Συνήγορος του Πολίτη: Οι εργασιακές διακρίσεις λόγω φύλου η πιο συχνή καταγγελία για το 2018
Οι διακρίσεις που βιώνουν οι πολίτες λόγω φύλου, αναπηρίας, οικογενειακής κατάστασης, καταγωγής, ηλικίας ή θρησκευτικών πεποιθήσεων αναδεικνύονται στην ειδική έκθεση του Συνηγόρου του Πολίτη για την ίση μεταχείριση το 2018.
Ποσοστό άνω του ήμισυ (57%) των 899 κατατεθειμένων αναφορών το 2018 στον Συνήγορο του Πολίτη αφορά θέματα διακρίσεων μεταξύ ανδρών και γυναικών, ιδίως στην απασχόληση και την εργασία. Στις αναφορές κυριαρχούν οι απολύσεις εγκύων στον ιδιωτικό τομέα ή οι βλαπτικές μεταβολές μετά την επιστροφή από την άδεια μητρότητας. Τα παραδείγματα είναι πολλά. Μετά τη λήξη της άδειας μητρότητας, γυμνάστρια που εργαζόταν σε αθλητικό κέντρο επέστρεψε στην εργασία της και ο εργοδότης τής ζήτησε να υπογράψει έγγραφο ότι η ίδια επιθυμεί να αποχωρήσει από την εργασία της. Της προτάθηκε ακόμα και να τη «δανείσουν» σε άλλον εργοδότη. Υπάλληλος γραφείου εργαζόταν σε εμπορική εταιρεία επί 13 χρόνια. Μόλις επέστρεψε στην εργασία της έπειτα από άδεια μητρότητας, η επιχείρηση απαίτησε να παραιτηθεί με την αιτιολογία ότι η εταιρεία βρισκόταν σε αδράνεια. Η εργαζόμενη διαπίστωσε ωστόσο ότι στις ίδιες εγκαταστάσεις λειτουργούσε εταιρεία με άλλη επωνυμία με το ίδιο αντικείμενο εργασιών, καθώς και ότι συνάδελφοί της προσέφεραν τις υπηρεσίες τους στη νέα αυτή εταιρεία.
Όπως υπογραμμίζει στον πρόλογο της έκθεσης η Βοηθός Συνήγορος του Πολίτη, Καλλιόπη Λυκοβαρδή, «η απουσία μιας ελάχιστης, έστω, ενιαίας παροχής μητρότητας σε όλες τις μητέρες εργαζόμενες ανεξάρτητα από το είδος της σχέσης εργασίας τους στον δημόσιο ή τον ιδιωτικό τομέα εμφανίζει τη μητρότητα ή τη γονεϊκότητα ως ένα μέγεθος που σχετικοποιείται ανάλογα με τη σχέση εργασίας και τον τομέα απασχόλησης, και σε ορισμένες περιπτώσεις μάλιστα καταλήγει να στερεί από την εργαζόμενη νέα μητέρα την αξιοποίηση οποιασδήποτε σχετικής παροχής (π.χ. κατηγορίες απασχολούμενων με σχέση ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου στον δημόσιο τομέα)».
Ανεστραμμένη περίπτωση διάκρισης σε βάρος των ανδρών συχνά συνδέεται με δυσχέρειες στην ισότιμη χορήγηση αδειών ανατροφής τέκνου και με την αντίληψη ότι η φροντίδα ανατροφής των παιδιών αφορά μόνο τη μητέρα. Μία από τις αναφορές που υποβλήθηκαν ήταν οδηγού λεωφορείου στις Οδικές Συγκοινωνίες, ο οποίος ζήτησε από την εταιρεία άδεια ανατροφής τέκνου με αποδοχές διάρκειας εννιά μηνών, όταν η σύζυγός του απεβίωσε, αμέσως μετά τον τοκετό του δεύτερου τέκνου του, αλλά η εταιρεία αποδέχτηκε μόνο τη χορήγηση άδειας φροντίδας τέκνου διάρκειας τριών μηνών.
Στις αναφορές του 2018 ακολουθούν τα ζητήματα διακρίσεων λόγω αναπηρίας ή χρόνιας πάθησης (14%), όπως η περίπτωση εργαζόμενης που πάσχει από σκλήρυνση κατά πλάκας και η οποία απολύθηκε από εταιρεία με τον ισχυρισμό ότι δεν ανταποκρινόταν με επάρκεια στην άσκηση των καθηκόντων της.
Διακρίσεις διαπιστώθηκαν, εξάλλου, λόγω οικογενειακής κατάστασης (8%), εθνικής καταγωγής (7%), ηλικίας (5%), φυλετικής καταγωγής (3%), θρησκευτικών πεποιθήσεων (3%) και ακολουθούν με ποσοστό 1% οι διακρίσεις λόγω κοινωνικής κατάστασης, σεξουαλικού προσανατολισμού, ταυτότητας φύλου ή χαρακτηριστικών φύλου. Ωστόσο, η κ. Λυκοβαρδή, σημειώνει ότι στις υποθέσεις αυτές διαπιστώνεται σαφής αναντιστοιχία μεταξύ του πλήθους των κατατεθειμένων αναφορών και της έκτασης των διακρίσεων που υφίστανται τα άτομα στο πραγματικό κοινωνικό πεδίο. Για το λόγο αυτό ο Συνήγορος επιδιώκει τη δικτύωση με οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών που δραστηριοποιούνται στο πεδίο προστασίας των δικαιωμάτων αυτών των προσώπων, αλλά και την ανάληψη εστιασμένων δράσεων σε περιφερειακό επίπεδο.
Το 70% των αναφορών που υποβλήθηκαν ήταν κατά φορέων και υπηρεσιών του Δημοσίου, με το 45% των αναφορών να στρέφονται κατά του υπουργείου Παιδείας, το 20% κατά της τοπικής αυτοδιοίκησης, το 18% κατά ασφαλιστικών ταμείων και άλλων οργανισμών του υπουργείου Εργασίας και το 8% κατά νοσοκομείων και κατά του υπουργείου Εσωτερικών. Το 30% το αναφορών ήταν κατά ιδιωτών με τη συντριπτική πλειοψηφία (76%) να αφορούν διακρίσεις λόγω φύλου, το 7% λόγω ηλικίας, το 6% λόγω αναπηρίας ή χρόνιας πάθησης και το 4% λόγω εθνικής ή εθνοτικής καταγωγής.