Κορωνοϊός - Time: Πώς η Ελλάδα κατάφερε να αποφύγει τα χειρότερα μέχρι στιγμής
Υπό τον τίτλο «Η Ελλάδα έχει ηλικιωμένο πληθυσμό και εύθραυστη οικονομία. Πώς έχει ξεφύγει από τον κορωνοϊό μέχρι στιγμής», το αμερικανικό περιοδικό Time περιγράφει εκτενώς την περίπτωση της Ελλάδας και το πώς κατάφερε να περιορίσει την εξάπλωση του νέου κορωνοϊού.
Όπως αναφέρει το δημοσίευμα, η πανδημία του κορωνοϊού θα μπορούσε να αποβεί καταστροφική για την Ελλάδα.
«Ως δημοφιλής τουριστικός προορισμός, η Ελλάδα δέχτηκε 27,2 εκατομμύρια επισκέπτες μόνο το 2019 - παρουσιάζοντας έναν ενδεχομένως σημαντικό κίνδυνο εξαιτίας του κορωνοϊού σε σχέση με τους διεθνείς ταξιδιώτες», αναφέρει το άρθρο.
«Ο πληθυσμός της χώρας είναι ο δεύτερος σε ηλικία της ΕΕ, μετά την την Ιταλία. Ο τομέας της υγείας έχει καταστραφεί λόγω της λιτότητα και η κατεστραμμένη οικονομία της εξακολουθεί να είναι σχεδόν 40% πιο περιορισμένη συγκριτικά με το 2008, πριν από την τελευταία παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση», σημειώνει το δημοσίευμα.
Το αμερικανικό περιοδικό, επικαλούμενο δηλώσεις αξιωματούχων σημειώνει ότι «το 2019, μετά από τρία προγράμματα διάσωσης και δραστικές περικοπές στο δημόσιο σύστημα υγείας, υπήρχαν μόνο 565 κρεβάτια ΜΕΘ (5,2 κλίνες ανά 100.000 άτομα, σε σύγκριση με τις 29,2 της Γερμανίας)».
«Και για να γίνουν ακόμα χειρότερα τα πράγματα», συνεχίζει το περιοδικό, «η Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία ανακοίνωσε στις 9 Μαρτίου ότι ο κορωνοϊός δεν θα μπορούσε να μεταδοθεί μέσω της θείας κοινωνίας- θεωρία που αμφισβητήθηκε αμέσως από ειδικούς στον τομέα της υγείας».
«Το κλειδί για την επιτυχία της Ελλάδας, υποστηρίζουν οι αναλυτές, ήταν τα πρώτα βήματα της κυβέρνησης για τον περιορισμό του ιού πιο πριν από τις περισσότερες χώρες της Ευρώπης. Στα τέλη Φεβρουαρίου, πριν καταγραφεί θάνατος λόγω της νόσου, οι καρναβαλικές εκδηλώσεις ακυρώθηκαν. Τα σχολεία, οι καφετέριες, τα πανεπιστήμια και οι περισσότερες επιχειρήσεις έκλεισαν στις 5 Μαρτίου, όταν υπήρχαν μόνο 31 επιβεβαιωμένα κρούσματα στη χώρα», σημειώνει το δημοσίευμα.
Η ελληνική κυβέρνηση κινήθηκε γρήγορα εξαιτίας του παραμελημένου δημοσίου συστήματος υγειονομικής περίθαλψης, λένε οι ειδικοί. «Δεν νομίζω ότι ήταν μια πολύ δύσκολη απόφαση, λόγω της γνώσης ότι το σύστημα υγείας δεν θα μπορούσε να ανταπεξέλθει στην κρίση», δηλώνει στο Time η Στέλλα Λαδή, πρώην σύμβουλος δημόσιας πολιτικής της ελληνικής κυβέρνησης και επίκουρη καθηγήτρια Δημόσιας Διοίκησης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και στο Queen Mary, Πανεπιστήμιο του Λονδίνου.
Όταν η κυβέρνηση απαγόρευσε όλα τα μη απαραίτητα ταξίδια στις 23 Μαρτίου, έβλεπε παράλληλα την κατάσταση στην Ιταλία, όπου οι ΜΕΘ ήταν υπερπλήρεις και ασθενείς με κορωνοϊό βρίσκονταν ξαπλωμένοι στους διαδρόμους, χωρίς νοσηλεία. Οι αξιωματούχοι ήξεραν ότι θα χρειαζόταν ένα πολύ μικρότερο ξέσπασμα του κορωνοϊού για να επαναληφθούν οι ίδιες σκηνές στην Αθήνα.
«Δυστυχώς, στην Ιταλία ένα άτομο χάνεται κάθε δύο λεπτά», δήλωσε ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, ανακοινώνοντας το lockdown στις 22 Μαρτίου. «Πρέπει να προστατεύσουμε το κοινό καλό, την υγεία μας», πρόσθεσε. Τότε, υπήρχαν 624 επιβεβαιωμένα κρούσματα και 15 θάνατοι στην Ελλάδα. Συγκριτικά, όταν το Ηνωμένο Βασίλειο ανακοίνωσε το δικό του lockdown την ίδια μέρα, είχε 6.650 επιβεβαιωμένα κρούσματα και τουλάχιστον 335 θανάτους.
Ο οικονομικός αντίκτυπος
Παρά το γεγονός ότι η Ελλάδα καταφέρνει να διατηρεί σε χαμηλό ποσοστό τα κρούσματα και τους νεκρούς, η κρίση της πανδημίας φαίνεται να διαμορφώνει τρομερές επιπτώσεις στην ήδη προβληματική οικονομία. «Η παραγωγή της Ελλάδας βασίζεται σε μεγάλο βαθμό σε τομείς που πλήττονται ιδιαίτερα από την κρίση, όπως η διεθνής ναυτιλία και ο τουρισμός», λέει στο TIME ο Πάνος Τσακλόγλου, καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Το δημοσίευμα υπογραμμίζει ότι «ενώ η κυβέρνηση έχει λάβει μέτρα τόνωσης για τη στήριξη των επιχειρήσεων κατά τη διάρκεια του lockdown, ο υψηλός λόγος χρέους προς το ΑΕΠ σημαίνει ότι η χώρα μπορεί να είναι δύσκολο να συνεχίσει να δανείζεται, εάν η κρίση επεκταθεί σε μήνες ή χρόνια».
«Ως αποτέλεσμα, τα διαθέσιμα φορολογικά μέτρα είναι σχετικά περιορισμένα», λέει ο κ. Τσακλόγλου. Ωστόσο, τονίζει ότι η πιθανότητα της Ελλάδας να χρειαστεί ένα ακόμα πρόγραμμα διάσωσης παραμένει χαμηλή».