Αυτά είναι τα μέλη της γεωργιανής σπείρας με τα αντικλείδια
Στη δημοσιότητα δόθηκαν σήμερα από την αστυνομία τα ονόματα και οι φωτογραφίες έξι αλλοδαπών, τέσσερις εκ των οποίων έχουν συλληφθεί από τις Αρχές, που φέρονται να ανήκουν στην γεωργιανή σπείρα διαρρηκτών που διέπραττε συστηματικά κλοπές και διαρρήξεις σε σπίτια σε διάφορες περιοχές της Αττικής.
Η εξάρθρωση της σπείρας πραγματοποιήθηκε από την αστυνομία την περασμένη Τετάρτη (13/03/2019) και πραγματοποιήθηκε µε τη συνδρομή της Europol, καθώς, όπως διαπιστώθηκε, μέρος από τα κλοπιμαία έφευγε από την Ελλάδα για να πουληθεί σε χώρες του εξωτερικού.
Το επόμενο βήμα που σχεδίαζαν οι κακοποιοί, σύμφωνα µε την αστυνομία, ήταν να αλλάξουν δαχτυλικά αποτυπώματα, µέσω πλαστικής χειρουργικής επέμβασης, προκειμένου να αποπροσανατολίσουν τις Αρχές και να κρύψουν το εγκληματικό παρελθόν τους.
Πώς δρούσε η σπείρα
Ιδιαίτερο σημαντικό ρόλο στη δράση της σπείρας είχε η γυναίκα με το παρατσούκλι «ΑΝΝΑ», η οποία παρίστανε τον διανοµέα διαφηµιστικών φυλλαδίων για να αποκτά πρόσβαση στις πολυκατοικίες και να σημαδεύει µε στυλό τα κουδούνια των σπιτιών από τα οποία απουσίαζαν οι ένοικοι.
Επίσης, ήταν αυτή που βρισκόταν σε συνεχή τηλεφωνική επικοινωνία µε τους συνεργούς της που έµπαιναν στα σπίτια, προκειµένου να ενηµερώνει αµέσως σε περίπτωση που πλησιάσει κάποιος από τους ενοίκους της πολυκατοικίας ή αστυνοµικοί.
Πώς άνοιγαν πόρτες ασφαλείας σε 30 δευτερόλεπτα
Εντυπωσιακές ήταν, όπως περιγράφουν αστυνομικοί που χειρίστηκαν την υπόθεση, οι γνώσεις των Γεωργιανών για τις κλειδαριές.
Έφτιαχναν οι ίδιοι χειροποίητα κλειδιά – πασπαρτού, τα οποία ταίριαζαν σε δεκάδες τύπους κλειδαριών και, χρησιµοποιώντας αυτοσχέδια διαρρηκτικά εργαλεία και σπρέι, «άνοιγαν» τις πόρτες ασφαλείας µέσα σε µόλις 30 δευτερόλεπτα.
Τα αντικείµενα που αφαιρούσαν από τα σπίτια, τα πουλούσαν σχεδόν αµέσως σε ενεχυροδανειστήριο της Αθήνας. Υπήρχαν, ωστόσο, και φορές που µετέφεραν τα κλοπιµαία στη Γεωργία, όπου εκεί είχαν τη δυνατότητα να πετύχουν το µεγαλύτερο κέρδος.
Στις συναλλαγές τους τα μέλη της σπείρας χρησιµοποιούσαν αποκλειστικά µετρητά, προκειµένου να µην αφήσουν ψηφιακά «ίχνη».