ΕΛΛΑΔΑ

Κυρ. Σουλιώτης: Το σύστημα υγείας αδικεί τον εαυτό του - Χρειαζόμαστε περισσότερο πλουραλισμό

Κυρ. Σουλιώτης: Το σύστημα υγείας αδικεί τον εαυτό του - Χρειαζόμαστε περισσότερο πλουραλισμό

Το σύστημα υγείας στη χώρα μας πολλές φορές «αδικεί τον εαυτό του», ενώ σε κάθε περίπτωση, θα λέγαμε ότι κινδυνεύει από την ατολμία του πολιτικού συστήματος απέναντι στη μεταρρύθμισή του, με τον κίνδυνο αυτό, να καταλήγει φυσικά στους πολίτες.

Την ίδια ώρα, οι περίφημες συμπράξεις (ΣΔΙΤ) που έχει ανακοινώνει η κυβέρνηση στο πεδίο της υγείας, φαίνεται ότι μπορούν να βοηθήσουν και να βελτιώσουν σημαντικά την ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών προς τον πολίτη, μεταθέτοντας μάλιστα μέρος του οικονομικού κινδύνου στους ιδιώτες. Ένα τέτοιο χαρακτηριστικό παράδειγμα, είναι τα φαρμακεία.

Τα παραπάνω υπογραμμίζει μεταξύ άλλων στο CNN Greece ο αναπληρωτής καθηγητής Πολιτικής Υγείας στο παν. Πελοποννήσου Κυριάκος Σουλιώτης και πρόσφατα εκλεγμένος πρόεδρος του Επιστημονικού Συμβουλίου του ΕΟΠΕ Ελληνικού Οργανισμού Πολιτικών Επιστημόνων). Το CNN Greece μίλησε με τον καθηγητή κ. Σουλιώτη, για το τι σηματοδοτεί η εκλογή του αυτή, πώς μπορεί να συμπράξει η υγεία με τις πολιτικές επιστήμες για το καλό των ασθενών και της δημόσιας υγείας, ποιος ο ρόλος των ασθενών στη χάραξη πολιτικών υγείας στη χώρα μας, αλλά και τι σηματοδοτούν οι συμπράξεις Δημόσιου και Ιδιωτικού τομέα για την υγεία.

Ακόμη, ο κ. Σουλιώτης, μιλάει για τα διδάγματα της κρίσης και των Μνημονίων, σημειώνοντας, ότι με τη σταδιακή έξοδο της χώρας από την οικονομική κρίση, θα πρέπει και η πολιτική υγείας να αποκτήσει έναν μεγαλύτερο πλουραλισμό και να εμπλουτίσει το περιεχόμενό της και με μέτρα που δεν έχουν ως αποκλειστικό στόχο τη μείωση της δαπάνης υγείας.

Το πλήρες κείμενο της συνέντευξης έχει ως εξής:

Κύριε Σουλιώτη, πριν μερικές ημέρες, αναλάβετε καθήκοντα προέδρου του Επιστημονικού Συμβουλίου του ΕΟΠΕ (του Ελληνικού Οργανισμού Πολιτικών Επιστημόνων). Δώστε μας μία κατεύθυνση, ποια πορεία θέλετε να ακολουθήσετε και ποιες θα είναι οι προτεραιότητές σας;

Κατ’ αρχάς είναι τιμητικό να επιλέγεσαι σε μία τέτοια θέση από νέους επιστήμονες, οι οποίοι αποτελούν κατά τεκμήριο τη βάση του Οργανισμού και θα ήθελα να ευχαριστήσω το Συμβούλιο Διοίκησης για την πρόταση και την τιμή. Ο ΕΟΠΕ έχει να επιδείξει αξιοσημείωτη δραστηριότητα τα τελευταία χρόνια, έχει διοργανώσει υψηλού επιπέδου επιστημονικές συναντήσεις και συνέδρια στην Ελλάδα και το εξωτερικό με τη συμμετοχή διακεκριμένων επιστημόνων και έχει συμβάλει στην ανάδειξη κρίσιμων ζητημάτων πολιτικής και διεθνών σχέσεων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η πρόσφατη συμμετοχή μας στην Εβδομάδα Ειρήνης (Peace Week) του ΟΗΕ στη Γενεύη όπου και διοργανώσαμε με τον Όμιλο Ιατρικού Αθηνών και τα Πανεπιστήμια Πειραιώς και Πελοποννήσου συζήτηση με θέμα : «Η συνεισφορά των θεσμών υγείας στην ειρήνη» (Health Institutions as contributors to Peace).

Η δική μου ευθύνη ως προέδρου του Επιστημονικού Συμβουλίου αφορά στις αμιγώς επιστημονικές δραστηριότητες του Οργανισμού. Στο πλαίσιο αυτό σχεδιάζουμε μια εκδοτική σειρά με προτάσεις σε διάφορα πεδία δημόσιων πολιτικών, την επέκταση των συνεργασιών με ακαδημαϊκά ιδρύματα στην Ελλάδα αλλά και διεθνώς αλλά και την υποστήριξη νέων ερευνητών και φοιτητών στις περιοχές ενδιαφέροντος του Οργανισμού.

Πώς μπορεί να συνεργασθεί η Ιατρική με την Πολιτική επιστήμη για το καλό των ασθενών, της δημόσιας υγείας και της οικονομίας;

Η πολιτική υγείας είναι κατά τη γνώμη μου ένα από τα πιο σύνθετα πεδία δημόσιων πολιτικών. Η ραγδαία εξέλιξη της σχετικής τεχνολογίας και η συνακόλουθη πίεση στο κόστος των φροντίδων θα έλεγα ότι «βάζουν δύσκολα» στους υπεύθυνους της άσκησης πολιτικής υγείας, ακόμα και σε χώρες με υψηλό εισόδημα, αναγκάζοντάς τους να θέτουν προτεραιότητες ως προς την αποζημίωση των σχετικών υπηρεσιών. Υπό την έννοια αυτή, η υποστήριξη της λήψης αποφάσεων με επιστημονικά εργαλεία που υπερβαίνουν την κλασική βιοϊατρική προσέγγιση, μπορεί να συμβάλει καθοριστικά στην βιωσιμότητα ενός συστήματος υγείας. Για παράδειγμα η ένταξη διαδικασιών αξιολόγησης σε όλες τις λειτουργίες του συστήματος υγείας, η ανάλυση των προτιμήσεων του κοινού, η σύνδεση της πολιτικής υγείας με ευρύτερες κοινωνικές και μακροοικονομικές προσεγγίσεις, συνιστούν πεδία στα οποία η πολιτική επιστήμη μπορεί να διεκδικήσει σημαντικό ρόλο. Άλλωστε, μην ξεχνάμε ότι, τελικά, όλα είναι θέμα πολιτικής…

Με τη μακρόχρονη επιστημονική εμπειρία σας στον τομέα της υγείας ποια θα λέγατε ότι είναι σήμερα τα δυνατά σημεία του ελληνικού συστήματος υγείας και ποια τα τρωτά του. Και στην πραγματικότητα, από τι κινδυνεύει περισσότερο σήμερα ένας Έλληνας ασθενής;

Θα έλεγα ότι το σύστημα υγείας στη χώρα μας πολλές φορές «αδικεί τον εαυτό του». Σίγουρα προσφέρει πολύτιμες υπηρεσίες στους πολίτες μέσα από ένα πλέγμα δομών που καλύπτουν το μεγαλύτερο μέρος της επικράτειας, ενώ, η ποιότητα του ανθρώπινου δυναμικού του είναι αναγνωρισμένη. Ωστόσο, φαίνεται ότι η αδράνεια που διαχρονικά επέδειξε το πολιτικό σύστημα απέναντι στις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις, το έχουν καθηλώσει σε μια αναχρονιστικού τύπου λειτουργία, η οποία βρίσκεται σε πλήρη αντίφαση προς τα σημαντικότατα τεχνολογικά επιτεύγματα της σχετικής επιστημονικής έρευνας. Κατ’ αποτέλεσμα, το σύστημά μας εμφανίζει χαμηλή αποδοτικότητα, με αντίκτυπο και στην πρόσβαση των πολιτών σε αυτό. Και ενώ η υψηλή επιβάρυνση των ίδιων των πολιτών «έκρυβε για χρόνια τη σκόνη κάτω από το χαλί», η μείωση των οικογενειακών εισοδημάτων λόγω της οικονομικής κρίσης κατέστησε πλέον απαγορευτική την καταβολή τόσο υψηλών άμεσων πληρωμών και ανέδειξε τον στρεβλό τρόπο με τον οποίο επιτυγχάναμε την ιδιότυπη αυτή ισορροπία μεταξύ προσφοράς και ζήτησης. Σε κάθε περίπτωση, το σύστημα υγείας κινδυνεύει από την ατολμία του πολιτικού συστήματος απέναντι στη μεταρρύθμισή του, με τον κίνδυνο αυτό να καταλήγει, φυσικά, στους πολίτες.

Έχετε βοηθήσει σημαντικά τα τελευταία χρόνια, και έχετε υποστηρίξει το έργο των Συλλόγων Ασθενών. Η φωνή τους πλέον είναι ισχυρή και ακούγεται… Έχουμε ωστόσο ακόμη δρόμο μπροστά μας, μέχρι το σημείο εκείνο, που οι Σύλλογοι και οι ασθενείς γενικότερα, να μπορούν να χαράξουν τη δική τους γραμμή και να πρωτοστατούν στα Κέντρα λήψης των αποφάσεων;

Η πρόοδος που έχει συντελεστεί τα τελευταία χρόνια στη δράση των Συλλόγων Ασθενών είναι εντυπωσιακή. Το επίπεδο οργάνωσής τους και ο πλουραλισμός των πρωτοβουλιών τους για την ενημέρωση των πολιτών αλλά και την ενδυνάμωση του ρόλου τους ακολουθούν, με μεγάλη επιτυχία, τα πρότυπα των αντίστοιχων συλλογικοτήτων των αναπτυγμένων χωρών. Ωστόσο, η συμμετοχή τους στη λήψη αποφάσεων πολιτικής υγείας είναι ακόμα περιορισμένη. Έχοντας την επιστημονική ευθύνη μιας έρευνας μέσω της οποίας μετρήθηκε αυτό που ορίσαμε ως «Δημοκρατία στην Υγεία» σε 28 χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μπορώ να σας πω ότι, δυστυχώς, κατατασσόμαστε στην ομάδα των χωρών στις οποίες οι σύλλογοι ασθενών συμμετέχουν ελάχιστα στη χάραξη πολιτικής υγείας. Όμως, η κεντρική διοίκηση πρέπει να αντιληφθεί ότι δεν έχει να φοβηθεί τίποτα από ένα τέτοιο «άνοιγμα» της διαδικασίας λήψης αποφάσεων. Η εμπειρία των ίδιων των ασθενών μπορεί να είναι πολύτιμη, είτε πρόκειται για έναν ευρείας κλίμακας σχεδιασμό είτε αφορά π.χ. στη συμμετοχή στη διοίκηση ενός νοσοκομείου. Το παράδειγμα της Κύπρου, στην οποία η υλοποίηση της μεταρρύθμισης του ΓεΣΥ –μετά από έναν μακρόχρονο σχεδιασμό αλλά και αναβολές– συμπίπτει με την θεσμοθέτηση της αναγνώρισης του ρόλου της Παγκύπριας Ομοσπονδίας Συνδέσμων Πασχόντων και Φίλων (ΠΟΣΠΦ) στις διεργασίες της πολιτικής υγείας, αποτελεί μια εξόχως καλή πρακτική, την οποία θα έπρεπε να ακολουθήσουμε.

Θα ήθελα να σας ρωτήσω με το χέρι στην καρδιά, τι διδαχθήκαμε τελικά από τα Μνημόνια και τις επονείδιστες πολιτικές τους; Εκτιμάτε ότι η περίοδος εκείνη μας άφησε θετικό πρόσημο; Διότι ήταν πολλοί εκείνοι που είπαν (και επιχειρηματίες, και θεσμικοί παράγοντες και καθηγητές Οικονομικών της Υγείας) ότι αν δεν ερχόταν το Μνημόνιο, θα έπρεπε να το εφεύρουμε…

Πρώτα απ’ όλα πρέπει να σημειώσουμε ότι η καθόλα οδυνηρή πραγματικότητα την οποία βίωσε η χώρα μας τα τελευταία χρόνια είχε τεράστιο αντίκτυπο και στον τομέα της υγείας. Όμως, μια ψύχραιμη ανάγνωση των δεδομένων της εποχής πριν την οικονομική κρίση, οδηγεί στη διαπίστωση ότι, δυστυχώς, σε πιο «φυσιολογικές» οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες, το πολιτικό σύστημα δεν τόλμησε να επιχειρήσει τομές στο σύστημα υγείας, αλλά, αντίθετα, συντηρούσε μια εντελώς ανορθολογική διαχείριση, η οποία, νομοτελειακά, θα οδηγούσε τον υγειονομικό τομέα στα πρόθυρα της κατάρρευσης. Η περίοδος λοιπόν των Μνημονίων διακρίνεται για τη δραματική μείωση των πόρων υγείας, τη διαμόρφωση συνθηκών οριακής λειτουργίας του υγειονομικού συστήματος και την πρόκληση εμποδίων πρόσβασης των πολιτών σε αυτό, ταυτόχρονα όμως, συνδέεται με την εκλογίκευση του συστήματος και την υιοθέτηση μεταρρυθμίσεων που επί δεκαετίες προτείνονταν αλλά δεν υλοποιούνταν, όπως π.χ. η δημιουργία ενιαίας ασφαλιστικής βάσης – ΕΟΠΥΥ, η ηλεκτρονική συνταγογράφηση, η συστηματική και αξιόπιστη καταγραφή της δαπάνης υγείας κ.λπ. Ωστόσο, αν και όλα αυτά τα μέτρα αποτελούν «διόρθωση» για το σύστημα υγείας, από ένα σημείο κι έπειτα, η επικράτηση μιας αποκλειστικά δημοσιονομικής οπτικής είχε ως αποτέλεσμα η πολιτική υγείας να δώσει τη θέση της σε μια πολιτική (μείωσης της) δαπάνης υγείας. Με τη σταδιακή λοιπόν έξοδο της χώρας από την οικονομική κρίση, θα πρέπει και η πολιτική υγείας να αποκτήσει έναν μεγαλύτερο πλουραλισμό και να εμπλουτίσει το περιεχόμενό της και με μέτρα που δεν έχουν ως αποκλειστικό στόχο τη μείωση της δαπάνης υγείας.

Πώς βλέπετε την υγεία των πολιτών και το σύστημα υγείας στην Ελλάδα μετά από 5 χρόνια, ή ενδεχομένως μετά από 10 χρόνια; Συμφωνείτε με τις πολιτικές των ΣΔΙΤ της κυβέρνησης Μητσοτάκη;

Θα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε ότι η υγεία των πολιτών δεν εξαρτάται μόνο από το σύστημα υγείας. Είναι δεδομένο ότι άλλοι παράγοντες που σχετίζονται με το ευρύτερο περιβάλλον και τον τρόπο ζωής έχουν πολύ μεγαλύτερη επίπτωση στο επίπεδο υγείας του πληθυσμού απ΄ ότι οι παρεχόμενες φροντίδες. Γι’ αυτό δε τον λόγο εκτιμώ ότι η ευθύνη της πολιτείας δεν εξαντλείται στη διασφάλιση των πόρων που σχετίζονται μόνο με τις δομές παροχής υπηρεσιών υγείας αλλά επεκτείνεται και σε θέματα που έχουν να κάνουν με τις συνθήκες διαβίωσης αλλά και τις συνήθειες των πολιτών. Υπό την έννοια αυτή, η εφαρμογή της αντικαπνιστικής νομοθεσίας, η ενημέρωση των πολιτών για θέματα υγείας, η ενίσχυση της πρόληψης, η επέκταση της εμβολιαστικής κάλυψης, οι προσυμπτωματικοί έλεγχοι κ.λπ. αποτελούν μέτρα που μπορούν να έχουν καθοριστική συμβολή στη βελτίωση του επιπέδου υγείας του πληθυσμού. Όσον αφορά το σύστημα υγείας, όπως προανέφερα, μια ευρείας κλίμακας μεταρρύθμιση είναι πλέον αναγκαία, καθώς αυτό εξακολουθεί να λειτουργεί στη βάση ενός σχεδιασμού του παρελθόντος, ο οποίος δεν ανταποκρίνεται στις σημερινές προκλήσεις. Η διάκριση δε μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού, σε ένα σύστημα με καθορισμένες από το κράτος τιμές και ένα ευρύ πλέγμα συμβολαίων και συμβάσεων, δεν έχει καμία πρακτική αξία. Χαρακτηριστικό παράδειγμα διαχρονικής συνεργασίας μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού τομέα στην υγεία αποτελεί η φαρμακευτική περίθαλψη, η οποία παρέχεται κατά βάση από ένα ευρύτατο δίκτυο μικρών ιδιωτικών επιχειρήσεων (φαρμακεία), τα οποία προσφέρουν ένα προϊόν το οποίο καλύπτεται κυρίως από δημόσιες πηγές χρηματοδότησης. Στο πνεύμα αυτό και με αδιαπραγμάτευτη την κοινωνική οπτική του χώρου, η διεύρυνση αυτής της συνεργασίας μέσω συμπράξεων μπορεί να βελτιώσει σημαντικά την ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών προς τον πολίτη, μεταθέτοντας μάλιστα μέρος του οικονομικού κινδύνου στους ιδιώτες. Ασφαλώς, η επιτυχία ενός τέτοιου εγχειρήματος εξαρτάται από πολλούς παράγοντες, ωστόσο, σε περιπτώσεις ακριβής βιοϊατρικής τεχνολογίας, μάλλον είναι προτιμότερη η επιλογή αυτού του υποδείγματος έναντι της «παραδοσιακής» επιλογής της αγοράς της από το κράτος. Μην ξεχνάμε ότι ο γραφειοκρατικός τρόπος λειτουργίας των δημόσιων προμηθειών συχνά προκαλεί μεγάλες καθυστερήσεις στην ολοκλήρωση των διαδικασιών, ενώ ελέγχεται και για το τελικό κόστος (κτήσης – λειτουργίας – συντήρησης – αντικατάστασης σε περίπτωση βλάβης κ.λπ.), με το οποίο επιβαρύνεται το κράτος. Ακόμα όμως και σ’ αυτή την περίπτωση, η μεταφορά οικονομικών πόρων από το κράτος (που αγοράζει) στον ιδιώτη (που πουλά) την τεχνολογία υγείας είναι δεδομένη. Κατά συνέπεια, η παροχή μιας ποιοτικής υπηρεσίας στον πολίτη χωρίς οικονομική επιβάρυνση γι΄ αυτόν την ώρα της ανάγκης, δεν παύει να αποτελεί μέρος του δημόσιου συστήματος υγείας, ανεξάρτητα από το εάν προσφέρεται μέσα από σύμπραξη του δημόσιου με τον ιδιωτικό τομέα.