Νέες αποκαλύψεις για το γηροκομείο στα Χανιά: Βίαιο τάισμα οδήγησε σε θάνατο δηλώνει πρώην υπάλληλος
Ανανεώθηκε:
Άλλη μια συγκλονιστική μαρτυρία γυναίκας πρώην υπαλλήλου του οίκου ευγηρίας στα Χανιά, για τον οποίο διεξάγεται έρευνα για ενδεχόμενη διάπραξη κακουργημάτων για την υπόθεση των περίεργων θανάτων 68 ηλικιωμένων, έρχεται να προστεθεί στα όσα έχουν δει μέχρι στιγμής το φως της δημοσιότητας, για τις συνθήκες υπό τις οποίες ζούσαν οι ηλικιωμένοι.
Μιλάει για ψεκασμούς με εντομοκτόνο πάνω σε κεφάλια τρόφιμων για να καταπολεμήσουν ψείρες, αναφέρει απουσία ουσιαστικής ιατρικής φροντίδας και δηλώνει ότι έχει δει 25 ως 30 θανάτους, ένας εκ των οποίων ενδεχομένως να προέκυψε έπειτα από βίαιο τάισμα με σύριγγα.
Σε δηλώσεις της on camera στο zarpanews.gr, η πρώην υπάλληλος που εργάστηκε στο ίδρυμα ως βοηθός νοσηλευτή, από τον Μάιο ως τον Δεκέμβριο του 2020 αναφέρει, μεταξύ άλλων:
«Τους ταΐζαμε όρθιοι. Δεν καθόμασταν ποτέ. Και ήταν μια πίεση γι’ αυτούς, πολλές φορές μου έλεγαν οι άνθρωποι να καθίσω γιατί ήθελαν χρόνο, κοντεύαν να πνιγούν. Εμένα μου είχε γίνει και σύσταση, ότι είμαι πολύ ευαίσθητη που δεν χρησιμοποιούσα σύριγγα με πολτοποιημένο φαγητό που έκαναν στους καταθλιπτικούς που δεν άνοιγαν καν το στόμα τους. Άνοιγαν το κάτω χείλος τους και πατούσαν τη σύριγγα με δύναμη και αμέσως μετά νερό για να κατεβεί η μπουκιά. Οι άνθρωποι πολλές φορές τα φτύνανε. Γίνονταν πολλά βίαια πράγματα. Και είχαμε και περιπτώσεις που είχαν τα αναμενόμενα, άνθρωποι υπέκυψαν».
Στο ερώτημα αν πνίγηκαν άνθρωποι την ώρα που τους τάιζαν, γνέφει συγκαταβατικά: «Εγώ είδα την κινητικότητα εκεί όταν συνέβη και όταν ρώτησα μου είπαν ότι δεν έγινε τίποτα. Το έμαθα από τους υπόλοιπους μετά. Έχω δει πολλούς θανάτους. Γύρω στα 25- 30 άτομα σίγουρα», λέει χαρακτηριστικά.
Στην ερώτηση, πώς έβλεπε να συμβαίνουν οι θάνατοι στο ίδρυμα, υποστηρίζει:
«Έκαναν πυρετό, μας έλεγαν ότι δεν είχαν καλό οξυγόνο, μπλάβιζαν. Πολλοί πέθαιναν με ανοικτά τα μάτια. Γιατρός δεν ερχόταν καν να πιστοποιήσει. Τους συγγενείς τους ενημέρωναν σπάνια εκείνη τη στιγμή, μπορεί να το έκαναν την επόμενη μέρα, ή όταν πήγαινε στο νεκροτομείο. Μπορεί να έπαιρναν τηλέφωνο και να έλεγαν ότι δεν πάει καλά και ότι τον περιμένουμε να πεθάνει. Πολλές φορές τους ετοιμάζανε οι ίδιοι (σ.σ. τους νεκρούς), συνεννοούμενοι με το γραφείο τελετών, γιατί κάποιοι είχαν συγγενείς στο εξωτερικό και δεν υπήρχε εδώ συγγενής να τους παραλάβει, για να τον πάρουν ντυμένο. Πολλοί όμως είχαν κατακλίσεις που οι συγγενείς δεν το ήξεραν καν. Τα σώματά τους είχαν ανοίξει…».
Επίσης η πρώην υπάλληλος δήλωσε ότι έδεναν τους τρόφιμους, ακόμα και όσους δεν υπήρχε ανάγκη:
«Οι περισσότεροι ηλικιωμένοι ήταν δεμένοι. Ακόμα και περιπατητικοί. Ακόμα και αυτοί που καταλάβαιναν και έλεγαν ότι δεν θα σηκωθούν. Οι περιπατητικοί ούτε με περπατούρα δεν κινούνταν, με την πρόφαση ότι μπορεί να πέσουν. Τους έδεναν και πολύ άσχημα. Το κάθε πόδι κάτω απ’ την καρέκλα, στη μέση, πολλές φορές και εδώ (σ.σ. δείχνει το στήθος), ούτε ζώο δεν δένεις έτσι. Και το τελευταίο τρίμηνο που ήμουν εκεί, κλαίγανε. Μας φιλούσαν τα χέρια. Εμένα μου είχαν πει να μιλήσω, υπήρχαν περιπτώσεις που μου λέγανε να το πω στα παιδιά τους».
Στο ερώτημα γιατί δεν μιλούσαν οι ίδιοι στα παιδιά τους όταν τους έβλεπαν, σημειώνει: «Προσπαθούσαν, αλλά έμπαινε σφήνα η διευθύντρια ή οι «ειδικοί» βοηθοί νοσηλευτές, οι χρόνιοι "θαμώνες"».
Ακόμα, υποστηρίζει ότι δεν υπήρχε επαρκής ιατρική φροντίδα: «Γιατρός ερχόταν δύο φορές την εβδομάδα από μια ώρα το πολύ, δεν άγγιζε, έβλεπε από μακριά και έφευγε. Άνθρωποι κλαίγανε, πολλές φορές μου ζητούσαν εγώ να του πω κάτι. Εγώ τους γυρνούσα και του έδειχνα τις πλάτες τους, να δει το δέρμα τους και τότε μόνο έδινε καμιά κρέμα.
Εγώ πήγα ως ανειδίκευτο προσωπικό, βοηθός νοσηλευτή. Βάζανε κλύσματα, βάζανε διπλά υπόθετα. Έχω δει να βάζουν ολόκληρο χέρι στον ποπό ανθρώπων, για να βγάλουν τα κόπρανα και οι άνθρωποι σφάδαζαν από τον πόνο. Και μου έλεγαν ότι έτσι πρέπει να γίνεται. Ευτυχώς δεν μπήκα στη διαδικασία και έφυγα πριν χρειαστεί να τα κάνω και εγώ».
Οι συνθήκες διαβίωσης, όπως λέει η πρώην υπάλληλος, ήταν πολύ άσχημες:
«Είχαμε καγκελάκια που στέγνωναν έξω από τα δωμάτια τις βρεγμένες πετσέτες. Είχε υγρασία, οι άνθρωποι κρύωναν. Πολλές φορές πλένανε όλες τις κουβέρτες μαζί και δεν είχαμε να τους δώσουμε. Υπήρχαν άνθρωποι κατουρημένοι, τέσσερις ώρες μπορεί να καθόταν ο άνθρωπος στα κακά του μέχρι να τον σηκώσουν να πάει στην τουαλέτα. Επίσης δερματικές παθήσεις, ψείρες. Και τους βάζανε Aroxol, Teza, εντομοκτόνα δηλαδή, στο κεφάλι. Κοκκίνιζε το κεφάλι, κάνανε μπάνιο μετά, αλλά πολλές φορές αν δεν καθάριζαν, τους έκοβαν γουλί τα μαλλιά».
Ακόμα, η πρώην υπάλληλος κάνει αναφορά στο υπόγειο του κτιρίου, όπου φέρονται να υπήρχαν τρόφιμοι σε κακή κατάσταση:
«Στο υπόγειο ήταν πολύ άσχημες οι συνθήκες, μύριζε πάντα σήψη, μύριζε κρέας. Αρωμάτιζα τη μάσκα μου για να μπω. Τα στόματα των ανθρώπων μύριζαν. Στο υπόγειο έβαζαν αυτούς που πλήρωναν λιγότερα ή αυτούς που είχαν συγγενείς μακριά και δεν μπορούσαν να έρθουν επίσκεψη. Πιστεύω ότι κάποιοι πλήρωναν και κανονικό δωμάτιο πάνω και μετά τους έβαζαν κάτω χωρίς να το ξέρουν οι άνθρωποι».
Τελικά η βοηθός νοσηλευτή απολύθηκε τον Δεκέμβριο, ενώ αναφέρει και ότι της είχε ζητηθεί να υπογράψει ρήτρα εμπιστευτικότητας:
«Τον τελευταίο μήνα πριν με απολύσουν, μου ζήτησαν να υπογράψω δήλωση απορρήτου γιατί “είμαι γλωσσού”. Μια μέρα με πήραν τηλέφωνο να έρθω και μου είπαν να υπογράψω την παραίτησή μου. Αρνήθηκα. Απολύθηκα χωρίς να πάρω τον μισθό μου, αναγκάστηκα να πάω σε επόπτη. Και έχω μάθει ότι παγίδευαν νοσηλευτές, ότι δήθεν έκλεβαν».
Θα πρέπει να επισημανθεί ότι δεν έχουν απαγγελθεί κατηγορίες σε κανέναν, καθώς η έρευνα είναι σε εξέλιξη. Η πλευρά του οίκου ευγηρίας έχει αρνηθεί κάθε εμπλοκή, με την ιδιοκτήτρια να έχει δηλώσει ότι πρόκειται για εκδικητικές πράξεις από πλευράς υπαλλήλων που είχαν απολυθεί από την επιχείρηση.