ΕΛΛΑΔΑ

Κώστας Βουτσάς: Σε λαϊκό προσκύνημα η σορός του -

Κώστας Βουτσάς: Σε λαϊκό προσκύνημα η σορός του -
Παντελής Σαίτας/ΑΠΕ-ΜΠΕ

Στη θλίψη έχει βυθιστεί το πανελλήνιο μετά από τον θάνατο του «αιώνιου έφηβου» Κώστα Βουτσά, ο οποίος κατέληξε την Τετάρτη μετά από πολυήμερη νοσηλεία στο νοσοκομείο «Αττικόν».

Σήμερα, Πέμπτη, η σορός του τίθεται σε λαϊκό προσκύνημα στο παρεκκλήσι της Μητρόπολης Αθηνών από τις 9:00πμ μέχρι τις 19:30.

Η εξόδιος ακολουθία του αγαπημένου ηθοποιού θα τελεστεί την Παρασκευή στις 11:30 στη Μητρόπολη Αθηνών ενώ θα ακολουθήσει ταφή στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών.

Τις σχετικές ανακοινώσεις έκανε η κόρη του Κώστα Βουτσά, Θεοδώρα.

Την παραχώρηση τιμής ένεκεν, τάφου στο Α΄ Νεκροταφείο στην οικογένεια του Κώστα Βουτσά σε ένδειξη ευγνωμοσύνης για την τεράστια προσφορά του στην Τέχνη και τον Πολιτισμό αποφάσισε ο δήμαρχος Αθηναίων Κώστας Μπακογιάννης.

Κώστας Βουτσάς: Τα δύσκολα παιδικά χρόνια, η καριέρα και η καταξίωση

Ο άνθρωπος που σκόρπισε δεκαετίες γέλιου στους Έλληνες μέσα από τις ταινίες αλλά και τη θεατρική του παρουσία εισήχθη στο νοσοκομείο στις 7 Φεβρουαρίου με λοίμωξη του αναπνευστικού και σημαντική καρδιακή και αναπνευστική δυσλειτουργία.

Οι θεράποντες ιατροί προχώρησαν στη διασωλήνωσή του στη Μονάδα Εντατικής Θεραπείας του νοσοκομείου, όπου υποστηρίχθηκε μηχανικά η αναπνοή του.

Στο επίσημο ανακοινωθέν του νοσοκομείου «Αττικόν» αναφέρεται πως την 24η Φεβρουαρίου παρουσιάστηκε σημαντική επιδείνωση της υγείας του, που εξελίχθηκε σε πολυοργανική ανεπάρκεια.

Το βιογραφικό του αγαπημένου ηθοποιού

Ο Κώστας Βουτσάς (Σαββόπουλος ήταν το οικογενειακό του όνομα) γεννήθηκε τον Δεκέμβριο του 1931 στην Αθήνα, σε προσφυγική οικογένεια με καταγωγή από τους Επιβάτες της Ανατολικής Θράκης, που σήμερα ανήκουν στο έδαφος της Τουρκίας. Μεγάλωσε στην Θεσσαλονίκη, όπου εγκαταστάθηκε η οικογένεια του. Ο πατέρας του εργάστηκε ως εργάτης οδοποιΐας κι ο μικρός Κώστας επινόησε διάφορες δουλειές του ποδαριού για επιβίωση. Στα χρόνια της Κατοχής μοίραζε προκηρύξεις στους κινηματογράφους μαζί με άλλα «Αετόπουλα» της ΕΠΟΝ.

Μετά τον πόλεμο, ασχολήθηκε με διάφορες μορφές αθλητισμού, όπως στίβο, κωπηλασία, βόλεϊ και μπάσκετ. Η πρώτη του θεατρική εμπειρία, όπως έχει πει, ήταν στα σχολικά του χρόνια όταν ο προπονητής του τον είχε στείλει για προπόνηση στη Μηχανιώνα κι έλαβε μέρος στην παράσταση της καστασκήνωσης. Έκανε ένα αρνητικό σχόλιο για το παιδί που υποδύονταν τον μεθυσμένο κι όταν ο υπεύθυνος του θεατρικού τον προκάλεσε αν μπορεί να το κάνει καλύτερα βρέθηκε τελικά με τον ρόλο.

Σε ηλικία 18 ετών σπούδασε στη Δραματική Σχολή του Μακεδονικού Ωδείου, συμμετείχε σε επιθεωρήσεις στο Στρατιωτικό Θέατρο Θεσσαλονίκης κι αφού περιπλανήθηκε με τα μπουλούκια δύο χρόνια σε χωριά και κωμοπόλεις της Μακεδονίας « η Καλή Καλό (καλλιτεχνικό ψευδώνυμο της θεατρίνας Καλλιόπης Δαμβέργη) τον κατέβασε Αθήνα» έχει πει ο ίδιος. Έδωσε εξετάσεις για να πάρει την άδεια ασκήσεως επαγγέλματος, την οποία τελικά του έδωσαν στην τρίτη προσπάθεια αφού η επιτροπή τον είχε απορρίψει δύο φορές, επειδή δεν «έκανε για ηθοποιός» όπως του είχαν πει.

Η πρώτη ταινία που συμμετείχε, ως κομπάρσος, ήταν στην κωμωδία «Ο μπαμπάς εκπαιδεύεται» (1953, του Γιώργου Λαζαρίδη).Ακολούθησε η συμμετοχή του στην ταινία του Αλέκου Σακελλάριου «Η κυρά μας η μαμή» (1958) με την οποία μπήκε πρώτη φορά στα στούντιο της Φίνος Φιλμ, «Για την αγάπη της βοσκοπούλας» του Φρίξου Ηλιάδη (1959), η «Αλίκη στο Ναυτικό» (1960, Αλέκος Σακελλάριος), «Κατήφορος» (1961, Γιάννης Δαλιανίδης), «Ο φίλος μου ο Λευτεράκης» (1962, Αλέκος Σακελλάριος ) κ.ά.

Στη μικρή οθόνη πρωτοεμφανίστηκε το 1973 στο σίριαλ «Βαριετέ« της τότε ΥΕΝΕΔ για να ακολουθήσουν πολλές εμφανίσεις σε τηλεοπτικές σειρές όπως «Ο Ανδροκλής και τα λιοντάρια του», «Για μια θέση στον ήλιο», «Γιούγκερμαν», «Δέκα Μικροί Μήτσοι»,«Επτά θανάσιμες πεθερές», «Η πολυκατοικία» κ.ά.