινείται αυτόνομα μόνος του, όλοι ήταν ακινητοποιημένοι», ανέφερε και τόνισε πως οι ηλικιωμένοι έφταναν υγιείς στην μονάδα και σε μία εβδομάδα άλλαζαν.
Όπως δήλωσε εργαζόμενοι στη δομή πήγαιναν να φτιάξουν τα σεντόνια στα κρεβάτια που ήταν ξαπλωμένοι οι ηλικιωμένοι και τα τίναζαν με τόση δύναμη που τους πετούσαν στο πάτωμα. «Τίναζαν τα σεντόνια για να τα βάλουν λίγο πιο καλά και τα τίναζαν με τέτοια δύναμη και φόρα που έριχναν τους ανθρώπους κάτω. Αχ συγγνώμη μου έπεσες, καταλάθος έγινε αυτό. Φαίνεται πολύ καλά όταν κάνεις κάτι με πρόθεση και με αγάπη. Πολλές φορές άνοιγαν τα κεφάλια τους, έπεφταν άνθρωποι από τα χέρια μας από την ταχύτητα, ήμασταν υπό πίεση, έπρεπε να βγάλουμε πολλές δουλειές μέσα σε 8 ώρες».
«Πολλές φορές έβλεπα απόγνωση, τρόμο στα μάτια τους, μελαγχολία. Δεν θα ξεχάσω τα πεσμένα μάτια στο έδαφος, καρφωμένα στο πάτωμα, δεν κοιτιόντουσαν ούτε μεταξύ τους, δεν μιλούσε κανείς με κανέναν, ήταν άνθρωποι καταθλιπτικοί. Έρχονταν υγιείς και σε μια εβδομάδα δεν τους αναγνώριζα, έχαναν το χιούμορ, την όρεξη τους, άλλαζαν αμέσως. Έχω δει να φέρονται άσχημα στους ανθρώπους», ανέφερε.
Παράλληλα τόνισε πως οι κανόνες υγιεινής δεν τηρούνταν ούτε στο ελάχιστο παρά μόνο όταν επρόκειτο να γίνει έλεγχος στη δομή, ενώ προβληματισμό προκαλεί το γεγονός ότι οι ιδιοκτήτριες γνώριζαν εκ των προτέρων πότε θα γίνει έλεγχος.
«Διεκδικούσα λίγο σαπούνι, τους έλεγα για τα σπασμένα αμαξίδια ότι είναι επικίνδυνα και έπρεπε να τα αλλάξουν. Ζητούσα υποσέντονα, λίγο αφρόλουτρο, ένα ξυραφάκι. Εγώ μπροστά στους συναδέλφους και τη διεύθυνση προσπαθούσα να διεκδικήσω τα αυτονόητα, τα πιο απλά, οι άνθρωποι έκλαιγαν και ζητούσαν μια πετσέτα καθαρή, στεγνή, το ατομικό τους σαπουνάκι. Δεν τα είχαμε αυτά. Γίνονταν έλεγχοι από το υγειονομικό, ήξεραν ότι θα έρθουν 2 μέρες νωρίτερα. Καθαρίζαμε, βγάζαμε έξω τα αντισηπτικά από την αποθήκη και αφού έφευγε ο έλεγχος βάζαμε τα αντισηπτικά πίσω. Αγοράζαμε μόνοι μας τις μάσκες», σημείωσε.
«Καταρχάς και για τους ελέγχους που ακούστηκαν, έμπαινε το υγειονομικό και έβλεπε τους ανθρώπους να είναι έτσι. Γελοίο να λένε ότι γινόταν έλεγχοι αλλά δεν είχαν καταλάβει τίποτα ποτέ, όλοι οι άνθρωποι ζύγιζαν 30 κιλά περίπου, είχαν σαν μούμιες. Τα σώματα τους γεμάτα πληγές, είχαν ψείρες και κολλούσαμε και εμείς πολλές φορές. Γιατροί ανύπαρκτοι. Δύο φορές την εβδομάδα για 40 λεπτά για 60 τροφίμους», συνέχισε.
Η καταγγέλλουσα σημείωσε πως στα επισκεπτήρια η διοίκηση δεν τους άφηνε τους εργαζόμενους να έρθουν σε επαφή με τους συγγενείς, ενώ είχε φροντίσει να τους αλλάξουν σεντόνια και να είναι με κατεβασμένα μανίκια για να μη φαίνονται οι μώλωπες.
Μάλιστα όπως αποκάλυψε η πανδημία έφερε περισσότερη κακομεταχείρηση για τους ηλικιωμένους. «Υπήρχαν κάμερες παντού και έλεγχαν τους επισκέπτες, εμάς μην τυχόν και έχουμε επικοινωνία με τους γερόντους, έλεγχαν τα επισκεπτήρια. Ιδιαίτερα μετά τον κορωνοϊό είχαμε θέματα, δεν υπήρχαν επισκεπτήρια, ραντεβού, έγιναν όλα πιο απρόσωπα και τα θηρία έγιναν ακόμη πιο θηρία. Και είχαν και μια ευκολία του τύπου λείπουν οι γάτες χορεύουν τα ποντίκια».
«Λίγο πριν απολυθώ, γιατί δεν δέχτηκα να παραιτηθώ, ήθελαν να με διώξουν και με πρόφαση ότι δεν κάνω την δουλειά μου όπως πρέπει με έβαλαν και υπέγραψα το απόρρητο της δομής. Δεν έπρεπε ούτε στον άντρα σου ούτε στα παιδιά σου να μιλήσεις, να μην ξέρει κανείς τι γίνεται εκεί μέσα», ανέφερε η πρώην εργαζόμενη της δομής και συμπλήρωσε:
«Έμεινα μέχρι το τέλος όχι για τα 600ευρώ και το ταλαιπωρημένο αυτό 8ωρο αλλά για να υπηρετήσω τον συνάνθρωπο. Γιατί μπροστά μου κουμπώνονταν, δεν έκαναν αυτές τις θηριωδίες κρατιούνταν», σημείωσε η γυναίκα που ήταν από τους πρώτους που κατέθεσαν στον εισαγγελέα για την υπόθεση «με πόνο ψυχής», όπως λέει η ίδια και τονίζει πως δυσκολεύτηκε να φύγει από τη δομή αφού ένιωθε πως «μετά την απόλυσή μου, δεν υπήρχε άτομο να κρατηθούν από κάπου οι ηλικιωμένοι. Για μένα ήταν πολύ δύσκολο να φύγω από εκεί φοβόμουν, ότι τα πράγματα θα γίνουν χειρότερα».
«Δεν είδα ποτέ τη μητέρα μου εν ζωή»
Την ίδια στιγμή, σοκαριστική είναι και η περιγραφή ενός άνδρα, του οποίου η μητέρα παρέμεινε στον οίκο ευγηρίας για 4 μήνες. «Εμείς είχαμε τη μητέρα μας εκεί, δεν καταλάβαμε ακριβώς τι συνέβαινε στο χώρο, πέθαναν τη μητέρα μας και μετά από 11 μήνες περίπου ειδοποιηθήκαμε από την Αστυνομία για το ακριβώς είχε συμβεί και πως έφυγε στην πραγματικότητα. Μέχρι εκείνη τη στιγμή νομίζαμε ότι είχε πεθάνει από ουρολοίμωξη που την οδήγησε σε ανακοπή καρδιάς. Αποδείχτηκε μετά ότι καμία σχέση δεν είχε το γεγονός αυτό, ότι είχε χτυπήσει στο κεφάλι, είχε αφεθεί αβοήθητη και αιμορραγούσε τρεις ημέρες μέχρι να φύγει από τον κόσμο αυτό. Συγχρόνως όταν προσπαθούσαμε να μιλήσουμε μαζί τους πίσω από το τηλέφωνο γελούσαν και μας κορόιδευαν. Αυτό μάθαμε μετά».
Μάλιστα, ζητήθηκε εκταφή της σορού της ηλικιωμένης μητέρας του για να διαπιστωθεί ότι οι μάρτυρες λένε την αλήθεια. «Το δημόσιο τη ζήτησε στην ουσία, μας παρακάλεσαν να συμφωνήσουμε. Ήταν ένα δύσκολο γεγονός για τα παιδιά, τους συγγενείς. Παρόλα αυτά για να βοηθήσουμε την ιστορία το αποδεχθήκαμε και εγώ και ο αδερφός μου».
«Αρχίσαμε να καταλαβαίνουμε σε τι χώρο είχε βρεθεί η μητέρα μας. Είχαμε αφήσει τα λιοντάρια και δεν ξέρω αν τα λιοντάρια μπροστά σε αυτούς είναι κάτι, είχαμε αφήσει σε κάποιους που δεν μπορώ να χαρακτηρίσω ότι ανήκουν στο ανθρώπινο είδος, τους ανθρώπους μας και τους ξέσκισαν, τους θανατώνανε, με συγκεκριμένη διαδικασία» τόνισε.
Αναφερθείς στον οίκο ευγηρίας και στη φήμη που είχε, πρόσθεσε πως: «Κανείς δεν πάει τον άνθρωπο του εύκολα εδώ και εκεί, δεν τον αφήνει. Τη μητέρα μας την παλεύαμε, την είχαμε στα σπίτια μας μια δεκαετία, ήταν συνέχεια μαζί μας με προτροπή της ψυχιάτρου μας είπαν ότι πρέπει να πάει σε ένα τέτοιο κέντρο που θα είναι και άλλοι άνθρωπο εκεί συνομήλικοι, θα έχει καλύτερη επαφή. Ψάξαμε οτιδήποτε υπάρχει στο νομό Χανίων, γιατί θέλαμε να είναι κοντά μας, να έχουμε επαφή, είχαμε πληροφορίες και από άλλους που είχαν τους δικούς τους εκεί, και καταλήξαμε σε αυτή τη μονάδα».
Μάλιστα, η μητέρα του έμεινε εκεί σχεδόν 4 μήνες. «Πήγε με τα πόδια της εκεί, στη συνέχεια ήταν καθηλωμένη. Μπορούσαμε να έχουμε επαφή μόνο τον πρώτο μήνα, γιατί ξεκίνησε ο κορωνοϊός οπότε μας έκλεισαν τις πόρτες και από εκεί και πέρα θεωρώ ότι έγιναν όλα τα αίσχη».
«Και εγώ και ο αδερφός μου πηγαίναμε 3 – 4 φορές τη βδομάδα και τη βλέπαμε και σε άλλες ώρες. Μετά δεν μας άφηναν και εμένα προσωπικά επειδή τους πλήρωνα κιόλας, τους λέω ας μου την δείξετε από το τζάμι. Την μία λέγανε ότι την κούρευαν, την άλλη ότι την κάνουν μπάνιο, σε μεσημεριανές ώρες, σε ώρες που δεν κάνουν μπάνιο. Ποτέ δεν την είδα εν ζωή τη μητέρα μου, μέχρι που μας ειδοποίησαν ότι τάχα είχε ουρολοίμωξη και εν ζωή δεν την είδα ποτέ», κατέληξε.
Για την ηλικιωμένη μητέρα του προηγούμενου καταγγέλλοντα, ανέφερε πως όταν παρέλαβε τη σορό της μητέρας του, «υπήρχαν εμφανή ίχνη από χτύπημα το κεφάλι, τα οποία επιμελώς μακιγιαρίστηκαν και τα διαπίστωσε όταν είδε τη μητέρα του μέσα στην εκκλησία κατά τη διάρκεια της τελετής της κηδείας. Υπήρχαν σημάδια στο κεφάλι που είχαν καλυφθεί με μέικ απ» σημείωσε από την πλευρά της, η πρώτη καταγγέλλουσα της υπόθεσης και δικηγόρος πολλών οικογενειών ηλικιωμένων κα. Παπαδάκη.
Οι ευθύνες των υπαλλήλων και των υπηρεσιών της Περιφέρειας
«Κάθε φορά που ακούω τις γλαφυρές περιγραφές από πρώην νοσηλευτές, νιώθω την ίδια θλίψη και την ίδια φρίκη», ανέφερε η Μαρία Παπαδάκη.
Η κα. Παπαδάκη επεσήμανε ότι υπήρχαν καταγγελίες, προς τη Διεύθυνση Δημόσιας Υγείας και μηνύσεις από το 2009, που έχουν πέσει στο κενό. «Πολλοί άνθρωποι κατέφευγαν στις αρχές, δυστυχώς δεν έλαβε η υπόθεση την αντιμετώπιση που τις άξιζε και έπρεπε να βρεθεί ένας άνθρωπος που είναι εξοικειωμένος με το σύστημα απονομής της δικαιοσύνης για να τρέξει την υπόθεση. Οι ευθύνες δεν πρέπει να στρέφονται προς τις οικογένειες των παθόντων που διαμαρτύρονται στις αρχές, έκαναν καταγγελίες που εξαφανίζονταν έκαναν αναφορές που δεν αξιολογούνταν όπως έπρεπε. Οι ευθύνες, πρέπει να εστιάσουν στην εποπτεύουσα αρχή, η οποία επισκεπτόταν τη δομή, έβλεπε ανθρώπους που σύμφωνα με τα καταγγελλόμενα από τους νοσηλευτές είχαν απομείνει 30 κιλά και διαβεβαίωνε ότι όλα ήταν καλά, ότι ουδέν μεμπτό ανευρέθη, ότι ουδέποτε αυτή η μονάδα απασχόλησε τις αρχές. Εκεί πρέπει να στρέψουμε τις ευθύνες μας και όχι να ενοχοποιήσουμε τις οικογένειες των ηλικιωμένων, οι οποίοι τώρα μετά από 12 χρόνια προσπαθούν να βρουν το δίκιο τους».
Σύμφωνα με την κα. Παπαδάκη, την εικόνα αυτή έπρεπε να την είχαν δει οι αρμόδιες υπηρεσίες. «Θα έπρεπε να έχουν γίνει αντιληπτές από τους δήθεν αιφνιδιαστικούς ελέγχους της εποπτεύουσας αρχής, που υποτίθεται ότι αποτελείται από εξιδεικευμένους διοικητικούς υπαλλήλους, από ιατρό».
Αναρωτήθηκε δε, πως είναι δυνατόν να μη γινόταν αντιληπτό ότι αυτή η δομή, που τα δύο πρώτα έτη «λειτουργούσε χωρίς άδεια λειτουργίας το 2009-2011, εν συνεχεία τα 2015-2019, είχε άδεια λειτουργίας για 16 περιθαλπόμενους εκ των οποίων μόνο οι 2 μπορούσαν να μην είναι αυτοεξυπηρετούμενοι, οι υπόλοιποι 14 θα έπρεπε να είναι αυτοεξυπηρετούμενοι. Πώς είναι δυνατόν οι ελεγκτικές αρχές, με τέτοια ποσοστά θανάτων να μην έβλεπαν έστω υπεράριθμους; Βλέπουμε ότι είχε 50-60 τρόφιμους κάθε φορά, αλλιώς δεν βγαίνουν τα νούμερα. Δεν έβλεπαν ότι η άδεια έγραφε 16 και έβρισκαν τους τριπλούς; Δεν διαπίστωναν ότι σε σχέση με τον προηγούμενο έλεγχο όλα τα γεροντάκια είχαν εξαφανιστεί; Δεν αναρωτήθηκε κανείς που πήγαν;».
«Γιατί οι ίδιοι άνθρωποι επέκτειναν την άδεια λειτουργίας από 16 σε 46; Γιατί οι ίδιοι άνθρωποι ανακάλεσαν την άδεια εργασίας των δύο βασικών μαρτύρων κατηγορίας; Πήγαν στην Ασφάλεια και κατέθεσαν, για τις συνθήκες θανάτου της ηλικιωμένης που έγινε η εκταφή. Αίφνης βλέπουμε ένα κατηγορητήριο στο οποίο εμπλέκονται και υπάλληλοι της Περιφέρειας, με την ιδιότητα του κατηγορουμένου. Γιατί μόλις η υπόθεση αυτή είδε το φως της δημοσιότητας βγήκαν στα ΜΜΕ και έλεγαν απορούμε πέσαμε από τα σύννεφα, αυτή η μονάδα ουδέποτε απασχόλησε τις αρχές και μετά βγαίναν οι συνήγοροι των κατηγορουμένων και λέγανε ότι αφού αυτή η μονάδα ουδέποτε απασχόλησε τις αρχές, οι καταγγελίες είναι σενάριο επιστημονικής φαντασίας» συμπλήρωσε η κα. Παπαδάκη.
Η ίδια, επεσήμανε πως δεν έχει πλήρη γνώση της δικογραφίας καθώς αποτελείται από πάνω από 12 χιλ. σελίδες ωστόσο από την ιδιότητα της ως συνήγορος υπεράσπισης κατηγορίας μέχρι και την ημέρα που έφτασε η δικογραφία στην ανάκριση, υπάρχει «τουλάχιστον μια περίπτωση απάτης σε βάρος ηλικιωμένης, της οποίας διαβιβάστηκε η οικία, με ενεργό συμμετοχή υπαλλήλου της Διεύθυνσης Δημόσιας Υγείας και επίσης γνωρίζω ότι η κακουργηματική πράξη στην οποία φέρεται να εμπλέκεται η διοίκηση της μονάδας με χρόνο τέλεσης τον Γενάρη, δύο βδομάδες πριν, είχε πάλι αντικείμενο αρπαγή ηλικιωμένης και απάτη σε βάρος ηλικιωμένης με αντικείμενο ένα ακίνητο της».
Tα στοιχεία για τις υπερσυνταγογραφήσεις
«Υπάρχουν στοιχεία από τα οποία στοιχειοθετείται απάτη σε βάρος του δημοσίου. Από εντολείς μου γνωρίζω ότι περισσότεροι ασθενείς, δαπανούσαν πριν την εισαγωγή τους Χ ποσό σε φάρμακα και μετά την εισαγωγή τους τους χρεώνονταν ως συμμετοχή τρεις ή τέσσερις φορές το Χ. Αυτό το Χ είναι το 25% που είναι η συμμετοχή του κάθε ασφαλισμένου , άρα το ελληνικό δημόσιο χρεωνόταν το υπόλοιπο 75% μιας δαπάνης τριπλάσιας ή τετραπλάσιας από την πραγματική ανάγκη του ηλικιωμένου, όπως αυτή προέκυπτε πριν την εισαγωγή του στη μονάδα, γι΄αυτό έγινε λόγος για υπερσυνταγογραφήσεις ύψους 3 εκ. ευρώ. Έστω το ελληνικό δημόσιο δεν μπορούσαν να διασφαλίσουν οι ελεγκτικές αρχές;» τόνισε η κα. Παπαδάκη.
Αρνούνται τις κατηγορίες οι συλληφθέντες
Ο δικηγόρος της ιδιοκτήτριας της δομής Νίκος Ρουσόπουλος, τόνισε πως η εντολέας του, αρνείται τις κατηγορίες που της αποδίδονται.
«Θα υπάρξουν καταιγιστικές εξελίξεις υπέρ και όχι κατά του γηροκομείου γιατί αύριο έχουμε καταθέσεις ένορκες στα χέρια μας, που έχουν ληφθεί νόμιμα στα πλαίσια άλλης δίκης όπου συγκεκριμένοι συγγενείς τροφίμων καταγγέλλουν συγκεκριμένα άτομα που τους πλησίασαν και τους είπαν επώνυμα, ελάτε να καταθέσετε κατά του γηροκομείου και να τα οικονομήσετε. Θα δούμε ποιοι ενεργούν ως εγκληματική οργάνωση, ποιοι μεθοδεύουν τις μαρτυρίες και όλα αυτά τα πράγματα, θα δοθούν αύριο στον κ. Ανακριτή και θα ζητήσω προσωπικά την άσκηση ποινικών διώξεων» τόνισε ο κ. Ρουσόπουλος.
Κλείνοντας, σύμφωνα με τον κ. Ρουσόπουλο, υπάρχουν τέσσερις τέτοιες καταθέσεις.