Η Ελλάδα της καραντίνας «βάση» για την Ελλάδα του αύριο
Η ανταπόκριση των Ελλήνων πολιτών και της ελληνικής κοινωνίας στο σύνολό της στα πρωτοφανή μέτρα περιορισμού που έλαβε η πολιτεία την περασμένη άνοιξη, προκειμένου να αντιμετωπίσει την πανδημία του νέου κορονοϊού, ήταν εντυπωσιακή.
Το γεγονός χαιρετίστηκε από όλους, τόσο εντός συνόρων, όσο και εκτός: Οι Έλληνες αυτή το φορά ήταν το υπόδειγμα της Ευρώπης και όχι το «μαύρο πρόβατο» - χαρακτηρισμός που είχαμε ακούσει πολλάκις στο παρελθόν, ενώ βρισκόταν σε εξέλιξη η οικονομική κρίση των τελευταίων δέκα ετών στη χώρα μας. Τώρα όμως τα πράγματα ήταν διαφορετικά, καθώς εκεί που οι ευρωπαϊκές υπερδυνάμεις κατέγραφαν δυσθεώρητες απώλειες καθημερινά, η Αθήνα είχε να επιδείξει μόνο θετικά αποτελέσματα, μόνο «νίκες» απέναντι στην πανδημία.
Το «κλειδί» της επιτυχίας
Σε μια προσπάθεια να «εξηγηθεί» αυτή η -για πολλούς- απρόσμενη ελληνική επιτυχία, το «κλειδί» είναι η ενσωμάτωση της αναγκαιότητας των μέτρων περιορισμού από τους Έλληνες πολίτες. Όλοι συνειδητοποίησαν ότι τα μέτρα που επιβλήθηκαν «έχουν λογική» και αποδίδουν αυτό για το οποίο σχεδιάστηκαν, την προστασία της υγείας μας. Το γιατί συνέβη αυτό, είναι ένας πιο πολύπλοκος συνδυασμός, που ουσιαστικά σχετίζεται με δύο παράγοντες: Πρώτον, την εμπιστοσύνη που ενέπνευσε στους πολίτες η επίσημη πολιτεία, διά μέσου της Επιτροπής Λοιμωξιολόγων και του επικεφαλής της καθηγητή Σωτήρη Τσιόδρα και δεύτερον στο πώς οι επαγγελματίες και οι επιχειρήσεις στην Ελλάδα υιοθέτησαν και εφάρμοσαν πλήρως τα μέτρα αυτά.
Ο ιδιωτικός τομέας της χώρας, δηλαδή, εμφανίστηκε -στην πλειονότητά του- έτοιμος να εφαρμόσει όλα τα πρωτοφανή, ακόμα και «ακραία» μέτρα, όπου χρειάστηκε. Η τηλεργασία και η εξ αποστάσεως εργασία έγιναν πραγματικότητα για πολλές επιχειρήσεις εν μία νυκτί. Όλοι έμαθαν να λειτουργούν «διαφορετικά», αλλά εξίσου αποτελεσματικά, αντιλαμβανόμενοι την κρισιμότητα της κατάστασης και το σημαντικό διακύβευμα. Παράλληλα, λειτούργησε εξαιρετικά αποτελεσματικά η ενημέρωση που ανέλαβαν οι ίδιες οι επιχειρήσεις να κάνουν τόσο προς τους εργαζόμενούς τους, όσο και προς τους πελάτες τους. Αναλυτικά, υπομονετικά και ουσιαστικά εξηγήθηκε επαρκώς πως η ζωή όλων μας αλλάζει, η καθημερινότητά μας πρέπει να είναι διαφορετική, οι συνήθειες μας «νέες».
Παράλληλα, μέσα από αυτόν τον κυκεώνα αλλαγών που μας κατέκλυσε, αναδείχθηκε μια μεγάλη δύναμη των Ελλήνων – όπως άλλωστε και πολλές φορές στο παρελθόν: Η αλληλεγγύη προς τον συνάνθρωπο και ειδικά προς όσους έχουν περισσότερη ανάγκη. Ακόμα και εκείνοι που δήλωναν πως «δεν φοβήθηκαν» τον κορονοϊό, υπάκουσαν στα μέτρα και «έμειναν σπίτι», διότι κατανόησαν πως το μεγάλο ζητούμενο δεν ήταν αν κάποιος θα νοσήσει, αλλά το να μην μεταδώσει τον νέο κορονοϊό, ειδικά στις ευπαθείς ομάδες, που εξαρχής αντιμετώπιζαν τον μεγαλύτερο κίνδυνο.
Η παρακαταθήκη για το «αύριο»
Η πρώτη, δύσκολη φάση αντιμετώπισης της πανδημίας της νόσου Covid-19 έχει ολοκληρωθεί και το συμπέρασμα είναι πως η Ελλάδα «τα κατάφερε» με αρκετά καλές επιδόσεις. Το σπουδαιότερο επίτευγμα όμως είναι αυτό που ακολουθεί τον παραγωγικό κόσμο της χώρας στην «επόμενη ημέρα». Η σύμπνοια, η αλληλεγγύη, η πειθαρχία που επέδειξε η συντριπτική πλειονότητα των Ελλήνων, είναι ανάγκη να συνεχίσουν στο «αύριο», όσο δύσκολο και αν προμηνύεται αυτό. Επαγγελματίες και επιχειρήσεις γνωρίζουν καλά πως «όλα είναι εφικτά», όταν όλοι λειτουργούν με συνείδηση του καθήκοντος, από τον «απλό» εργαζόμενο μέχρι τον διευθύνοντα σύμβουλο. Μια πολύ δύσκολη περίοδος αντιμετωπίστηκε με επιτυχία και αυτή είναι η ορμή που χρειάζεται για γίνει το μέλλον καλύτερο.
Οι βάσεις που μπήκαν όλο αυτό το διάστημα είναι ανάγκη να διευρυνθούν, να αναπτυχθούν και να καλλιεργηθούν ακόμα περισσότερο, ώστε να αποδώσουν το μέγιστο, προς όφελος της ελληνικής οικονομίας που αναζητά τους ρυθμούς και τον βηματισμό της, προς όφελος, εντέλει, της ελληνικής κοινωνίας.