Αγία Βαρβάρα - Συγκλονίζουν τα παιδιά της 64χρονης: Θέλουμε δικαιοσύνη για τη μάνα μας
Παράσταση προς υποστήριξη της κατηγορίας δήλωσαν σήμερα οι δύο κόρες της 64χρονης που δολοφονήθηκε από τον εν διαστάσει σύζυγό της στην Αγία Βαρβάρα.
Οι δυο γυναίκες προσήλθαν στα δικαστήρια της πρώην Σχολής Ευελπίδων και συνοδεύονταν από τον αδελφό της μητέρας τους και τη δικηγόρο τους Γιάννα Παναγοπούλου.
«Θέλουμε δικαιοσύνη για τη μάνα μας. Είμαστε εδώ γιατί είμαστε η φωνή της μάνας μας. Έχουμε περάσει πολύ δύσκολα όλα τα χρόνια. Η μάνα μου έφυγε άδικα» είπε η μία από τις κόρες της άτυχης γυναίκας, ενώ ο αδελφός της 64χρονης ξεσπώντας σε λυγμούς είπε στους δημοσιογράφους:
«Ήταν ένας άγγελος η αδερφή μου, την σκότωσε κατευθείαν στο κεφάλι. Ζητάμε την παραδειγματική του τιμωρία. Τίποτε άλλο. Για την ψυχή της και μόνο».
Η δικηγόρος τόνισε από την πλευρά της: «Ήρθαμε εδώ να δηλώσουμε παράσταση προς υποστήριξη της κατηγορίας εις βάρος του κυρίου κατηγορουμένου, να εισφέρουμε στοιχεία και μάρτυρες για λογαριασμό της οικογένειας των κοριτσιών του θύματος αλλά και του αδερφού της προκειμένου να υποστηριχθεί κατηγορία και να εισφέρουμε στοιχεία για την παραδειγματική τιμωρία του κατηγορουμένου. Η θέση δική μας είναι ότι πρόκειται για μία ανθρωποκτονία από πρόθεση για ένα έγκλημα προσχεδιασμένο. Ο κατηγορούμενος γνώριζε την διαδρομή του θύματος, γνώριζε τι ώρα σχολάει από την εργασία της, την περίμενε από τις 8 το απόγευμα. Λίγο μετά τις οκτώ όταν η γυναίκα αυτή έφτασε στο σπίτι της και μπήκε στην αυλόπορτα, της επιτέθηκε πυροβολώντας την τέλεια διατροφή εικαστική έκθεση είναι ενδεικτική και μάρτυρα την ανθρωποκτονία από πρόθεση δεδομένου ότι ο θάνατος επήλθε συνέπεια σημαντικότητα των κακώσεων κεφαλής και θώρακος. Την πυροβόλησε στο κεφάλι με χτυπήματα τα οποία γνώριζε ότι θα προκαλέσουν το θάνατο της».
Προφυλακιστέος ο 74χρονος
Σημειώνεται πως με τη σύμφωνη γνώμη ανακριτή και εισαγγελέα ο κατηγορούμενος κρίθηκε προσωρινά κρατούμενος για τα αδικήματα της ανθρωποκτονίας από πρόθεση, της οπλοφορίας και της οπλοχρησίας.
Σύμφωνα με πληροφορίες ο 74χρονος κατέθεσε υπόμνημα και απολογήθηκε επί περίπου 3 ώρες, επαναλαμβάνοντας όσα ισχυρίστηκε και στην προανακριτική του κατάθεση στους αστυνομικούς.
Ο κατηγορούμενος είχε περιγράψει τις «πολεμικές» σχέσεις που είχε με το θύμα, με το οποίο παντρεύτηκαν το 1982 και από το 2017 βρισκόταν σε διάσταση.
Σύμφωνα με την προανακριτική κατάθεση του 74χρονου:
«Από το 1960 ο πατέρας μου λειτουργούσε καθαριστήριο, το οποίο λόγω οικονομικών προβλημάτων του 1980 το έγραψα στο όνομα της συζύγου μου. Εγώ δούλευα στο κατάστημα αυτό και εκείνη βοηθούσε. Από το 1990 επεκτείναμε την δουλειά μας με καθαρισμό χαλιών. Το 2003 αγοράσαμε ένα οικόπεδο στην Αγία Βαρβάρα με δάνειο και χτίσαμε πενταώροφη πολυκατοικία ώστε να έχουν από ένα διαμέρισμα τα παιδιά μας και τα υπόλοιπα να χρησιμοποιηθούν ως αποθήκη για τα χαλιά.
Πληρώνω όλες τις δόσεις του δανείου έως τον Ιανουάριο του 2018, όταν εκείνη πήρε σύνταξη και τα ήθελε όλα δικά της.
Εκείνη αρνείτο να γράψει το κατάστημα στο όνομα μου, ενώ είχε διάφορες εξωσυζυγικές σχέσεις.
Αρνείτο την επικαρπία στην κόρη μου από το πρώτο γάμο και δεν άφησε να φτιάξω διαμέρισμα της, καθώς Η πολυκατοικία ήταν και στο δικό της όνομα.
Το 2012 έδιωξε την κόρη μου, η οποία δούλευε και εκείνη στο καθαριστήριο μας και προσέλαβε άνδρα, με τον οποίο είχε εξωσυζυγικές σχέσεις κάτι το οποίο εγώ έμαθα αργότερα».
«Επίσης μου έκλεψαν και μηχανήματα της δουλειάς. Έτσι αναγκάστηκα να αγοράσω καινούργια ώστε η κόρη μου να ξεκινήσει τη δική της επιχείρηση με καθαριστήριο. Η σύζυγος μου πήρε και τα χρυσαφικά της αδερφής μου τα οποία είχα τοποθετήσει στο χρηματοκιβώτιο του μαγαζιού και είχαν ιδιαίτερη συναισθηματική αξία για μένα. Τα κοσμήματα αυτά της τα είχα ζητήσει επανειλημμένα, αλλά και την επικαρπία της κόρης μου. Είχα μάλιστα πλήρως και τα έξοδα του συμβολαιογράφου. Το 2018 την είχα ρωτήσει τι είχε κάνει με την επικαρπία και τα χρήματα του συμβολαιογράφου και εκείνη μου ανέφερε ότι τα είχε ξοδέψει για να επισκευάσει το αυτοκίνητο της» είπε ο κατηγορούμενος και περιέγραψε περιστατικό σύμφωνα με το οποίο το θύμα του είχε πετάξει απορρυπαντικό στα μάτια έπειτα από διαφωνία που είχαν.
«Φεύγοντας, μου πέταξε τα μάτια ένα πλαστικό κύπελλο με απορρυπαντικό, το οποίο μπήκε στα μάτια μου. Μετά από αυτό πήγα στο Αστυνομικό Τμήμα της Αγίας Βαρβάρας όπως με είχε συμβουλέψει η δικηγόρος μου και κατέθεσα μήνυση για σωματική βλάβη. Ενώ ήμουν στο Αστυνομικό Τμήμα κάλεσε το 100 και ανέφερε ότι την λήστεψα. Τότε αστυνομικοί πήγαν να με συλλάβουν αλλά ο αξιωματικός υπηρεσίας που μου έπαιρνε κατάθεση είπε ότι έπρεπε πρώτα να τα ολοκληρώσω και μετά να πάω στο τμήμα Ασφάλειας» ανέφερε ο κατηγορούμενος, συμπληρώνοντας ότι ο εισαγγελέας έκρινε πως η πράξη που τον κατηγορούσε τελικά η σύζυγος του δεν ήταν ληστεία αλλά ενδοοικογενειακή βία.
«Η συμπεριφορά της προς εμένα ήταν τελείως απαράδεκτη. Κάθε τόσο μου έκανε μήνυση χωρίς λόγο και χωρίς να την έχω πειράξει ποτέ. Με προσέβαλε συνεχώς και μου πετούσε γλάστρες. Είχε κάνει τα παιδιά μου και τα εγγόνια μου να μη μου μιλάνε, αποκόβοντας με από αυτά, με είχε χτυπήσει επανειλημμένα και με έβριζε συνεχώς με τα χειρότερα λόγια. Απέναντι σε μένα ήταν πολύ αχάριστη και σε όλα. Όλα αυτά τα χρόνια αισθανόμουν ψυχολογικά χάλια» υποστήριξε ο 75χρονος.
Περιγράφοντας τι συνέβη το απόγευμα της 3ης Ιουνίου που οδήγησε στο έγκλημα, ο κατηγορούμενος είπε στους αστυνομικούς:
«Το απόγευμα της 3ης Ιουνίου 2021 Πήγα στο σπίτι της για να την ζητήσω και πάλι τα χρυσαφικά και εκείνη έλειπε. Φεύγοντας, την βλέπω από τον καθρέφτη του αυτοκινήτου μου να πλησιάζει στο σπίτι της. Εγώ στάθμευσα το αυτοκίνητο μου, γύρισα πίσω και της ζήτησα τα πράγματα της αδερφής μου, λέγοντας ότι η αδερφή μου ήταν σα μάνα μου. Εκείνη τότε με εξύβρισε με την φράση "χέστηκα μαλάκα". Εγώ, μετά απ’ όλα όσα είχα περάσει, τρελάθηκα και μην ξέροντας τι κάνω πυροβόλησα μία ή δύο φορές με το πιστόλι που είχα μαζί μου. Το πιστόλι το είχα πάρει μαζί μου απλά για να την φοβερίσω. Μακάρι να μην είχε συμβεί αυτό, το μετάνιωσα και ζητώ συγγνώμη από τα παιδιά μου και από όλους» ανέφερε και πρόσθεσε ότι τον Νοέμβριο του 2018 είχε πάθει εγκεφαλικό «από τη στεναχώρια» και λαμβάνει έκτοτε φαρμακευτική αγωγή.
Αναφορικά με το όπλο, εξήγησε ότι το έχει στην κατοχή του 8 χρόνια έπειτα από μια μετακόμιση σε φιλικό σπίτι.
«Το είχα πάρει χωρίς να πω τίποτα σε κανένα, είναι παλιό, δεν το έχω χρησιμοποιήσει ποτέ».
Μετά τον πυροβολισμό περιέγραψε ότι βρισκόταν σε πλήρη σύγχυση και δεν θυμόταν τι έκανε.
«Αργότερα, ενώ βρισκόμουν στην εκκλησία της Αγίας Βαρβάρας πεζός, επικοινώνησα τηλεφωνικά με την κόρη μου και της ανέφερα ότι έγινε κάτι τρομερό. Εκείνη μου είπε να περιμένω εκεί που είμαι για να έρθει, αλλά εγώ έφυγα. Όλο το βράδυ περιπλανιόμουν πεζός και έφτασα μέχρι το Σκαραμαγκά. Δε θυμάμαι κάτι περισσότερο. Δεν επέστρεψα καθόλου στο σπίτι. Το κινητό μου τηλέφωνο το είχα συνεχώς μαζί μου, είχε τελειώσει μπαταρία. Βρισκόμενος σε άθλια ψυχολογική κατάσταση το πρωί, πήγα στο σπίτι της κόρης μου, με την οποία μίλησα και εκδήλωσα την επιθυμία να παραδοθώ στην αστυνομία, καθώς είμαι μετανιωμένος. Εκείνη επικοινώνησε με το δικηγόρο και το απόγευμα της ίδιας μέρας παραδόθηκα στην αστυνομία παραδίδοντας ταυτόχρονα και το πιστόλι με το οποίο είχα πυροβολήσει».